Στόχος η καλύτερη προστασία των καταναλωτών και η δημιουργία επιχειρηματικών ευκαιριών σε ένα ψηφιακό περιβάλλον χωρίς σύνορα
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει νέους κανόνες ώστε να καταστεί ευκολότερη και ασφαλέστερη η διασυνοριακή αγορά και πώληση αγαθών και ψηφιακού περιεχομένου.
Συγκεκριμένα, μετά την προσωρινή συμφωνία που επιτεύχθηκε την προηγούμενη εβδομάδα όσον αφορά την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και υπηρεσιών (οδηγία για το ψηφιακό περιεχόμενο – DCD), οι διαπραγματευτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κατέληξαν την Τρίτη, 29-01-2019, σε προσωρινή συμφωνία και επί της πρότασης που είχε υποβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2015 σχετικά με τις διαδικτυακές πωλήσεις αγαθών (οδηγία για τις πωλήσεις αγαθών – SGD).
Μετά τον κανονισμό για τον τερματισμό του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2018, η νέα συμφωνία επί των κανόνων για τις ψηφιακές συμβάσεις αποτελεί την τελευταία απόδειξη του πώς η στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά οδηγεί σε συγκεκριμένα οφέλη για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Οι οδηγίες θεσπίζουν κοινούς κανόνες σχετικά με ορισμένες απαιτήσεις που αφορούν τις συμβάσεις πώλησης που συνάπτονται μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή. Στόχος είναι η παροχή υψηλού επιπέδου προστασίας και ασφάλειας δικαίου για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, ιδίως όταν προβαίνουν σε διασυνοριακές αγορές, καθώς και η διευκόλυνση των πωλήσεων σε ολόκληρη την ΕΕ για τις επιχειρήσεις, ιδίως δε τις μικρομεσαίες.
Κύρια στοιχεία του συμβιβασμού
Ο συνολικός συμβιβασμός περιλαμβάνει ορισμένες τεχνικές τροποποιήσεις και ευθυγραμμίσεις των διατάξεων των δύο οδηγιών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι είναι όσο το δυνατόν εγγύτερες και παρέχουν ένα συνεκτικό και σαφές νομικό πλαίσιο για τους καταναλωτές και τους πωλητές.
Και οι δύο οδηγίες βασίζονται στην αρχή της μέγιστης εναρμόνισης, που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποκλίνουν από τις απαιτήσεις.
Ωστόσο, για ορισμένες πτυχές προβλέπεται κάποιο περιθώριο υπέρβασης των απαιτήσεων από τις χώρες της ΕΕ, κυρίως για να διατηρείται το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών που ήδη ισχύει σε εθνικό επίπεδο.
Όσον αφορά, την οδηγία για το ψηφιακό περιεχόμενο (DCD), τα κυριότερα στοιχεία του συμβιβασμού έχουν ήδη εκτεθεί σε προηγούμενο άρθρο του Lawspot.
Στην οδηγία σχετικά με τις πωλήσεις αγαθών (SGD), ορισμένα στοιχεία του συμβιβαστικού κειμένου είναι τα εξής:
- Πεδίο εφαρμογής της οδηγίας: και τα δύο θεσμικά όργανα συμφώνησαν ότι τα προϊόντα που περιλαμβάνουν ψηφιακή συνιστώσα (π.χ. έξυπνα ψυγεία) θα διέπονται αποκλειστικά από την οδηγία για τις πωλήσεις αγαθών.
- Κανόνες σχετικά με την υποχρέωση επικαιροποίησης του ψηφιακού περιεχομένου που είναι ενσωματωμένο σε αγαθά: οι διατάξεις αναδιατυπώθηκαν ουσιαστικά προκειμένου να προσεγγίσουν τις διατάξεις της οδηγίας για το ψηφιακό περιεχόμενο. Ο τελικός συμβιβασμός προβλέπει την υποχρέωση του πωλητή να παρέχει επικαιροποιήσεις για χρονική περίοδο που ο καταναλωτής μπορεί ευλόγως να αναμένει ανάλογα με το είδος και το σκοπό των προϊόντων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να προβλέπεται ένα σταθερό χρονικό διάστημα.
