Δικαστήριο ΕΕ: Οι παρεχόμενες υπηρεσίες θα πρέπει να συνεπάγονται την έκδοση ή την εξαργύρωση ηλ. χρήματος στο πλαίσιο μίας και μόνης πράξης πληρωμής
Με τη δημοσιευθείσα στις 16-01-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι υπηρεσίες που παρέχονται από ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος στο πλαίσιο πράξεων πληρωμών, όπως α) μία πράξη πληρωμής με την οποία, κατόπιν εντολής του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος εξαργυρώνει το χρηματικό ποσό στην ονομαστική του αξία και το μεταφέρει, στην αξία αυτή, στον τραπεζικό λογαριασμό τρίτου και β) μια πράξη με την οποία, κατόπιν εντολής του πωλητή, ο αγοραστής των αγαθών ή των υπηρεσιών μεταφέρει χρηματικό ποσό σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος το οποίο, άμα τη παραλαβή του χρηματικού ποσού, εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα ίσης αξίας με το ληφθέν χρηματικό ποσό υπέρ του πωλητή (κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος), συνιστούν δραστηριότητες που έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της οδηγίας 2009/110/ΕΚ (οδηγία για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος).
Εντούτοις, το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι εν λόγω υπηρεσίες να συνεπάγονται την έκδοση ή την εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος στο πλαίσιο μιας και μόνης πράξης πληρωμής.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Paysera είναι εταιρία λιθουανικού δικαίου που κατέχει άδειες λειτουργίας ως ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος και ως ίδρυμα πληρωμών οι οποίες χορηγήθηκαν από την Lietuvos bankas (Τράπεζα της Λιθουανίας) και βάσει των οποίων νομιμοποιείται να εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα και να παρέχει υπηρεσίες που έχουν σχέση με την έκδοση τέτοιου χρήματος, καθώς και άλλες υπηρεσίες πληρωμών.
Μετά από έλεγχο της δραστηριότητας της Paysera τον οποίο διενήργησε το εποπτικό συμβούλιο της Τράπεζας της Λιθουανίας, αυτό απηύθυνε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προειδοποίηση στην εν λόγω εταιρία ζητώντας της να θέσει τέλος στην παράβαση των κανόνων υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος.
Το εποπτικό συμβούλιο της Τράπεζας της Λιθουανίας αρνήθηκε, ιδίως, να αναγνωρίσει ως υπηρεσίες πληρωμών που έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος τις ακόλουθες δραστηριότητες της προσφεύγουσας της κύριας δίκης:
– τις πληρωμές (μεταφορές πίστωσης) τις οποίες πραγματοποιεί κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος από τον λογαριασμό ηλεκτρονικού χρήματος που έχει ανοίξει στο οικείο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος προς τους λογαριασμούς τρίτων σε πιστωτικά ιδρύματα (στο εξής: υπηρεσία I)· και
– την είσπραξη πληρωμών για αγαθά και (ή) υπηρεσίες που παραδίδουν ή παρέχουν πελάτες (επιχειρήσεις) ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που κατέχουν λογαριασμούς ηλεκτρονικού χρήματος, οι οποίες πραγματοποιούνται από τα πρόσωπα που αποκτούν τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες, τα οποία δεν συμμετέχουν στο σύστημα ηλεκτρονικού χρήματος (στο εξής: υπηρεσία II).
Εν συνεχεία, δεδομένου ότι η προσφυγή που ασκήθηκε κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρίφθηκε με απόφαση του Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Βίλνιους, Λιθουανία), η Paysera άσκησε αναίρεση ενώπιον του Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας).
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ερωτήσει το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία 2009/110/ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπηρεσίες που παρέχονται από ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος στο πλαίσιο πράξεων πληρωμών, όπως οι προαναφερθείσες, συνιστούν δραστηριότητες που έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι η οδηγία 2009/110/ΕΚ εισάγει, όσον αφορά τις υπηρεσίες πληρωμών που έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, εξαίρεση από τους κανόνες περί ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ (οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά), στο μέτρο που οι υπηρεσίες αυτές συνδέονται με τη δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος.
Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι επίμαχες στην κύρια δίκη υπηρεσίες συνιστούν δραστηριότητες που έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, πρέπει να καθοριστεί εάν οι εν λόγω υπηρεσίες συνδέονται εγγενώς με την έκδοση ή την εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η έννοια της «έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος» δεν ορίζεται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ, η οποία απλώς διευκρινίζει ότι ως «ηλεκτρονικό χρήμα» νοείται οιαδήποτε αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό, μεταξύ άλλων και μαγνητικό, υπόθεμα νομισματική αξία αντιπροσωπευόμενη από απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, η οποία έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού για τον σκοπό της πραγματοποίησης πράξεων πληρωμών όπως ορίζονται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ και η οποία γίνεται δεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ως «εξαργύρωση», ελλείψει άλλου ορισμού στις οδηγίες 2007/64/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ, θα πρέπει να θεωρείται η μετατροπή του ηλεκτρονικού χρήματος στην ονομαστική του αξία και η συνακόλουθη καταβολή του χρηματικού ποσού κατόπιν εντολής του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος. Έτσι, το Δικαστήριο συνάγει ότι οι ως άνω οδηγίες δεν απαιτούν τα εν λόγω κεφάλαια να καταβάλλονται στον λογαριασμό του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος ή στον λογαριασμό τρίτου.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αφού η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος συνεπάγεται άνευ όρων και αυτομάτως δικαίωμα εξαργύρωσης, η έννοια της «υπηρεσίας πληρωμής που έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος» περιλαμβάνει επίσης την εξαργύρωση του ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της οδηγίας 2009/110/ΕΚ.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι υπηρεσία πληρωμών παρεχόμενη με σκοπό να καταστήσει δυνατή την εξαργύρωση της ονομαστικής αξίας του ηλεκτρονικού χρήματος συνιστά δραστηριότητα που έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
Αφενός, ως προς την πρώτη επίμαχη υπηρεσία που αφορά πράξη πληρωμής με την οποία, κατόπιν εντολής του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος εξαργυρώνει το χρηματικό ποσό στην ονομαστική του αξία και το μεταφέρει, στην αξία αυτή, στον τραπεζικό λογαριασμό τρίτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι στο μέτρο που το χρηματικό ποσό εξαργυρώνεται με σκοπό αποκλειστικά τη μεταφορά του και στο πλαίσιο μίας και μόνης πράξης πληρωμής, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, μια υπηρεσία όπως η συγκεκριμένη μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της οδηγίας 2009/110/ΕΚ.
Αφετέρου, ως προς την υπηρεσία, που συνίσταται σε μια πράξη με την οποία, κατόπιν εντολής του πωλητή, ο αγοραστής των αγαθών ή των υπηρεσιών μεταφέρει χρηματικό ποσό σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος το οποίο, άμα τη παραλαβή του χρηματικού ποσού, εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα ίσης αξίας με το ληφθέν χρηματικό ποσό υπέρ του πωλητή (κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος), το Δικαστήριο καταλήγει ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, μια υπηρεσία όπως η συγκεκριμένη έχει επίσης άμεση σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, δεδομένου ότι η μεταφορά του χρηματικού ποσού ενεργοποιεί αυτόματα, στο πλαίσιο μίας και μόνης πράξης πληρωμής, την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος. Επομένως, η μεταφορά συνδέεται με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η οδηγία 2009/110/ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υπηρεσίες που παρέχονται από ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος στο πλαίσιο πράξεων πληρωμών, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, συνιστούν δραστηριότητες που έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εάν οι υπηρεσίες αυτές συνεπάγονται την έκδοση ή την εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος στο πλαίσιο μιας και μόνης πράξης πληρωμής.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA