Στη δημοσιότητα έδωσε σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο τον Κώδικα Δεοντολογίας για τους δικαστές.
Ο Κώδικας χωρίζεται σε διάφορες θεματικές, όπως είναι η Ανεξαρτησία, η αμεροληψία, η ακεραιότητα, η ορθή συμπεριφορά, η ισότητα και η ικανότητα και η επιμέλεια.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Ανώτατο, «τηρουμένης της συνταγματικής πρόνοιας ότι κάθε δικαστής οφείλει να επιδεικνύει κατά πάντα χρόνο συμπεριφορά που αρμόζει στο λειτούργημά του όπως αυτή έχει επεξηγηθεί μέσα από σημαντικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην τελευταία του συνεδρία ημερομηνίας 28.1.2019, το Ανώτατο προέβη στην υιοθέτηση Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς όπως ήταν η ειλημμένη απόφασή του από 18.9.2018 και 15.11.2018».
Προστίθεται πως ο Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς συντάχθηκε κατά τα πρότυπα των Αρχών Bangalore (Bangalore Principles of Judicial Conduct) οι οποίες υιοθετήθηκαν από τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχουν κατοχυρωθεί στην 59η συνεδρία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποτελώντας αρχές οικουμενικής εμβέλειας.
Προστίθεται ακόμη πως ακολουθήθηκε το πνεύμα του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς που ισχύει στην Αγγλία.
«Οι Αρχές Bangalore και συνεπακόλουθα ο Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς εμπεριέχουν πρότυπα συμπεριφοράς τα οποία αποτελούν μέρος της μακράς δικαστικής παράδοσης και έχουν αναγνωριστεί από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Τονίζεται συνάμα πως η συστηματοποίηση των Αρχών θα υποβοηθήσει και θα καθοδηγήσει τους δικαστές στις αποφάσεις τους σε σχέση με τις δραστηριότητες ή τη συμπεριφορά τους, για τις οποίες διατηρούν την ευθύνη.
Παράλληλα, το Ανώτατο αποφάσισε και την τροποποίηση της Δικαστικής Πρακτικής που ρυθμίζει τις εμφανίσεις δικηγόρων οι οποίοι διατηρούν συγγενικές σχέσεις με δικαστή ενώπιον δικαστηρίου στο οποίο ο δικαστής μετέχει.
Συγκεκριμένα, για το ζήτημα αυτό είχε εκδοθεί περιοριστική Δικαστική Πρακτική ήδη πριν από 30 και πλέον χρόνια, από το 1988, η οποία τροποποιήθηκε κατά καιρούς. «Γνώμονας ήταν πάντοτε, η ανάγκη για επίδειξη της απαιτούμενης αντικειμενικής αμεροληψίας, αλλά, από την άλλη, λαμβάνονταν υπόψιν οι σοβαρές πρακτικές δυσκολίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από μια απόλυτη ρύθμιση, λόγω των συχνών εξαιρέσεων των δικαστών».
Τέλος, το Ανώτατο εξηγεί πως για να διασφαλιστεί η αντικειμενική αμεροληψία των δικαστών, ως απαραίτητη προϋπόθεση της δικαστικής λειτουργίας, «κρίθηκε στο παρόν στάδιο ότι οι ανησυχίες για τις πρακτικές δυσκολίες, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα πρέπει να υποχωρήσουν μπροστά στην ανάγκη για υιοθέτηση ενός απόλυτου αποκλεισμού, προσέγγιση η οποία είναι αυστηρότερη από όσα διαλαμβάνονται στην υπόθεση Nicholas και από ό,τι προέβλεπε η μέχρι σήμερα Δικαστική Πρακτική».