Και δεν δικαιολογεί την παραδεκτή άσκηση της αίτησης αναίρεσης του άρθρου 2 του ν.3900/2010
Άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 5653/2014 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατ’ επίκληση της διατάξεως του άρθρου 2 του ν.3900/2010.
Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, κατά αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως αυτής, με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί μόνον όταν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου σε διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 2172, 1782, 1504/2017, 2659/2013 7μ., 855/2013 7μ.).
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (Α΄ 238), ερμηνευομένων εν όψει του σκοπού τους και του άρθρου 21 του Συντάγματος, έγγαμος φορολογούμενος δικαιούται απαλλαγής φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου για απόκτηση οικογενειακής στέγης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη προγενέστερη απαλλαγή από τον ως άνω φόρο, της οποίας είχε τύχει πριν από τον γάμο. Εν συνεχεία, το δικάσαν δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος εδικαιούτο απαλλαγής, ως έγγαμος, από το φόρο μεταβίβασης λόγω αγοράς πρώτης κατοικίας, χωρίς να υποχρεούται να επιστρέψει το φόρο μεταβίβασης, από την καταβολή του οποίου είχε απαλλαγεί για την προγενέστερη αγορά άλλης κατοικίας ως άγαμος.
5. Επειδή, το αναιρεσείον Δημόσιο προς θεμελίωση του παραδεκτού της αιτήσεώς του βάσει των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, υποστηρίζει ότι “η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουσιαστικά δέχεται την αντισυνταγματικότητα της παραπάνω διάταξης [του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 μετά την αντικατάστασή της παρ. 5 αυτού με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 3091/2002], την οποία δεν εφαρμόζει, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής του άρθρου 21 του Συντάγματος, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον η μνημονευόμενη 3003/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά την αντισυνταγματικότητα προϊσχυουσών διατάξεων. Αντίθετη εκδοχή, περί του ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντισυνταγματικότητας των εφαρμοζόμενων διατάξεων, υπερακοντίζει τον σκοπό θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, εφόσον δεν δικαιολογείται η άσκηση παραδεκτής αναιρέσεως κατά αποφάσεως που δεν εφαρμόζει ρητή διάταξη νόμου, ερμηνεύοντάς την υπό το πρίσμα συνταγματικών διατάξεων που καθιστούν τις σχετικές διατάξεις ανεφάρμοστες, ενώ δικαιολογείται στην περίπτωση που ρητά μνημονεύεται η αντισυνταγματικότητα συγκεκριμένης διάταξης τυπικού νόμου”.
Το δικαστήριο κατέληξε ότι: Ο ανωτέρω προβαλλόμενος ισχυρισμός προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριο διέλαβε μόνον ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 και όχι ρητή και απερίφραστη κρίση περί αντιθέσεως της ως άνω διατάξεως προς το Σύνταγμα, οπότε και μόνον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, θα ήταν παραδεκτή η άσκησή της κατά παρέκκλιση όσων ορίζονται στο άρθρο 53 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989.