Εργοδότης κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας εγκύου εργαζόμενης χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος και χωρίς να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση
Εργαζόμενη, η οποία απασχολείτο ως κομμώτρια απολύθηκε κατά το διάστημα που η ίδια τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, χωρίς να της καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση και χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος.
Ο εργοδότης υποστήριξε ότι με την εργαζόμενη δεν τον συνέδεε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, αλλά ότι τα μέρη είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους η εργαζόμενη και ο σύντροφός της να διαχειρίζονται εξ ολοκλήρου το κομμωτήριο.
Επίσης, ο εργοδότης υποστήριξε ότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία απόλυσης εγκύου (σπουδαίος λόγος, κοινοποίησή του στην Επιθεώρηση Εργασίας), επειδή ο ίδιος δεν ενημέρωσε τον λογιστή της επιχείρησης για την εγκυμοσύνη της εργαζόμενης.
Κατά την τριμερή συζήτηση ενώπιον της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας ο εργοδότης ανακάλεσε την καταγγελία, η εργαζόμενη όμως δεν αποδέχθηκε την ανάκληση αυτή, την οποία θεώρησε προσχηματική και δήλωσε, ότι θα επανέλθει στην εργασία της μόνον εφ’ όσον της καταβληθούν οι οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές.
Ο Συνήγορος του Πολίτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της εγκύου εργαζόμενης πάσχει ακυρότητας και εισηγήθηκε προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.
Οι σχετικές διαδικασίες έχουν ήδη δρομολογηθεί.
Νομοθετικό πλαίσιο
Στο άρθρο 1 του Ν. 3896/2010 «περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών» ορίζεται ότι: «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης όσον αφορά : α) την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης, και στην επαγγελματική κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης με σκοπό την απασχόληση (“vocational training”), β) τις συνθήκες και τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής και γ) τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Συμβουλίου.
Ο Ν. 3896/2010 εφαρμόζεται στα άτομα που απασχολούνται ή είναι υποψήφια για απασχόληση στον ιδιωτικό, καθώς και στο δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή μορφή απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης έργου και της έμμισθης εντολής και ανεξάρτητα από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών καθώς και στα άτομα που ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα (άρθρο 2).
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 3896 «Η εργαζόμενη που έχει λάβει την εκάστοτε ισχύουσα άδεια μητρότητας ή την ειδική άδεια του άρθρου 142 του Ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄) δικαιούται, μετά το πέρας των αδειών αυτών, να επιστρέψει στη θέση εργασίας της ή σε ισοδύναμη θέση, με όχι λιγότερο ευνοϊκούς επαγγελματικούς όρους και συνθήκες και να επωφεληθεί από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της». Επίσης, βάσει του άρθρου 15, παρ. 1 του ν. 1483/1984, «Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων».
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του π.δ. 176/1997: «Απαγόρευση απόλυσης: Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων».
Εξ άλλου εξακολουθούν και στην περίπτωση των προστατευόμενων μητέρων να ισχύουν οι τυπικές προϋποθέσεις του κύρους της καταγγελίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2112/1920 η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου «δεν δύναται να λάβει χώραν άνευ προηγουμένης εγγράφου καταγγελίας». Ο Ν. 3198/1955 (άρθρο 5 παρ. 3) συμπλήρωσε ότι «η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως θεωρείται έγκυρος, εφ’ όσον γίνει εγγράφως και καταβληθή η οφειλομένη αποζημίωσις». Ο Ν. 2556/1997 προσέθεσε μία Τρίτη προϋπόθεση: να έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια ή να έχει ασφαλισθεί ο απολυμένος».
Κατά το άρθρο 24 του Ν. 3896/2010: «Όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του παρόντος νόμου, ο καθ’ ου φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών».
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 10 του Ν. 3896/2010: «Καταγγελίες ή πληροφορίες που περιέρχονται σε δημόσια αρχή σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος νόμου διαβιβάζονται από αυτήν στο Συνήγορο του Πολίτη. Όσον αφορά το πεδίο αρμοδιότητας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), οι κατά τόπο Επιθεωρήσεις Εργασίας επιλαμβάνονται των παραπάνω καταγγελιών και ενημερώνουν άμεσα το Συνήγορο του Πολίτη, έχουν δε την υποχρέωση να του υποβάλουν τα αποτελέσματα των ενεργειών αρμοδιότητάς τους, επιφυλασσομένης, σε κάθε περίπτωση, της αρμοδιότητας του Συνηγόρου του Πολίτη προς ιδίαν έρευνα και διαμόρφωση του τελικού πορίσματος επί της καταγγελίας».