Τέσσερις προτάσεις προκειμένου να μετατραπούν τα Βαλκάνια από «αέναο μήλον της έριδος» σε μια «καλοκατασκευασμένη πλατφόρμα συνεργασίας» παρουσιάζει το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων. Τα σχέδια της Βρετανίας και η στάση της ΕΕ.
Μια εξαιρετικά ασταθής κατάσταση εξελίσσεται στα Βαλκάνια, η οποία μπορεί δυνητικά να έχει δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στις χώρες των Βαλκανίων όσο και συνολικά στο σύστημα των διεθνών σχέσεων, υποστηρίζει σε ανάλυσή του το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (Russian International Affairs Council).
Οπως υπογραμμίζει, οι ενδοπεριφερειακοι παράγοντες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Τις τελευταίες δυο δεκαετίες, δεν έχουν καταφέρει να σημειώσουν καμία σημαντική πρόοδο στην επίλυση των προβλημάτων αυτών, αν και έχουν καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να συνεχίζεται ο διάλογος.
Οι εξωτερικοί «παίκτες» επιδιώκουν πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα στα Βαλκάνια, τα οποία, κατά κανόνα, ελάχιστα ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της περιοχής και των πληθυσμών της. Επιπλέον, τελευταία ασχολούνται περισσότερο με τις πολιτικές που τους υπαγορεύονται από την κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των περιφερειακών «παικτών».
Η σημερινή κατάσταση
Όπως αναφέρει το RIAC, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρόσφερε σε όλους τους λαούς των Βαλκανίων ένα «Ευρωπαϊκό μέλλον». Οι πολιτικές ελίτ και ο πληθυσμός των χωρών που ανήκουν στην περιοχή δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτόν τους χωρίς ένα τέτοιο μέλλον. Αν και το ποσοστό των ευρω-αισιόδοξων στους πληθυσμούς αυτούς έχει σταδιακά μειωθεί, ωστόσο η ενοποίηση με την Ευρώπη εξακολουθεί να θεωρείται μια φυσική διαδικασία και, φαινομενικά, η μόνη πιθανή επιλογή για τα Βαλκάνια. Όμως, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της έχουν δικές τους κρίσεις να αντιμετωπίσουν και είναι αδύνατον να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν όλες εκείνα τα προβλήματα που μαστίζουν την περιοχή. Οι Βρυξέλλες, πολύ απλά, δεν διαθέτουν ούτε τους πόρους, ούτε την επιθυμία να το πράξουν, κατά το RIAC.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους προωθούν μόνο εκείνες τις αποφάσεις που διασφαλίζουν την επιρροή τους στην πανευρωπαϊκή διαδικασία και ενισχύουν τις θέσεις τους στην παγκόσμια αντιπαράθεση. Ρωσία, Κίνα, Τουρκία και Σαουδική Αραβία, που αυξάνουν όλο και περισσότερο την επιρροή τους στην περιοχή, ξεχωριστά η κάθε μια δεν είναι τόσο ισχυρές. Σε κάθε περίπτωση, απλά δεν μπορούν να προσφέρουν κάποια εναλλακτική έναντι της «Ευρωπαϊκής επιλογής». Ωστόσο, σύμφωνα με το RIAC, ποτέ δεν σχεδίαζαν να προσφέρουν κάποια εναλλακτική.
Ως αποτέλεσμα, τα Βαλκάνια μετατρέπονται εκ νέου σε «πυριτιδαποθήκη», όπως και πριν από έναν αιώνα. Τα υπάρχοντα προβλήματα ακόμα δεν έχουν λυθεί, ενώ ένα προβλήματα εμφανίζονται στον ορίζοντα. Οι διμερείς διαπραγματεύσεις «σέρνονται», ενώ όλα συμβαίνουν είτε από μόνα τους είτε με τη μεσολάβηση ή και κυρίαρχη επιρροή των ΗΠΑ και της ΕΕ. Οι όποιες προσπάθειες είτε για εξεύρεση μη συμβατικών προσεγγίσεων ή για να προωθηθούν κάποιες νέες πρωτοβουλίες, «κατασβήνονται» αμέσως από τους εξωτερικούς «παίκτες». Για να προχωρήσει έστω και λίγο η κατάσταση και για να επιτευχθούν ευνοϊκές δυναμικές, οι ενδοπεριφερειακοί πολιτικοί παράγοντες αρχίζουν να χρησιμοποιούν τακτικές προβοκάτσιας, αναγκάζοντας όλους τους εξωτερικούς παίκτες να αντιδράσουν. Το θέμα είναι πως αυτή η τακτική απλώς ενισχύει τις συγκρουσιακές τάσεις ανά τον κόσμο, σχολιάζει το RIAC.
Κατά το RIAC, φαίνεται να μην υπάρχουν ενδείξεις πως οι εξωτερικοί παράγοντες θα αρνηθούν να δράσουν μονομερώς και πως οι ενδοπεριφερειακές πολιτικές δυνάμεις ξαφνικά θα είναι πρόθυμες να διαπραγματευτούν. Όμως, είναι επίσης απίθανο η κατάσταση να αφεθεί να εξελιχθεί μόνη της και να δοθεί «λευκή επιταγή» σε αυτούς που προτιμούν τις καταστροφικές πολιτικές να βλάψουν τα Βαλκάνια και τους λαούς της περιοχής, καθώς και τις προοπτικές για μια συνολική, βιώσιμη, δίκαιη διευθέτηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, γράφει στην ανάλυσή του το RIAC, θα ήταν εξαιρετικά πλεονεκτικό και επίκαιρο για τη Ρωσία να προσφέρει μια πολυμερή δομή για έναν «γενικό Βαλκανικό διακανονισμό» που θα ωφελούσε όλους τους ενδοβαλκανικούς πολιτικούς παράγοντες καθώς και τις εξωπεριφερειακές δυνάμεις.
Για τους πρώτους, θα έδινε μια ευκαιρία να προχωρήσουν σε αμοιβαίες ανταλλαγές σε ένα μεγάλο εύρος θεμάτων, που είναι απίθανο να επιτευχθούν μέσω διμερών διαπραγματεύσεων, αλλά και να αποκτήσουν όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις για σταθερότητα και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Για τους δεύτερους, θα περιόριζε τις αρνητικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και τους κινδύνους τόσο εντός όσο και πέραν της περιοχής. Την ίδια ώρα τα Βαλκάνια, από το αέναο «μήλον της έριδος», θα μπορέσουν να μετατραπούν σε μια καλοκατασκευασμένη πλατφόρμα συνεργασίας και, αν αυτή είναι επιτυχημένη, σε ένα εργαλείο που θα είναι σχεδιασμένο ώστε να αποδυναμώνει τις αντιπαραθέσεις μεταξύ όλων των σημαντικών «παικτών» και να ανακατευθύνει ολόκληρο το σύστημα των διεθνών σχέσεων προς έναν πιο ειρηνικό δρόμο.
Ακόμα και αν μια τέτοια πρόταση τύχει εχθρικής υποδοχής, θα πρέπει να τεθεί, τονίζει το RIAC, καθώς «θα δείξει ποιος είναι πραγματικός φίλος και πραγματικός υπερασπιστής των συμφερόντων των Βαλκανικών λαών, και για ποιον, αντιθέτως, οι γεωγραφικές τους φιλοδοξίες και τα δικά τους εγωιστικά συμφέροντα είναι πάνω από οτιδήποτε άλλο».
Σενάρια πολυμερών δομών
Το RIAC στην ανάλυσή του παρουσιάζει τέσσερα σενάρια «πολυμερών δομών» που θεωρεί πως μπορεί να έχουν πλεονεκτήματα:
1. Ασχέτως της επίλυσης των προβλημάτων της μεταγιουγκοσλαβικής κληρονομιάς, η δημιουργία ενός μονίμου «Βαλκανικού Συμβουλίου» αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα. Θα περιελάμβανε εκπροσώπους από τη Ρωσία, τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, την Τουρκία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Σλοβενία και τη Γερμανία ως διεθνείς παρατηρητές, με μεσολάβηση από την πλευρά της ΕΕ και του ΟΗΕ, καθώς και αντιπροσωπείες από όλες τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Ο λογικός τρόπος για να πάρει σάρκα αυτή η δομή είναι να μπει σε νέο πλαίσιο και να επιταχυνθεί το έργο του Συμβουλίου Περιφερειακής Συνεργασίας (το οποίο δημιουργήθηκε πριν από δέκα χρόνια στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας για την Νοτιοανατολική Ευρώπη· Ρωσία, ΗΠΑ και Κίνα συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις του Συμβουλίου, με την ΕΕ να παίζει τον βασικό ρόλο).
2. Ένα άλλο σενάριο είναι το «Μόνιμο Βαλκανικό Συνέδριο» υπό την ηγεσία της ΕΕ και τη μεσολάβηση ύπατων αντιπροσωπειών από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να επιβληθεί μέσω της αλλαγής της δομής των συζητήσεων στις Βρυξέλλες και με τη συγκατάθεση των Αλβανικών και Σερβικών συμβαλλόμενων μερών.
3. Το τρίτο σενάριο είναι το «Μόνιμο Βαλκανικό Συνέδριο –ευρεία εκδοχή», υπό την ηγεσία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Θα υποδήλωνε μια αύξηση του αριθμού των Βαλκάνιων διαπραγματευτών και θα συνεπάγονταν έναν αριθμό διαφόρων εδαφικών ανταλλαγών, με βάση όχι τόσο την εθνικότητα όσο τα γεωπολιτικά συμφέροντα της κάθε Βαλκανικής χώρας καθώς και την εγγυημένη βιωσιμότητα τέτοιων ανταλλαγών. Σε αυτή την περίπτωση, οι εδαφικές ανταλλαγές θα συνοδεύονταν από την αποδοχή περιφερειακών οικονομικών συμφερόντων ως ενός εκ των τελικών αποτελεσμάτων της ένταξης στην ΕΕ όλων των χωρών της περιοχής. Έτσι, τα νεοχαραχθέντα σύνορα θα έχουν θετική συμβολική αξία στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής.
4. Το τέταρτο σενάριο είναι η δημιουργία της «Βαλκανικής Ένωσης» στα πρότυπα της ΕΕ. Η Τουρκία, ως «αιώνια» υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, μπορεί να ενταχθεί σε μια τέτοια «Ένωση». Αυτό το σενάριο πιθανότατα θα είναι το λιγότερο αποδεκτό από τις Βρυξέλλες, που δεν θα ήθελαν να δουν μια Νοτιοανατολική Ευρώπη ικανή να αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις τη Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, στο πλαίσιο των πρόσφατων εξελίξεων, αυτό το σενάριο θεωρείται το πιο λογικό για τα ίδια τα Βαλκανικά κράτη.
Το μακροπρόθεσμο σενάριο μιας λύσης-πακέτου
Η «αυθόρμητη» εδαφική οργάνωση που σχεδιάστηκε για τους λαούς των Βαλκανίων δεν έφερε καλό αποτέλεσμα με ορισμένους εκπροσώπους των τοπικών κατεστημένων μάλιστα να λένε πως «απέτυχε παταγωδώς», γράφει το RIAC στην ανάλυσή του.
Όπως επισημαίνει, οι εθνοτικές ομάδες είναι χωρισμένες σε διάφορες πολιτικές οντότητες. Και δεν αισθάνονται πάντα άνετα εκεί. Τα ζωτικά τους συμφέροντα απειλούνται και μόνο ορισμένοι εξωτερικοί παράγοντες εμποδίζουν τις πιθανές συγκρούσεις και ανακατανομές.
Πολλές χώρες και περιφερειακές οντότητες από μόνες τους δεν είναι βιώσιμες, υποστηρίζει το RIAC. Το επιτυχημένο τους μέλλον μπορεί να σχετιστεί αποκλειστικά με την ενοποίηση, τη σύνδεση, τις συμμαχίες, την αναζήτηση άλλων μορφών κρατικής υπόστασης. Μπορούν να υπάρχουν κανονικά μόνο υπό εξωτερικό έλεγχο ή ως μέρος κάποιας άλλης οντότητας.
Ολόκληρος ο πολιτικός, κοινωνικός και οικονομικός χώρος της περιοχής είναι κατακερματισμένος. Αυτά τα «θραύσματα» είναι διασκορπισμένα χαοτικά, αλλά «κρατούν» το ένα το άλλο. Ωστόσο, η αναδιοργάνωση αυτής της δομής εμποδίζεται και πάλι κυρίως λόγω διαφόρων εξωτερικών παραγόντων. Προφανώς, σχολιάζει το RIAC, αν τα πράγματα πάνε τόσο απρόβλεπτα όπως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, τότε η κατάσταση θα καταλήξει σε τραγωδία.
Την ίδια ώρα, είναι τουλάχιστον παράλογο και άσκοπο να αγνοείται η πραγματική κατάσταση. Η διατήρηση της τεχνητής ύπαρξης «καθαρών» εθνικά κρατών και εδαφικών ορίων δεν οδηγεί πουθενά. Θα δημιουργήσει εντάσεις, θα τροφοδοτήσει τους διάφορους ακραίους εθνικιστές και λαϊκιστές, θα αυξήσει το ενδεχόμενο κρίσεων, που είναι ήδη μεγάλο. Ως εκ τούτου, στην περιοχή και διεθνώς, διάφοροι παράγοντες πραγματοποιούν ασταμάτητα ανεπίσημες συζητήσεις προκειμένου να περιγράψουν πιθανά σενάρια για έναν διακανονισμό στα Βαλκάνια μακροπρόθεσμα.
Μεταξύ των εξωτερικών παραγόντων, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένας από τους ενεργότερους υποστηρικτές της δημιουργίας «εθνοκεντρικών κρατών», δηλαδή μιας «μεγάλης» Αλβανίας, μιας «μεγάλης» Σερβίας και μιας «μεγάλης» Κροατίας. Αυτό το σενάριο, σύμφωνα με το RIAC, θα σήμαινε τις ακόλουθες εδαφικές ανταλλαγές:
-«Μεγάλη» Αλβανία: θα περιελάμβανε τη Δημοκρατία της Αλβανίας, το μεγαλύτερο μέρος του Κοσόβου, μέρος της πΓΔΜ (σ.τ.μ: στο κείμενο αναφέρεται ως ‘Μακεδονία’, καθώς η Ρωσία αναγνωρίζει τη χώρα με το συνταγματικό της όνομα), μέρος της Σερβίας (Μπουγιάνοβατς και Πρέσοβο) και την πόλη Ούλτσιν του Μαυροβουνίου.
-«Μεγάλη» Σερβία: θα περιελάμβανε τη Δημοκρατία της Σερβίας, τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας με πρόσβαση στη θάλασσα στην περιοχή Χέρτσεγκ Νόβι (Μαυροβούνιο) και τις Σερβικές κοινότητες στο βόρειο Κόσοβο, περιλαμβανομένης της Βόρειας Μιτρόβιτσα.
-«Μεγάλη» Κροατία: θα περιελάμβανε τη Δημοκρατία της Κροατίας και την τρίτη «οντότητα» («entitet») στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη (Herceg Bosna)
-Το Μαυροβούνιο θα έπαιρνε μέρος του Σερβικού Σαντζακίου
-Η Βοσνία και Ερζεγοβίνη εντός των συνόρων της Ομοσπονδίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης με την πιθανή επιλογή δημιουργίας μιας συνομοσπονδίας με την Κροατία/Σερβία/Μαυροβούνιο
-Η πΓΔΜ θα ήταν σε χειρότερη θέση καθώς θα έχανε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της. Επιπλέον, είναι εμφανής εδώ μια τάση να διαμοιραστούν τα υπόλοιπα εδάφη μεταξύ της Βουλγαρίας, της Ελλάδας, της Αλβανίας και της Σερβίας. Ένα από τα πιθανά σενάρια για την πΓΔΜ στη περίπτωση αυτή είναι ο σχηματισμός συνομοσπονδίας με τη Βουλγαρία ή τη Σερβία.
Σύμφωνα με το RIAC, μόνο οι εθνικιστές της περιοχής θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα τέτοιο ακραίο σενάριο, το οποίο θα απέκλειε μεσοπρόθεσμα την ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων. Την ίδια ώρα, όμως, μακροπρόθεσμα είναι μια από τις επιλογές που υπάρχουν για μακροπρόθεσμη διευθέτηση των υφιστάμενων εθνικών προβλημάτων.
Η σημασία της λήψης προσωρινών και ενδιάμεσων μέτρων
Όπως τονίζει στην ανάλυσή του το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, αν η ΕΕ συμπεριλάβει μαζικά τους λαούς της περιοχής, αυτό θα απαιτούσε την αποδιοργάνωση και αποδυνάμωση της ικανότητάς της να αντισταθεί στην εξωτερική χειραγώγηση. Αντιθέτως, αν η ΕΕ δεν συμπεριλάβει τους λαούς αυτούς, αυτό θα έβγαζε ετυμηγορία για ολόκληρο το Ευρωπαϊκό project. Το πανευρωπαϊκό κατεστημένο το κατανοεί αυτό επί της αρχής και η προοπτική αυτή το τρομάζει.
Ωστόσο, στο πλαίσιο των Βαλκανίων, η ΕΕ σπάνια μιλάει με μια φωνή, αφού τα κράτη μέλη έχουν διαφορετικούς στόχους στην περιοχή. Η Μεγάλη Βρετανίατείνει να στηρίζει τους Αλβανούς σε βάρος όλων των άλλων εθνικών σχηματισμών στην περιοχή. Η Γαλλία έχει διαφορετικό όραμα, καθώς για το Παρίσι το σημαντικότερο είναι να προστατεύσει τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα σε μια μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή περιοχή. Γι’ αυτό η χώρα είναι έτοιμη για ορισμένες ανταλλαγές. Η αταξία και οι διαμάχες της Βαλκανικής κοινωνίας περνούν στις γειτονικές χώρες. Έτσι, είναι σημαντικό γι’ αυτούς να εξασφαλίσουν την μακροπρόθεσμη σταθερότητα και την ανάπτυξη χωρίς κρίσεις της περιοχής.
Η Γερμανία από την πλευρά της τηρεί μια αδιάλλακτη στάση αναφορικά με τις όποιες εδαφικές ανταλλαγές, κυριαρχώντας στην ΕΕ. Το Βερολίνο επιμένει πως είναι εντελώς απαράδεκτο να εφαρμοστούν οι όποιες εδαφικές ανταλλαγές και να αναδιοργανωθεί στο σύνολό του ο Βαλκανικός πολιτικός χώρος. Οι όποιες προσπάθειες θα ανοίξουν το «Κουτί της Πανδώρας», με απρόβλεπτες συνέπειες για την εδαφική οργάνωση όχι μόνον των Βαλκανίων, αλλά και της Ευρώπης γενικότερα. Ολόκληρη η μεταπολεμική τάξη στην Ήπειρο θα απειληθεί. Αυτό θα υπονομεύσει τη νομιμότητα όλων των προηγούμενων αποφάσεων. Θα δώσει λόγους ώστε να τεθεί ζήτημα οριοθετήσεων και εδαφικών ανταλλαγών, συμπερίληψης και αποζημιώσεων σε κάθε μεριά του κόσμου.
Από αυτή την άποψη, γράφει το RIAC, δεν μπορεί κάποιος παρά να συμφωνήσει με το Βερολίνο. Πράγματι, το «Κουτί της Πανδώρας» δεν πρέπει ποτέ να ανοίξει. Το θέμα εδώ είναι πως μια τέτοια επίπτωση θα μπορούσε να εμπεριέχεται σε οποιαδήποτε ιδιωτική διμερή συμφωνία για ανταλλαγές και αναθεωρήσεις που πάνε πέραν των πολυμερών δομών και της «λύσης-πακέτου», ιδιαίτερα υπό την πίεση της Ουάσιγκτον, η οποία ακολουθεί μόνον τις δικές της γεωπολιτικές φιλοδοξίες. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθούν οι περαιτέρω καταστροφικές διαδικασίες που θα «ξυπνήσουν» από αυτή την προσέγγιση μελλοντικά.
Ωστόσο, η εικόνα αλλάζει σημαντικά αν οι ανταλλαγές και αναθεωρήσεις συμπεριληφθούν σε κάποια από τις προαναφερθείσες πολυμερείς δομές. Πρώτον, παρέχεται έτσι η δυνατότητα η όποια ενέργεια να γίνει με οργανωμένο και ελεγχόμενο τρόπο. Δεύτερον, παρέχεται η ευκαιρία να συνδυαστούν όλες οι πολιτικές αποφάσεις, που μεμονωμένα είναι απαράδεκτες και αναχρονιστικές, σε ένα ενιαίο «πακέτο» που θα συντονίζεται και θα εγκρίνεται από όλους. Τρίτον,δημιουργούνται προοπτικές παροχής ισχυρών διεθνών εγγυήσεων για την «λύση-πακέτο». Τέταρτον, καθιερώνονται κανόνες του παιχνιδιού που είναι ξεκάθαροι και αποδεκτοί από όλους τους «παίκτες».
Ως εκ τούτου, αν οι βασικοί ενδοπεριφερειακοί πολιτικοί παράγοντες καθώς και οι εξωτερικοί παράγοντες δείξουν καλή θέληση και έχουν το θάρρος να λύσουν τον «γόρδιο δεσμό» των Βαλκανίων προς το συμφέρον των λαών των Βαλκανίων, και όχι για να ευνοήσουν τις γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες, τότε ο καθένας θα μπορέσει να συμβάλει αναλογικά στη διευθέτηση του κοινού Βαλκανικού ζητήματος.
Μια τέτοια συμβολή, καταλήγει το RIAC, θα μπορούσε να περιλαμβάνει:
1) την απόρριψη οποιονδήποτε ανεπίσημων, στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών προκλήσεων
2) τη στήριξη ενός γενικού νόμιμου καθεστώτος ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας για ολόκληρη την περιοχή χωρίς διακρίσεις
3) την θετική πολιτική επιρροή σε όλες εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες τηρούνται προνομιακές σχέσεις
4) την παροχή όλων των απαραίτητων ολοκληρωμένων διεθνών διασφαλίσεων
5) τη χρηματοδότηση της επιταχυνόμενης ανάπτυξης της περιοχής και την υλοποίηση διάφορων οικονομικών projects που είναι χρήσιμα και επωφελή για τους λαούς των Βαλκανίων.