- Οι κανόνες σχετικά με τη μη συμμόρφωση: Παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίζουν υποχρέωση του καταναλωτή να κοινοποιεί εντός δύο μηνών την έλλειψη συμμόρφωσης στον πωλητή.
- Οι κανόνες για τις προθεσμίες των περιόδων εγγύησης και το βάρος της απόδειξης: Παρότι η οδηγία προβλέπει ελάχιστη περίοδο εγγύησης δύο ετών, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μεγαλύτερες, αλλά όχι βραχύτερες, περιόδους στην εθνική νομοθεσία τους. Επιπλέον, η οδηγία ορίζει ότι εντός ενός έτους από την παράδοση του αγαθού τεκμαίρεται ότι η έλλειψη συμμόρφωσης υφίστατο κατά την παράδοση, χωρίς να χρειάζεται να το αποδείξει ο καταναλωτής. Ωστόσο, για να διατηρηθεί η συνέπεια με την ισχύουσα νομοθεσία σε ορισμένα κράτη μέλη, τοα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν την αρχή αυτή για δύο έτη αντί για ένα.
- Εγγύηση αντοχής: ο συμβιβασμός περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με επιπρόσθετες εγγυήσεις αντοχής για τους καταναλωτές, πέραν της υποχρεωτικής διετούς νόμιμης εγγύησης.
Δηλώσεις
Ο Tudorel Toader, Υπουργός Δικαιοσύνης της Ρουμανίας (η οποία ασκεί την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ για το τρέχον εξάμηνο), δήλωσε τα εξής: «Η εν λόγω δέσμη μέτρων αποτελεί φιλόδοξο αλλά ισορροπημένο συμβιβασμό μεταξύ της διασφάλισης των δικαιωμάτων των Ευρωπαίων καταναλωτών και της παράλληλης δημιουργίας νέων επιχειρηματικών ευκαιριών για τις εταιρίες της ΕΕ. Οι καταναλωτές θα προστατεύονται καλύτερα όταν αγοράζουν ένα πουκάμισο σε ένα κατάστημα, ένα έξυπνο ψυγείο στο διαδίκτυο ή όταν τηλεφορτώνουν μουσική. Οι εταιρίες θα είναι σε θέση να μειώνουν τη γραφειοκρατία όταν επιθυμούν να επεκταθούν και να πραγματοποιήσουν πωλήσεις σε ολόκληρη την Ένωση».
Ο Άντρους Άνσιπ, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, και η Βιέρα Γιούροβα, Επίτροπος αρμόδια για τη Δικαιοσύνη, τους Καταναλωτές και την Ισότητα των Φύλων, χαιρέτισαν την επίτευξη της συμφωνίας με την ακόλουθη δήλωση:
«Ένα από τα σημαντικότερα οφέλη που η ψηφιακή ενιαία αγορά της ΕΕ προσφέρει στους Ευρωπαίους καταναλωτές είναι ότι τους παρέχει τη δυνατότητα να αγοράζουν, με ένα μόλις κλικ του ποντικιού τους, αγαθά από οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ χωρίς πρόσθετο κόστος. Για τις επιχειρήσεις, αυτό σημαίνει ότι μπορούν να προσφέρουν προϊόντα, υπηρεσίες και ψηφιακό περιεχόμενο σε ολόκληρη την ΕΕ, και να έχουν πρόσβαση σε εκατομμύρια δυνητικούς πελάτες.
Ωστόσο, η καλή λειτουργία του πλαισίου αυτού προϋποθέτει την ύπαρξη κανόνων οι οποίοι θα είναι πανευρωπαϊκής εμβέλειας, σαφείς, επίκαιροι και εναρμονισμένοι. Με τη συμφωνία επί των προτάσεών μας για νέους κανόνες σχετικά με την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και υπηρεσιών, καθώς και σχετικά με τις διαδικτυακές πωλήσεις προϊόντων πραγματοποιείται ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι καταναλωτές σε ολόκληρη την ΕΕ θα προστατεύονται καλύτερα. Για παράδειγμα, σε περίπτωση αγοράς ελαττωματικού ψηφιακού περιεχομένου, όπως μουσικής ή λογισμικού, ο καταναλωτής θα μπορεί πλέον να απαιτήσει αποζημίωση. Επιπλέον, ο καταναλωτής θα έχει περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του για να αποδείξει ότι προϊόν που αγόρασε από το διαδίκτυο ήταν ελαττωματικό κατά τον χρόνο της αγοράς του. Εξάλλου, ως προς τα ελαττωματικά προϊόντα, θα παρέχονται οι ίδιες δυνατότητες αποζημίωσης σε ολόκληρη την ΕΕ, π.χ. μέσω μείωσης ή επιστροφής της τιμής αγοράς. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, θα επωφεληθούν από την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και την καθιέρωση περιβάλλοντος θεμιτού ανταγωνισμού.
