Απόφαση 1248 / 2018 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1248/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Χριστόφορο Κοσμίδη, προεδρεύοντα αρεοπαγίτη, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Σοφία Τζουμερκιώτη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέα Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Κ. του Ε., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Παναγιώτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ά. Λ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-11-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πατρών.
Εκδόθηκαν η 160/ 2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 352/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.
Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-10-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Εισηγήτρια ορίσθηκε η αρεοπαγίτης, Αρετή Παπαδιά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την …/2-8-2017 έκθεση επιδόσεως του Β. Β., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση του αναιρεσείοντος προς τον αναιρεσίβλητο για να παραστεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σ’ αυτόν. Ο αναιρεσίβλητος, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου ούτε κατέθεσε την κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως σ’ αυτή. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική του απουσία (ΚΠολΔ 568 παρ.4).
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.6 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο τρίτο άρθρου 1 του ν. 4335/2015, κατά των ίδιων ως άνω αποφάσεων, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες.
Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 741, 742 παρ.1, 361 και 648 ΑΚ συνάγεται ότι σύμβαση εταιρίας υπάρχει όταν καθένας από τους συμβαλλομένους αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής ορισμένης εισφοράς που μπορεί να συνίσταται και σε παροχή της προσωπικής του εργασίας και όλοι επιδιώκουν διά της συνεργασίας μεταξύ τους κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό (ΑΠ 602/2017, ΑΠ 1059/2013).
3. Στην προκειμένη περίπτωση το ως εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα ουσιώδη: Ότι με έγγραφη σύμβαση μεταξύ του …” και του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, ο οποίος διατηρεί επιχείρηση παροχής υπηρεσιών φύλαξης στην Πάτρα, ανατέθηκε σ’ αυτόν η ετήσια ασφάλεια – φύλαξη του νοσοκομείου έναντι συμβατικού ανταλλάγματος 74.982,52 ευρώ, για το από 1-7-2011 έως 30-6-2012 χρονικό διάστημα, με δικαίωμα δίμηνης παράτασης. Ότι για την παροχή των υπηρεσιών φύλαξης, την 1-7-2011, ο εναγόμενος προσέλαβε τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο ως φύλακα του νοσοκομείου, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και συγκεκριμένα μέχρι 30-9-2011, προκειμένου να απασχολείται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα, επί οκτάωρο ημερησίως, έναντι μηνιαίων, καθαρών αποδοχών ποσού 600 ευρώ. Ότι, ακολούθως, καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων νέες, έγγραφες συμβάσεις από 1-10-2011 μέχρι 31-3-2012, από 1-4-2012 μέχρι 30-6-2012 και, τέλος, από 1-7-2012 μέχρι 30-9-2012. Ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ουδέποτε καταρτίστηκε σύμβαση εργασίας με τον ενάγοντα, αλλά αυτοί είχαν συστήσει αφανή εταιρεία, με εμφανή εταίρο τον ίδιο και αφανείς εταίρους τον ενάγοντα και άλλα πρόσωπα, ότι η εισφορά όλων συνίστατο στην παροχή της προσωπικής εργασίας κάθε εταίρου και ότι το καταβαλλόμενο κέρδος εμφανιζόταν ως μισθός, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, διότι από τις έγγραφες συμβάσεις εργασίας, τις βεβαιώσεις αποδοχών και τις αποδείξεις καταβολής μισθοδοσίας προκύπτει ότι ο εναγόμενος έχει θέσει την υπογραφή του επ’ αυτών ως εργοδότης, χωρίς να αποτελεί απόδειξη περί του αντιθέτου ότι βάσει της σύμβασης έργου που είχε καταρτίσει με το “…” νοσοκομείο, έπρεπε για την πληρωμή της επιχείρησής του να καταρτίζονται τα ως άνω έγγραφα. Ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης, λογιστής του εναγομένου, κατέθεσε σαφώς ότι ο ενάγων προσλήφθηκε από τον εναγόμενο και ότι η υπογραφή των συμβάσεων εργασίας γινόταν ανά τρίμηνο προκειμένου ο εναγόμενος να μπορεί να λύσει τη σύμβαση εργασίας με τον ενάγοντα, σε περίπτωση που δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν σύμβαση εργασίας και ότι αυτή ήταν άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 ΑΚ, επειδή ο ενάγων, ως προσωπικό ασφαλείας, δεν κατείχε την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1, 2 και 3 του ν. 2518/1997 άδεια εργασίας. Κατόπιν, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα με βάση την απλή σχέση εργασίας 4.881,42 ευρώ ως διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, αποδοχές αδείας, αμοιβή για απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, σε σχέση με τη συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση, ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 επ., 3, 174 και 180ΑΚ και τις εφάρμοσε προσηκόντως, διότι με σαφή και χωρίς ελλείψεις αιτιολογία υπήγαγε σ’ αυτές τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε ως αποδεδειγμένα. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τα δύο μέρη του οποίου υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 560 αρ.1 και αρ.6 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
4. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού αυτή τείνει στην ανατροπή μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να επιφέρει επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου.
Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών, απλώς, για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην έλασσον του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 351/2011).
5. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με το δεύτερο λόγο αναίρεσης ότι πρωτοδίκως πρότεινε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, την οποία επανέφερε και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Για τη θεμελίωση της ένστασης αυτής προέβαλε και επικαλέσθηκε, όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο, τα εξής: Ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του λάμβανε καθαρό ποσό 600 ευρώ μηνιαίως, κατά την καταβολή του οποίου υπέγραφε εξοφλητικές αποδείξεις στις οποίες δήλωνε ότι ουδεμία αξίωση διατηρεί κατ’ αυτού. Ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του ουδεμία διαμαρτυρία διατύπωσε ως προς το ύψος του ανωτέρω ποσού, καθώς γνώριζε από την αρχή της απασχόλησής του ότι η προϋπολογισθείσα ετήσια δαπάνη του έργου ανέρχονταν σε 74.982 ευρώ και ότι η αμοιβή αυτού και των λοιπών εργαζομένων θα ανέρχονταν στο προαναφερόμενο ποσό, κινούμενη κατ’ ανάγκη στα πλαίσια της προϋπολογισθείσας δαπάνης, μετά από αφαίρεση των εξόδων. Ότι από την ανωτέρω συμπεριφορά του ενάγοντος δημιουργήθηκε σ’ αυτόν εύλογα η πεποίθηση ότι δεν θα προβάλει τις ένδικες αξιώσεις και ότι, τώρα, η άσκηση αυτών με την ένδικη αγωγή προκαλεί δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτόν και γίνεται καταχρηστικά. Το εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση αυτή. Με την κρίση του αυτή, το εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι τα εκτιθέμενα περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν ήταν ικανά να θεμελιώσουν κατά νόμο τον προβαλλόμενο ισχυρισμό. Ειδικότερα, η αποδοχή από τον ενάγοντα των καταβαλλομένων χρηματικών ποσών κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του χωρίς διαμαρτυρία και η έγγραφη δήλωση στις εξοφλητικές αποδείξεις ότι δεν διατηρεί άλλη αξίωση δεν καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση των ένδικων αξιώσεων με την ασκηθείσα εντός τριμήνου αγωγή του από τη λήξη της απασχόλησής του, ενώ οι δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για τον εναγόμενο δεν υπερτερούν από την προστασία απόληψης των αμοιβών του ενάγοντος από την απασχόλησή του. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, επειδή ως εκ της απουσίας του αναιρεσιβλήτου ελλείπει σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-10-2016 αίτηση περί αναιρέσεως της 352/2016 αποφάσεως του ως εφετείου δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18η Απριλίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 5η Ιουλίου 2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