Μον.Πρωτοδικείο Κέρκυρας αρ. 1345/2018: Μεσιτεία-Αξίωση μεσιτικής αμοιβής – Κατά το χρόνο υπόδειξης του ακινήτου δεν ήταν δυνατή η κατάρτιση σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητάς του, καθώς επ΄αυτού υπήρχαν αυθαίρετα κτίσματα. Αβάσιμη η αγωγή.“…Ο πρώτος των εναγομένων μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα στη δεύτερη εξ αυτών έναντι συμφωνηθέντος μεταξύ τους τιμήματος 1.232.000 ευρώ το ως άνω ακίνητο. Συνεπώς, εφόσον η μεσολάβηση της ενάγουσας δεν απέφερε το ζητούμενο από τον πρώτο εναγόμενο ελάχιστο τίμημα των 3.000.000 ευρώ, από την επίτευξη του οποίου εξαρτήθηκε η καταβολή της μεσιτικής αμοιβής της, πρέπει ως προς τον τελευταίο, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή.Εξάλλου, από το ως άνω οριστικό συμβόλαιο σε συνδυασμό και με την κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας προκύπτει ότι κατά το χρόνο της υπόδειξης του ως άνω ακινήτου στη δεύτερη εναγόμενη ήτοι την 26/10/2009 δεν ήταν δυνατή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8, 10, 12 του Ν. 1337/1983 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 174 ΑΚ, η κατάρτιση σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητάς του, καθώς επ’ αυτού υπήρχαν αυθαίρετα κτίσματα και συγκεκριμένα πέραν του ισογείου κτίσματος εμβαδού 100 τ.μ. που προϋφίστατο του έτους 1977 και λειτουργούσε ως κατάστημα, ο ενάγων είχε ανεγείρει κατά τα έτη 1988-1990, χωρίς άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, κατ’ επέκταση του υφιστάμενου κτιρίου, κτίσμα εμβαδού 104,60 τ.μ. επαγγελματικής χρήσης και στον όροφο κτίσμα εμβαδού 106,68 τ.μ. με χρήση τουριστική (ενοικιαζόμενα δωμάτια), ένα ισόγειο πρόχειρης κατασκευής βοηθητικό κτίσμα εμβαδού 10 τ.μ., καλυμμένη ξύλινη βεράντα στον όροφο εμβαδού 14,87 τ.μ. και τοιχία, άνευ δε της προηγούμενης κατεδάφισης των ως άνω κτισμάτων δεν επιτρεπόταν η μεταβίβαση ή σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο επίδικο γεωτεμάχιο επί του οποίου είχαν κατασκευαστεί, κάθε δε τυχόν μεταβίβαση κατά παράβαση των ανωτέρω θα ήταν αυτοδίκαια άκυρη και θα αποτελούσε αξιόποινη πράξη όλων των συμμετεχόντων στην τυχόν κατάρτιση σχετικού μεταβιβαστικού συμβολαίου (συμβαλλομένων, μηχανικών, μεσιτών, δικηγόρων, συμβολαιογράφου), ο του οποίου προβλεπόταν η τακτοποίηση των αυθαίρετων κτισμάτων και η δυνατότητα μεταβίβασης του ακινήτου επί του οποίου είχαν ανεγερθεί μετά την ολοσχερή εξόφληση του ενιαίου ειδικού προστίμου, ίσχυσε από 21/9/2011, ενώ η προβλεπόμενη στο προαναφερόμενο άρθρο διαδικασία τακτοποίησης των ως άνω αυθαίρετων χώρων ολοκληρώθηκε την 27η Μαρτίου 2013. Σε κάθε δε περίπτωση δεν προκύπτει ότι από 21/9/2011 και εντεύθεν η ενάγουσα προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την κατάρτιση τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2013 των ως άνω συμβολαιογραφικών πράξεων, αλλά απεναντίας αποδεικνύεται ότι περί τα τέλη του 2011 διακόπηκαν οριστικά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εναγομένων, όπως ρητά καταθέτει στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση η τότε συνεργάτρια του μεσιτικού γραφείου της ενάγουσας, …. Συνεπώς, εφόσον δεν ήταν δυνατή η κατά κυριότητα μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου κατά το χρόνο της υπόδειξής του από την ενάγουσα στη δεύτερη των εναγόμενων και εφόσον σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε άλλη μεσιτική δραστηριότητα της ενάγουσας από 21/9/2011 και εντεύθεν που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την κατάρτιση των ως άνω συμβολαιογραφικών πράξεων, θα πρέπει, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών ισχυρισμών των εναγομένων. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η ενάγουσα λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό”. (δημοσίευση:ΤΝΠ Νόμος)