Μόλις πενήντα άτομα κρατούνται με τον νόμο 1608/50 για οικονομικά εγκλήματα εις βάρος του Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι εδώ και σχεδόν 60 χρόνια έχουν εκδικασθεί εκατοντάδες υποθέσεις και επιβάλλονται αυστηρότατες ποινές με βάση αυτόν τον απαρχαιωμένο νόμο που «όμοιός» του δεν υπάρχει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Τώρα η κυβέρνηση θέλει –για ακόμα μία φορά μετά την προηγούμενη αποτυχημένη προσπάθεια του 2014– να τον τροποποιήσει.
Μια αναδρομή για την κατανόηση του… φαινομένου. Τον Δεκέμβριο του 1950, ενάμιση χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και στην εκπνοή του σχεδίου Μάρσαλ εισάγεται στη Βουλή ο νόμος «Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων διά τους καταχραστάς του Δημοσίου». Εχει προηγηθεί ένα σκάνδαλο λαθρεμπορίας χρυσού με πρωταγωνιστή έναν λιμενικό, τον υποπλοίαρχο Κ. Μπακόπουλο.
Το χρονικό
Ο Τύπος της εποχής δίνει τα… ρέστα του: «Μας κυβερνούν», γράφει η «Ακρόπολις», «σύμμαχοι του Μάρκου και συνένοχοι του Μπακόπουλου…, αφήσαμεν τα ταμεία εις τους λωποδύτας και τους παρεδώσαμεν τα κλειδιά του τόπου διά να πηγαινοέρχωνται οι λαθρέμποροι του συναλλάγματος και να διαφεύγουν οι ένοχοι, που θα έπρεπε να κρεμασθούν χωρίς πολλήν διαδικασίαν…».
Να σημειωθεί ότι το 1924 είχε υιοθετηθεί αντίστοιχο ψήφισμα, το 16/24, προκειμένου να τιμωρούνται με εξοντωτικές ποινές όσοι καταχρώντο δημόσια περιουσία. Στην αιτιολογική έκθεση οι συντάκτες χρησιμοποιούσαν σχεδόν θρησκευτική ορολογία: «…Αληθώς, όταν ο ελληνικός Λαός καλείται καθ’ εκάστην υπό Πολιτείας εις τας οικονομικάς θυσίας προς ανακούφισιν των βαρών αυτής και εκπλήρωσιν των αναποφεύκτων του Κράτους αναγκών, βαθμιαίαν δε κατά το εφικτόν ισοσκέλισιν του προϋπολογισμού και αποκατάστασιν της κοινής ευημερίας, αισθάνεται τις ανέκφραστον αποτροπιασμόν, βλέπων τινάς των εντεταλμένων την διαχείρισιν του δημοσίου πλούτου μετά τοσαύτης αναιδείας επιδιδομένους τον ίλιγγον, διασπαθίζοντας δε και κατασωτεύοντας τούτο εν τη χλιδή και ακολασία…».
Για να ενταχθεί μια πράξη στις διατάξεις του νόμου 1608/50 έπρεπε να συντρέχουν προϋποθέσεις:
• Να έχει διαπραχθεί ένα από τα εγκλήματα της πλαστογραφίας, πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων, ψευδούς βεβαιώσεως, απιστίας σχετικά με την υπηρεσία, υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κλοπής, υπεξαίρεσης και απάτης.
• Ο φορέας προσβολής από την εγκληματική πράξη θα πρέπει να είναι το Δημόσιο ή κάποιο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
• Το όφελος που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε από τον δράστη ή η ζημία που προκλήθηκε ή απειλήθηκε να προκληθεί στο Δημόσιο ή σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου θα πρέπει να ανέρχεται σε ποσό άνω των 150.000 ευρώ (προσαρμογή στο σήμερα).
Η απειλούμενη ποινή για τον δράστη της υπαγόμενης στο 1608/1950 πράξης θα μπορούσε να είναι αρχικά ακόμα και αυτή του θανάτου στην περίπτωση που πληρούνταν επιπρόσθετα και οι επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου («επί μακρόν χρόνο τέλεση της πράξης» ή «αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας»).
Ο νόμος 1608/50 ψηφίζεται σε ένα τέτοιο κλίμα ως κάτι «προσωρινό» όπως γράφει ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου Ηλίας Αναγνωστόπουλος, και όχι μόνο επιβιώνει τόσες δεκαετίες, αλλά το 1987 επεκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και σε ιδιωτικές περιουσίες.
Ετσι στους φορείς του Δημοσίου προστίθενται:
• Οι τράπεζες με εδρα την Ελλάδα όπως παρατήρησε την περασμένη εβδομάδα σε ημερίδα του ΔΣΑ ο κ. Αναγνωστόπουλος. Διότι αν η τράπεζα είναι ξένη με υποκατάστημα στην Ελλάδα ισχύουν οι απλές διατάξεις του ποινικού κώδικα.
• Τα νομικά πρόσωπα ακόμα και αν είναι ιδιωτικά εφόσον τα έχει ιδρύσει το κράτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κατηγορούμενος στη δίκη των υποβρυχίων που καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη με βάση τον ν. 1608/50 επειδή είχε λάβει ένα μεγάλο ποσό από τη γερμανική εταιρεία Ferrostaal με συμβόλαιο αμοιβής. Το δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία είχε ιδρυθεί από το Δημόσιο (κάτι που ουδέποτε συνέβη) και ότι επιδοτείτο από αυτό αν και ιδιωτική. Διότι:
• Ο νόμος 1608/50 τιμωρεί και διαχειριστές ή διοικήσεις Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή από τις τράπεζες που εδρεύουν στην Ελλάδα, επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις. Ετσι οι εταίροι μιας ομόρρυθμης εταιρείας που χρηματοδοτείται από τράπεζες με έδρα στην Ελλάδα, εφόσον κάτι δεν πάει καλά στη διαχείριση της εταιρείας μπορούν να βρεθούν κατηγορούμενοι με κίνδυνο να καταδικαστούν σε δρακόντειες ποινές.
Με δύο λόγια, ο νόμος 1608/50 «επεκτείνεται» από τον δημόσιο τομέα στην ιδιωτική οικονομία. Οταν έγινε μία απόπειρα το 2014 να αλλάξει η περίπτωση του άρθρου που όριζε ότι οι διαχειριστές των φορέων που επιδοτούνται από το Δημόσιο δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου ύστερα απο πρόταση δύο σημαντικών επιστημόνων του ποινικού δικαίου, η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν και επανέφερε τη διάταξη.
Η τροποποίηση
Τώρα στο πλαίσιο του νέου ποινικού κώδικα και του νέου κώδικα ποινικής δικονομίας η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει μετά εισηγήσεις των μελών των επιτροπών που τους επεξεργάστηκαν να μειώσει τις ποινές για παρόμοια αδικήματα σε 10ετή κάθειρξη, κρατώντας όμως τη διευρυμένη χρονικώς παραγραφή που ισχύει με τον σημερινό νόμο για να μην κατηγορηθεί ότι ευνοεί συγκεκριμένους κατηγορουμένους ή υπόπτους.Σήμερα, μόλις 50 άτομα κρατούνται με βάση τον νόμο 1608/50 –μεταξύ των οποίων μέχρι πριν από λίγο και η καθαρίστρια από τον Βόλο– αναδεικνύοντας όπως είπε ο ομότιμος καθηγητής Γιάννης Γιαννίδης «μια δυστοπική εικόνα υπανάπτυξης του συστήματος Δικαιοσύνης» στην Ελλάδα.Έντυπη