Δικαστήριο ΕΕ: Η απαγόρευση σε επίπεδο Ένωσης των εν λόγω προϊόντων είναι καθ’ όλα έγκυρη και απολύτως δικαιολογημένη
Με τη δημοσιευθείσα στις 30-01-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η σταδιακή απαγόρευση σε επίπεδο ΕΕ, δυνάμει της οδηγίας 2014/40/ΕΕ (οδηγία για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την κατασκευή, την παρουσίαση και την πώληση προϊόντων καπνού και συναφών προϊόντων) των τσιγάρων και του καπνού για στριφτά τσιγάρα που περιέχουν αρωματικές ύλες είναι έγκυρη.
Επιπλέον, το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι η απαγόρευση αυτή δεν παραβιάζει ούτε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας ούτε την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, μολονότι η επίμαχη απαγόρευση συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ο περιορισμός αυτός παρίσταται δικαιολογημένος λόγω της σταθμίσεως μεταξύ των οικονομικών επιπτώσεων της απαγορεύσεως αυτής και της επιτακτικής ανάγκης να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η γερμανική εταιρία Planta Tabak κατασκευάζει και εμπορεύεται προϊόντα καπνού, ιδίως αρωματικού καπνού για στριφτά τσιγάρα.
Ζητεί από το Verwaltungsgericht Berlin (διοικητικό πρωτοδικείο Βερολίνου, Γερμανία) να διαπιστώσει ότι ορισμένες διατάξεις του γερμανικού δικαίου σχετικά με την απαγόρευση της χρήσεως αρωματικών υλών, τις αποκρουστικές εικόνες και την απαγόρευση της διαφημίσεως των αρωματικών υλών δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί των προϊόντων της. Οι διατάξεις αυτές μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία του 2014 για τα προϊόντα καπνού (οδηγία 2014/40/ΕΕ), της οποίας η Planta Tabak αμφισβητεί το κύρος.
Έχοντας αμφιβολίες ως προς το κύρος και την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της οδηγίας, το Verwaltungsgericht Berlin υπέβαλε σειρά ερωτημάτων στο Δικαστήριο.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι είναι έγκυρη η απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά τσιγάρων και καπνού για στριφτά τσιγάρα, που περιέχουν αρωματικές ύλες, η οποία ισχύει από τις 20 Μαΐου 2016 όταν ο όγκος πωλήσεων σε επίπεδο ΕΕ είναι μικρότερος από ποσοστό 3 % στις κατηγορίες «τσιγάρα» και «καπνός για στριφτά τσιγάρα», και, σε αντίθετη περίπτωση, από τις 20 Μαΐου 2020.
Το γεγονός ότι η οδηγία δεν προσδιορίζει τα προϊόντα των οποίων ο όγκος πωλήσεων αντιστοιχεί σε ποσοστό τουλάχιστον 3 % ούτε προβλέπει συγκεκριμένη μέθοδο για τον προσδιορισμό τους δεν σημαίνει ότι η οδηγία παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται προκειμένου να διαπιστωθεί αν συγκεκριμένο προϊόν καπνού φθάνει το όριο του 3 % που προβλέπει η διάταξη αυτή πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.
Η διάκριση με γνώμονα τον όγκο πωλήσεων είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη και, επομένως, δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε νομίμως να λάβει σταδιακά μέτρα και να παράσχει στους καταναλωτές προϊόντων με μεγάλο όγκο πωλήσεων τον αναγκαίο χρόνο για τη μετάβασή τους σε άλλα προϊόντα.
Η απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά προϊόντων καπνού με αρωματικές ύλες επίσης δεν βαίνει προδήλως πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας, ιδίως των νέων, και, επομένως, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι ορισμένες αρωματικές ύλες είναι ιδιαιτέρως ελκυστικές για τους νέους και ότι διευκολύνουν τη μύηση στο κάπνισμα.
Επιπλέον, μολονότι η επίμαχη απαγόρευση συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ο περιορισμός αυτός παρίσταται δικαιολογημένος λόγω της σταθμίσεως μεταξύ των οικονομικών επιπτώσεων της απαγορεύσεως αυτής και της επιτακτικής ανάγκης να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας.
Όσον αφορά τα χρονικά όρια για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να θεσπίζουν συμπληρωματικές περιόδους μεταφοράς σε σχέση με εκείνες που προβλέπονται από την οδηγία.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει συναφώς ότι η περίοδος δύο ετών την οποία διέθεταν τα κράτη μέλη για τη θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων με σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη και για τη διασφάλιση επαρκούς χρόνου στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες προκειμένου να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής είναι επαρκής υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
Όσον αφορά την απαγόρευση χρήσεως πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται σε γεύση, μυρωδιά, αρωματικές ύλες ή άλλα πρόσθετα, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να απαγορεύουν τη χρήση τέτοιων πληροφοριών ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για πληροφορίες μη διαφημιστικού χαρακτήρα και που η χρήση των σχετικών συστατικών εξακολουθεί να επιτρέπεται. Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να κάνει διάκριση μεταξύ πληροφοριών με διαφημιστικό χαρακτήρα και πληροφοριών χωρίς διαφημιστικό χαρακτήρα.
Όσον αφορά την απαγόρευση να τίθενται επί της επισημάνσεως των μονάδων συσκευασίας, επί της εξωτερικής συσκευασίας και επί του ίδιου του προϊόντος καπνού σήματα που αναφέρονται σε αρωματικές ύλες, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η δέσμευση αυτή δεν ισοδυναμεί με στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας αλλ’ απλώς με περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Πράγματι, η οδηγία παρέχει στους δικαιούχους τέτοιων εμπορικών σημάτων την ευχέρεια να τα εκμεταλλεύονται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, όπως, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο χονδρικής πωλήσεως.
Επιπλέον, δεδομένου ότι τα προϊόντα καπνού που περιέχουν αρωματικές ύλες διευκολύνουν την έναρξη της καταναλώσεως καπνού και επηρεάζουν τις καταναλωτικές συνήθειες, η ως άνω απαγόρευση είναι ικανή να μειώσει την έλξη που ασκούν και ανταποκρίνεται σε αναγνωρισμένους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος, συμβάλλοντας στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA