Οπου και αν οδηγήσει τελικά η διαμάχη για το Brexit, το κόστος για τη Βρετανία είναι ήδη μεγάλο και μετριέται σε θέσεις εργασίας, επενδύσεις και κεφάλαια αλλά ακόμη και σε ταλέντα. Οι μεγαλύτερες τράπεζες και εταιρείες χρηματοπιστωτικών του κόσμου αναζητούν νέα έδρα σε άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Ετσι, το Σίτι του Λονδίνου υφίσταται συνεχή αιμορραγία κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού. Οι πέντε από τις μεγαλύτερες τράπεζες με έδρα στο Λονδίνο μεθοδεύουν το πώς θα εξακολουθήσουν να δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε. Δεδομένου ότι για να πάρουν την έγκρισή της προϋπόθεση αποτελεί η μεταφορά κεφαλαίων εντός της επικράτειάς της, μεταφέρουν ήδη στη Φρανκφούρτη κεφάλαιά τους συνολικού ύψους 750 δισ. ευρώ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα χρηματιστήρια που μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους σε άλλες πόλεις της Ε.Ε. Ο όμιλος CME Group έχει μεταφέρει στο Αμστερνταμ υπηρεσίες του για την ευρωπαϊκή αγορά, των οποίων η αξία ανέρχεται σε περίπου 198 δισ. ευρώ την ημέρα. Μέχρι στιγμής, βέβαια, τα στελέχη τραπεζών που έχουν εγκαταλείψει το Λονδίνο είναι λιγότερα από όσα είχε αρχικά εκτιμηθεί. Σύμφωνα, όμως, με τις εκτιμήσεις του λόμπι TheCityUK, οι μετακινήσεις προσωπικού δεν είναι αντιστρέψιμες. Στο μεταξύ, η στερλίνα έχει ήδη υποτιμηθεί κατά περισσότερο από 10% έναντι του ευρώ από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016. Αυτό έχει αποβεί προς όφελος των εξαγωγικών επιχειρήσεων, αλλά έχει αυξηθεί ο πληθωρισμός εξαιτίας του υψηλού κόστους εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Ετσι, μειώνεται η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και πλήττονται οι έμποροι λιανικής.
Εξάλλου η βιομηχανία φαρμακευτικών της Βρετανίας έχει πληγεί επειδή μεταφέρθηκε στο Αμστερνταμ η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων (ΕΜΑ) που βρισκόταν στο Λονδίνο επί 22 χρόνια. Η υπηρεσία, που εποπτεύει την αγορά φαρμάκων για περίπου 500 εκατ. άτομα, δεν αναθέτει πλέον καθήκοντα στη βρετανική υπηρεσία φαρμάκων, καθώς δεν είναι σαφές αν θα μπορούν να συνεργάζονται οι δύο υπηρεσίες στο μέλλον. Οι επιχειρήσεις αναβάλλουν τις επενδύσεις τους εξαιτίας της αβεβαιότητας που επικρατεί ως προς το τι μορφή θα πάρει τελικά το Brexit. Η Τράπεζα της Αγγλίας εκτιμά πως το 2018 η ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας ήταν μηδενική. Τα στελέχη της έχουν προειδοποιήσει πως ίσως δεν θα ανακτηθεί ποτέ το χαμένο έδαφος. Ανάμεσά τους ο Μ. Σόντερς, που προεξοφλεί ότι έως ένα βαθμό όλα αυτά μπορεί να αποτελέσουν «μόνιμη ζημιά». Και βέβαια δεν έχει μείνει αλώβητος ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας. Από τον Σεπτέμβριο του 2017 μελέτη της UBS υπολόγιζε πως το δημοψήφισμα είχε ήδη αφαιρέσει τουλάχιστον 2% από το ΑΕΠ της Βρετανίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg, η οικονομία της Βρετανίας δεν θα επιστρέψει στους προ του δημοψηφίσματος ρυθμούς ανάπτυξης παρά μόνον μετά το 2020.
Μείωση μεταναστών από Ε.Ε.
Ισως από τα χειρότερα παρεπόμενα του Brexit είναι η μείωση του αριθμού των μεταναστών από την Ε.Ε. στη Βρετανία, καθώς έχει πλήξει πολλούς τομείς της βρετανικής οικονομίας που βασίζονταν επί χρόνια σε προσωπικό από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ανάμεσά τους τα ξενοδοχεία, ο αγροτικός τομέας και ο κατασκευαστικός κλάδος. Και βέβαια μεγάλη απώλεια είναι η μείωση των ξένων φοιτητών στα βρετανικά πανεπιστήμια, καθώς και των ξένων που συμμετείχαν σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών.
Το 2017 το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου απέδωσε στην απόφαση για έξοδο από την Ε.Ε. τη μείωση των ξένων φοιτητών και την απόφασή του να προχωρήσει σε μειώσεις προσωπικού. Παράλληλα, το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ επικαλέστηκε την αβεβαιότητα γύρω από το Brexit για την απόφασή του να μειώσει το κόστος. Και τέλος, η ίδια αυτή αβεβαιότητα που περιβάλλει το μέλλον της στερλίνας και της βρετανικής οικονομίας έχει αποδυναμώσει τον ρόλο του βρετανικού νομίσματος στις διεθνείς αγορές.