Θέλουμε να ευχαριστήσουμε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τη δέσμευση που επέδειξαν στην εξεύρεση λύσεων οι οποίες να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές και οι πωλητές σε ένα περιβάλλον υψηλής ψηφιοποίησης και χωρίς σύνορα. Η σημερινή συμφωνία θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και, ως εκ τούτου, την επιχειρηματική δραστηριότητα. Εντέλει, η αύξηση της προσφοράς τόσο ψηφιακού περιεχομένου όσο και αγαθών σε ολόκληρη την Ευρώπη θα προσφέρει περισσότερες επιλογές σε ανταγωνιστικές τιμές για τους καταναλωτές, στοιχείο που αποτελεί τον βασικό σκοπό της ψηφιακής ενιαίας αγοράς. Ελπίζουμε ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα επιδείξουν τον ίδιο ζήλο και σε σχέση με δύο άλλους φακέλους προτεραιότητας για την ΕΕ, και συγκεκριμένα τους κανόνες που έχουμε προτείνει για τον εκσυγχρονισμό του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες του ψηφιακού κόσμου, και τον κανονισμό που έχουμε προτείνει για την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.»
Επόμενα βήματα
Τα κείμενα πρέπει πλέον να εγκριθούν τυπικά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ. Μετά την τελική έγκρισή τους, οι οδηγίες θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ και θα τεθούν σε ισχύ 20 ημέρες αργότερα.
Ιστορικό
Ένας από τους πυλώνες της στρατηγικής για την ψηφιακή αγορά είναι η διασφάλιση καλύτερης πρόσβασης για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις σε διαδικτυακά αγαθά και υπηρεσίες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το ηλεκτρονικό εμπόριο αναπτύσσεται, αλλά το πλήρες δυναμικό του παραμένει ακόμη αναξιοποίητο τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές στην Ευρώπη.
Στις 9 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή ενέκρινε δύο προτάσεις: η πρώτη αφορά την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου (π.χ. τη διαδικτυακή μετάδοση μουσικής) και η δεύτερη τη διαδικτυακή πώληση αγαθών (π.χ. τη διαδικτυακή αγορά ενδυμάτων). Το πεδίο εφαρμογής της δεύτερης ανωτέρω πρότασης επεκτάθηκε στις πωλήσεις εκτός διαδικτύου το 2017. Οι δύο προτάσεις είχαν ως στόχο να αντιμετωπίσουν τα κύρια εμπόδια στο διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο εντός της ΕΕ: τον νομικό κατακερματισμό στον τομέα του δικαίου των καταναλωτικών συμβάσεων, ο οποίος δυσχεραίνει τη διασυνοριακή επιχειρηματική δραστηριοποίηση των ΜΜΕ, και τη χαμηλή εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην πραγματοποίηση διαδικτυακών αγορών από άλλο κράτος μέλος. Ο τελευταίος πίνακας αποτελεσμάτων για τις καταναλωτικές συνθήκες (2017) δείχνει ότι οι ανησυχίες αυτές εξακολουθούν να υφίστανται.
Η «οδηγία για την πώληση αγαθών» αφορά όλες τις πωλήσεις αγαθών, ανεξαρτήτως του αν λαμβάνουν χώρα φυσικώς (σε καταστήματα), στο διαδίκτυο ή εξ αποστάσεως. Τα προϊόντα με ψηφιακή συνιστώσα (π.χ. έξυπνα ψυγεία ή έξυπνα ρολόγια) διέπονται από την εν λόγω οδηγία.