Δικαστήριο ΕΕ: Οι κανόνες εφαρμόζονται στα μελλοντικά αποτελέσματα πειθαρχικής απόφασης που ενέχει δυσμενή διάκριση, ακόμα και αν αυτή έχει καταστεί απρόσβλητη
Με τη δημοσιευθείσα στις 15-01-2019 απόφασή του, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι εφαρμόζεται η οδηγία 2000/78/ΕΚ (οδηγία για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση µμεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία), μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2003, στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης η οποία έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής και η οποία διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου με μειωμένη σύνταξη.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι σε κατάσταση όπως η προαναφερθείσα, δεν υποχρεούται το εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει, για το διάστημα μετά τις 3 Δεκεμβρίου 2003, την καταστάσα απρόσβλητη πειθαρχική απόφαση με την οποία διατάχθηκε η πρόωρη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου, αλλά τη μείωση της σύνταξής του, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της σύνταξης την οποία ο υπάλληλος αυτός θα εισέπραττε αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο E.B. γεννήθηκε το 1942. Το 1974, ενόσω εργαζόταν στο αυστριακό αστυνομικό σώμα, καταδικάσθηκε ποινικώς για απόπειρα τελέσεως ομοφυλοφιλικών πράξεων με άτομα ηλικίας δεκατεσσάρων και δεκαπέντε ετών.
Το 1975 επιβλήθηκαν σε αυτόν, για τις ίδιες πράξεις, πειθαρχικές κυρώσεις, συνιστάμενες στην υποχρεωτική πρόωρη αποχώρηση από το αστυνομικό σώμα με κατά 25 % περιστολή του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος.
Κατά τον χρόνο εκείνο, η αυστριακή νομοθεσία προέβλεπε δύο διακριτά εγκλήματα: την «προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας» (γενετήσιες πράξεις με άτομα νεότερα των δεκατεσσάρων ετών) και την «ασέλγεια» (ομοφυλοφιλικές πράξεις τελούμενες από άρρενες με άτομα νεότερα των δεκαοκτώ ετών). Το 2002, το τελευταίο ως άνω έγκλημα κρίθηκε ότι ενείχε αδικαιολόγητη διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Κατόπιν τούτου, η σχετική διάταξη καταργήθηκε.
Στις 2 Ιουνίου 2008 ο E.B. προσέφυγε ενώπιον της πειθαρχικής αρχής ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της πειθαρχικής απόφασης του 1975 και την παύση της πειθαρχικής διαδικασίας που είχε κινηθεί σε βάρος του.
Το 2009, η ανώτερη πειθαρχική επιτροπή της Bundeskanzleramt (Ομοσπονδιακή Καγκελαρίας, Αυστρία) απέρριψε την προσφυγή.
Το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) απέρριψε ως αβάσιμη την ένδικη προσφυγή που άσκησε ο E.B. κατά της ανωτέρω απόφασης.
Παράλληλα, στις 11 Φεβρουαρίου 2009 ο E.B. υπέβαλε στην αρχή που είναι αρμόδια για υπηρεσιακά ζητήματα και για ζητήματα συνταξιοδοτήσεως αιτήσεις με τις οποίες ζητούσε να υπολογισθούν και να του καταβληθούν αναδρομικώς αποδοχές εν ενεργεία υπηρεσίας και υψηλότερα ποσά συντάξεως. Υποστήριξε, πρωτίστως, ότι, προκειμένου να αποτραπεί η (συνεχιζόμενη) διάκριση εις βάρος του, απαιτείται να μεταβληθεί το μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς του, ώστε να αντιστοιχεί στο καθεστώς που θα είχε εάν είχε παραμείνει εν ενεργεία μέχρι τη συμπλήρωση του νόμιμου ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Επικουρικώς, υποστήριξε ότι δικαιούται τουλάχιστον να λάβει τη σύνταξή του χωρίς την περικοπή κατά 25 %. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν.
Στη συνέχεια, ο Ε.Β. άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο, Αυστρία), βάλλοντας κατ’ ουσίαν κατά του γεγονότος ότι εξακολουθεί να λαμβάνει μειωμένη σύνταξη, με το επιχείρημα ότι το έγκλημα και οι πειθαρχικές κυρώσεις που του επιβλήθηκαν ενείχαν δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Η προσφυγή του απορρίφθηκε.
Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έκτακτη αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.
Υπό το ανωτέρω νομικό και πραγματικό πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η περιστολή του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του Ε.Β. συνάδει με την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού κατ’ άρθρον 2 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, ακόμη και αν η αρχική πειθαρχική απόφαση κατέστη απρόσβλητη πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας. Το αιτούν δικαστήριο θέτει επίσης διάφορα ερωτήματα σχετικά με το αν και σε ποιο μέτρο η οδηγία 2000/78/ΕΚ έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει τα έννομα αποτελέσματα της καταστάσας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης που διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση υπαλλήλου και την καταβολή μειωμένης σύνταξης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο προκειμένου να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα, εξετάζει, καταρχάς, αν κατάσταση όπως αυτή που δημιουργήθηκε από την πειθαρχική απόφαση του 1975 εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, δεδομένου ότι, στο μέτρο που συνεπαγόταν υποχρεωτική συνταξιοδότηση, επηρέασε τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησής του Ε.Β.
Το Δικαστήριο, εν προκειμένω, υπενθυμίζοντας τη σχετική νομολογία του, συνάγει ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, με βάση αυτή τη νομολογία, αν η σύνταξη που καταβάλλεται στον E.B. εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 157 ΣΛΕΕ και, ιδίως, αν η σύνταξη αυτή θεωρείται, στο εθνικό δίκαιο, ως αμοιβή η οποία εξακολουθεί να καταβάλλεται στο πλαίσιο υπηρεσιακής σχέσης που διαρκεί και μετά την έναρξη καταβολής της σύνταξης στον υπάλληλο.
Έτσι, κατά το Δικαστήριο, στο μέτρο που η σύνταξη που καταβάλλεται στον E.B. εμπίπτει στην έννοια της «αμοιβής» κατ’ άρθρο 157 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, κατάσταση όπως αυτή που δημιουργήθηκε από την πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975 εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
Το Δικαστήριο συνεχίζει εξετάζοντας αν μια τέτοια κατάσταση εμπίπτει στο ratione temporis πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
Συναφώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η έννομη κατάσταση που γεννήθηκε από την πειθαρχική απόφαση του 1975 είχε διαμορφωθεί οριστικώς πριν από την εφαρμογή της οδηγίας 2000/78/ΕΚ. Συνεπώς, απόφαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ελλείψει σχετικών ειδικών διατάξεων στην οδηγία 2000/78/ΕΚ, δεν μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης για το χρονικό διάστημα που προηγείται της λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Αντίθετα, μόνο κατά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2003, υπήχθησαν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης τα αποτελέσματα της επίμαχης στην κύρια δίκη απόφασης.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι λόγω του ότι εξακολούθησε να καταβάλλεται σύνταξη στον E.B., η ανωτέρω απόφαση, παρότι πράγματι κατέστη απρόσβλητη πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, δεν εξάντλησε τα έννομα αποτελέσματά της πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, αλλά, αντιθέτως, εξακολουθεί να αναπτύσσει περιοδικώς τα αποτελέσματά της, καθ’ όλη τη διάρκεια συνταξιοδότησης του εν λόγω προσώπου μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας.
Εξ αυτών, το Δικαστήριο καταλήγει ως προς το πρώτο υποβληθέν ερώτημα, ότι η οδηγία 2000/78/ΕΚ εφαρμόζεται, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2003, στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης η οποία έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής και η οποία διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου με μειωμένη σύνταξη.
