Σε οποιαδήποτε συζήτηση για τα προβλήματα στη Ρωσία και στην κοινή γειτονία με την ΕΕ, η Ουκρανία είναι μεταξύ των πρώτων που θα προκύψουν. Μόλις αναφερθεί το ζήτημα, οποιασδήποτε διάλογος μεταξύ των Ρώσων και των Ευρωπαίων είναι άσκοπος: το χάσμα μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών είναι πολύ βαθύ, ακόμη εάν πραγματικά συζητάνε με καλή θέληση.
Για τον λόγο αυτό, το Δίκτυο Εμπειρογνωμόνων ΕΕ-Ρωσίας (EUREN), το οποίο περιλαμβάνει εκπροσώπους των κορυφαίων ευρωπαϊκών και ρωσικών think tanks, αποφάσισε να μην περιοριστεί στην επίσημη γεωγραφία, αλλά να κοιτάξει και σε άλλες χώρες όπου ακόμη και αν τα συμφέροντα Ρωσίας και ΕΕ συγκρούονται, τουλάχιστον δεν συγκρούονται τόσο σκληρά όπως στην Ουκρανία, αφήνοντας περισσότερο περιθώριο για αμοιβαία κατανόηση. Μία από τις πιο υποσχόμενες περιοχές από αυτή την άποψη, είναι τα Δυτικά Βαλκάνια, για τα οποία η ομάδα εργασίας συζήτηση στα τέλη Νοεμβρίου στη Βιέννη.
Εκπρόσωποι της ΕΕ και της Ρωσίας πέτυχαν την απόλυτη ομοφωνία στην αξιολόγηση της κατάστασης στην περιοχή, συμφωνώντας ότι η έλξη των κρατών των Δ. Βαλκανίων ως εταίροι, είναι αμφισβητήσιμη. Τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας δεν είναι προφανή, ενώ τα πολυάριθμα προβλήματα της περιοχής αμέσως ξεχωρίζουν: μια σοβαρή δημογραφική κρίση, η μαζική φυγή του πληθυσμού προς την Ευρώπη, μια αρχαϊκή οικονομική δομή, και μια χαμηλότερη θέση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, με την φθηνή εργασία να είναι ουσιαστικά το μοναδικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των Βαλκανίων.
Αυτά τα προβλήματα είναι σημαντικά από μόνα τους. Επιπλέον, τα Βαλκάνια επίσης έχουν σημαντικές εθνικές εντάσεις, συγκρούσεις που δεν έχουν διευθετηθεί, χαμηλής ποιότητας κρατικούς οργανισμούς και τοπικές ελίτ με την τάση να χειραγωγούν τους ισχυρότερους εταίρους τους.
Τα Δυτικά Βαλκάνια χρειάζονται απεγνωσμένα εξωτερική βοήθεια, και είναι ήδη τόσο βαθιά ενσωματωμένα στην Ευρώπη, που μόνο η ΕΕ μπορεί να τα βοηθήσει. Τα κράτη της ΕΕ είναι πολύ πιο μπροστά σε τομείς όπως το ξένο εμπόριο, οι επενδύσεις, οι μεταναστευτικές ροές και οι οικονομικές επιδοτήσεις. Οι άλλοι ξένοι εταίροι των Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, το κατανοούν απόλυτα αυτό και δεν θέλουν να αλλάξουν ριζικά την ισορροπία εξουσίας στην περιοχή.
Εκπρόσωποι της ΕΕ και της Ρωσίας συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι η επιδίωξη επιρροής στα Βαλκάνια, η οποία έχει διογκωθεί τα τελευταία χρόνια, βασίζεται περισσότερο στη διεθνή εικόνα παρά σε αυθεντικό ενδιαφέρον. Εάν οι Βρυξέλλες και η Μόσχα συναγωνίζονται στα Βαλκάνια, δεν είναι τόσο μεταξύ τους όσο με τις δικές τους αντιλήψεις. Η Ρωσία θέλει να παρουσιάζεται όχι μόνο ως περιφερειακή δύναμη, αλλά ως μια πραγματική παγκόσμια δύναμη της οποίας το συμφέρον φτάνει πολύ πιο μακριά από τον πρώην σοβιετικό χώρο. Η ΕΕ στο μεταξύ, ψάχνει κάθε ευκαιρία να επαναλάβει την προοδευτικότητα, την ελκυστικότητα και την ικανότητα να προπαγανδίζει την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ευημερία στα σύνορά της.
Τα Δυτικά Βαλκάνια προσφέρουν μια καλή ευκαιρία να ενώσουν τις προσδοκίες και των δύο πλευρών. Η επιθυμία της Ρωσίας να εδραιωθεί ως υπέρμαχος των δικαιωμάτων των Σέρβων και Ορθοδόξων Χριστιανών, ταιριάζει με την ατζέντα της ΕΕ για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Τα ενεργειακά projects της Ρωσίας στην περιοχή, πηγαίνουν χέρι με χέρι με την φιλοδοξία της ΕΕ να βελτιώσει την προβληματική οικολογική κατάσταση στα Βαλκάνια και την μετάβαση της τοπικής οικονομίας από τον άνθρακα στο πιο φιλικό περιβαλλοντικά φυσικό αέριο. Τέλος, και η Μόσχα και οι Βρυξέλλες ανησυχούν με την εξάπλωση του ριζοσπαστικού Ισλάμ, την εμπορία ναρκωτικών και το διασυνοριακό έγκλημα στην περιοχή.
Η συνεργασία ωστόσο δεν υπάρχει ακόμη, διότι οι διαφορές μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ είναι περισσότερο ιδεολογικές παρά πρακτικές. Για τον λόγο αυτό, οι δύο πλευρές εξακολουθούν να εκτοξεύουν τις ίδιες αμοιβαίες κατηγορίες, απλώς ελαφρώς προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες.
Οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να καταλάβουν πώς η Μόσχα μπορεί να επικρίνει κάθε πρωτοβουλία της ΕΕ χωρίς να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις. Αυτό φαίνεται σε αυτούς να είναι μια κυνική και καταστροφική συμπεριφορά. Δεν κατανοούν γιατί η Ρωσία είναι πρόθυμη να διακινδυνεύσει την σταθερότητα των ήδη εύθραυστων βαλκανικών χωρών, μόνο και μόνο επειδή η ίδια εκλαμβάνει ότι απειλούνται τα δικά της συμφέροντα.
Επιπλέον, οι Βρυξέλλες είναι εξοργισμένες που η Μόσχα δεν έχει κανέναν δισταγμό να υποστηρίξει ανοιχτά λαϊκιστές και ριζοσπάστες πολιτικούς στα Βαλκάνια και να εμποδίσει την λύση συγκρούσεων στα Βαλκάνια, επειδή η Μόσχα πιστεύει ότι αυτές οι συγκρούσεις που δεν διευθετούνται, την βοηθούν να διατηρήσει πολιτική επιρροή στην πολιτική.
Η ΕΕ είναι πρόθυμη να προσφέρει στα Δυτικά Βαλκάνια μια ολοκληρωμένη και καλά σχεδιασμένη αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία θα ωφελήσει επίσης και τις ρωσικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Η Ρωσία ωστόσο ανταποκρίνεται με αγανάκτηση, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε δικαιολογία για να ασκήσει κριτική στην ΕΕ προκειμένου να κρύψει το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα να προσφέρει στα Βαλκάνια.
Η απάντηση της Ρωσίας σε τέτοιες κατηγορίες είναι εξίσου προβλέψιμη: είναι πολύ υποκριτικές για να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Ναι, οι πολιτικοί που υποστηρίζει η Ρωσία δεν είναι ενάρετοι. Αλλά η ΕΕ είναι επίσης πρόθυμη να ανεχθεί διεφθαρμένους των οποίων τα καθεστώτα δεν έχουν καμία σχέση με την δημοκρατία και το κράτος δικαίου, με την προϋπόθεση ότι παραμένουν φιλοδυτικά
Η Ρωσία κατηγορείται ότι αναζωπυρώνει την ένταση στην περιοχή.. Ωστόσο και η ΕΕ το κάνει αυτό, για παράδειγμα όταν προσπαθεί να τραβήξει το Μαυροβούνιο ή τη Βοσνία στο ΝΑΤΟ, παρά την αντίσταση των Σέρβων. Εάν η είσοδος στο ΝΑΤΟ δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη στην ΕΕ, όπως ατύπως επιμένουν οι Ευρωπαίοι, τότε γιατί οι Βρυξέλλες δεν το ανακοινώνουν αυτό ανοιχτά; Εάν αυτό συμβαίνει στα αλήθεια, γιατί δεν εξηγούν, τουλάχιστον στις βαλκανικές ελίτ, ότι η ένταξη στη Συμμαχία δεν θα αυξήσει τις πιθανότητες μιας χώρας να λάβει επιχορηγήσεις από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό;
Αυτό που υποστηρίζει η ΕΕ, ότι η Ρωσία “συμπεριφέρεται καταστροφικά” στην περιοχή, είναι στην πραγματικότητα η Ρωσία που απλώς προσπαθεί να αποτρέψει εξελίξεις που θα επηρεάσουν αρνητικά τα συμφέροντά της.
Η Ρωσία δεν έχει τίποτα ενάντια στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επί της αρχής. Στα Βαλκάνια ωστόσο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα είχε συνέπειες που είναι πολύ συγκεκριμένες και σαφώς όχι ευνοϊκές για τη Μόσχα. Θα γινόταν πιο δύσκολο για τις ρωσικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται στην περιοχή σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ. Η συνολική πολιτική της ΕΕ αναφορικά με το διεθνές εμπόριο, θα υποχρέωνε τις βαλκανικές χώρες να εγκαταλείψουν τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τη Ρωσία. Οι Ρώσοι θα χρειαζόταν βίζα για να ταξιδέψουν στα Δυτικά Βαλκάνια. Τέλος, εάν οι Βαλκανικές χώρες ενταχθούν στην ΕΕ, αυτό θα αύξανε τον αριθμό των κρατών που θα είχαν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία.
Επομένως, γιατί η Μόσχα θα υποστήριζε μια “ευρωπαϊκή πορεία” για τα Δυτικά Βαλκάνια ή θα βοηθούσε την ΕΕ να διευθετήσει τις συγκρούσεις στα Βαλκάνια τις οποίες η Δύση βοήθησε να προκληθούν, όταν παρενέβη αδέξια στην κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990;
Οι αμοιβαίες κατηγορίες από τη Ρωσία και την ΕΕ στα Βαλκάνια, είναι ουσιαστικά δυσδιάκριτες από τον διάλογό τους σε οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ακόμη και τα Δυτικά Βαλκάνια, όπου φαινομενικά δεν υπάρχουν λόγοι για γεωπολιτική αβεβαιότητα και όπου οι πλευρές συμπληρώνουν καλά η μία την άλλη, μετατρέπονται σε μια πηγή ανησυχίας, κακής επικοινωνίας και έντασης, απλώς και μόνο λόγω της συνολικής ατμόσφαιρας δυσπιστίας και των διαφορών σε βασικές προσεγγίσεις στις διεθνείς σχέσεις.
Η Ρωσία και η ΕΕ δεν έχουν ιδιαίτερες διαφορές στα Βαλκάνια. Η Ρωσία δεν αντιτίθεται στην ένταξη στην ΕΕ των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, και η ΕΕ δεν έχει πρόβλημα στο να συνεχίσουν οι Ρώσοι να δραστηριοποιούνται και να επενδύουν στην περιοχή. Είναι περισσότερο ότι η Μόσχα δεν πιστεύει πραγματικά δεν πιστεύει ότι η ΕΕ είναι ικανή να δράσει στα Βαλκάνια αυτόνομα από τον βασικό γεωπολιτικό αντίπαλο της Ρωσίας -τις ΗΠΑ- και οι βαθιές ιδεολογικές διαφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών, μετατρέπουν οποιαδήποτε περιοχή στην οποία συμπίπτουν τα ρωσικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα με οποιονδήποτε τρόπο, σε μια πηγή επιπλέον έντασης στις σχέσεις τους.