Στη συνέχεια, για να απαντήσει στις λοιπές ερωτήσεις, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τις παρατηρήσεις του αιτούντος δικαστηρίου και επισημαίνει ότι η πειθαρχική απόφαση του 1975 στηρίχθηκε κυρίως στο ότι την εποχή εκείνη ήταν ποινικώς κολάσιμη η συμπεριφορά που προσήφθη στον E.B. βάσει διάταξης του αυστριακού δικαίου που τιμωρούσε τις πράξεις ασέλγειας από άνδρα σε βάρος προσώπου του ίδιου φύλου νεότερου των 18 ετών, όμως δεν τιμωρούσε τις πράξεις ασέλγειας που τελούνταν από ετερόφυλη ή από ομοφυλόφιλη γυναίκα σε βάρος προσώπου νεότερου των 18 ετών. Μάλιστα, με βάση τα όσα υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, θα ήταν σημαντικά ηπιότερη η όποια πειθαρχική κύρωση θα είχε επιβληθεί αν δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από την εν λόγω διάταξη του αυστριακού ποινικού δικαίου περιστάσεις της ασέλγειας από άντρα σε βάρος προσώπου του ίδιου φύλου.
Το Δικαστήριο, λοιπόν, συνάγει ότι κατάσταση όπως αυτή που προκλήθηκε από την πειθαρχική απόφαση του 1975, η οποία στηρίζεται σε διαφορετική μεταχείριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, ενέχει άμεση διάκριση, υπό την έννοια της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.
Εντούτοις, σύμφωνα με το Δικαστήριο, πρόσωπο όπως ο E.B. δεν μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ προκειμένου να επιτύχει την αποκατάσταση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας που θα είχε αν δεν είχε μεσολαβήσει η πειθαρχική απόφαση του 1975. Αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, αν δεν ήταν ποινικώς κολάσιμη την εποχή εκείνη η συμπεριφορά που προσήφθη στον E.B., δεν θα ήταν δυνατό να του επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης.
Έτσι, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί την καταβολή αμοιβής εκ μέρους του Αυστριακού Δημοσίου ούτε την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος για το διάστημα αυτό.
Αντιθέτως, όσον αφορά την ποινή που συνίσταται στην κατά 25 % μείωση του ύψους της σύνταξης του E.B. βάσει της υποχρεωτικής του συνταξιοδότησης, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, δεδομένου ότι η εν λόγω μειωμένη σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται περιοδικώς στον E.B., η εφαρμογή της οδηγίας 2000/78/ΕΚ από τον χρόνο λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη συνεπάγεται την επανεξέταση, από το χρονικό αυτό σημείο, της μείωσης του ύψους της σύνταξης του E.B., προκειμένου να παύσει η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Ο υπολογισμός που πρέπει να γίνει στο πλαίσιο αυτής της επανεξέτασης πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει του ύψους της σύνταξης την οποία θα δικαιούνταν ο E.B. λόγω της υποχρεωτικής του συνταξιοδότησης από την 1η Απριλίου 1976.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν μια τέτοια παράβαση θα οδηγούσε στην επιβολή πειθαρχικής ποινής συνεπαγόμενης μείωση του ύψους της σύνταξης και, ενδεχομένως, πόσο σημαντική θα ήταν η μείωση του ύψους της σύνταξης η οποία θα είχε επιβληθεί στον E.B. ως πειθαρχική ποινή αν δεν είχε υπάρξει δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, εξυπακουομένου ότι μια τέτοια μείωση πρέπει εξ ορισμού να είναι χαμηλότερη του 25 %. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει το ύψος της σύνταξης που πρέπει να καταβάλλεται στον E.B. από τις 3 Δεκεμβρίου 2003 και εντεύθεν.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι σε κατάσταση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση εν προκειμένω, η οδηγία 2000/78/ΕΚ δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει, για το διάστημα μετά τις 3 Δεκεμβρίου 2003, την καταστάσα απρόσβλητη πειθαρχική απόφαση με την οποία διατάχθηκε η πρόωρη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου, αλλά τη μείωση της σύνταξής του, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της σύνταξης την οποία ο υπάλληλος αυτός θα εισέπραττε αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA