ΣτΕ Β΄ Τμ. 2651/2018 επταμ.
Δικαίωμα περιουσίας – Φορολογία – ΦΠΑ – Ευθύνη τρίτου για την καταβολή του φόρου.
Κατά τον βασικό κανόνα του άρθρου 21 της έκτης οδηγίας, ο ΦΠΑ οφείλεται από τον υποκείμενο στον φόρο, ο οποίος πραγματοποιεί φορολογητέα πράξη, το άρθρο δε αυτό απαριθμεί περιοριστικά τις περιπτώσεις όπου δύναται να υποχρεωθεί να καταβάλει τον φόρο αυτόν άλλο πρόσωπο εκτός από τον υποκείμενο στον φόρο.
Περαιτέρω, η ευχέρεια, την οποία η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει στα κράτη μέλη, να οριστεί ότι πρόσωπο, άλλο από τον υποκείμενο στον φόρο, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του φόρου, δεν δύναται να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα την επιβολή αυτοτελούς φορολογικής υποχρέωσης εις βάρος του προσώπου αυτού (βλ. C-499/13, σκ. 34-45 και C-622/11, σκ. 38-39). Τα μέτρα τα οποία τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν, δυνάμει του άρθρου 22 παρ. 8 της έκτης οδηγίας, προς εξασφάλιση της ορθής είσπραξης του φόρου και προς αποφυγή της φοροδιαφυγής δεν πρέπει να υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
Κατά συνέπεια με τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να διακυβεύονται οι θεμελιώδεις αρχές του συστήματος ΦΠΑ που έχει θεσπισθεί με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ιδιοκτήτης οικοδομής ο οποίος υποχρεούται, επί τη βάσει της ρύθμισης του άρθρου 53 του ν. 2065/1992 κατ’ επίκληση στόχων περιστολής της φοροδιαφυγής, να υποβάλλει δήλωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και να αποδώσει ΦΠΑ που αναλογεί στην αξία του κόστους κατασκευής της οικοδομής και δεν αποδόθηκε λόγω έκδοσης ανακριβών στοιχείων, καθίσταται υπόχρεος του φόρου χωρίς να περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα στο προαναφερθέν άρθρο 21 της έκτης οδηγίας πρόσωπα, και δίχως να προκύπτει ότι τηρήθηκε η διαδικασία περί παρεκκλίσεως του άρθρου 27 παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας. Ως εκ τούτου η διάταξη του άρθρου 53 του ν. 2065/1992 δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις του άρθρου 21 της έκτης οδηγίας. Για τον λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αναγόμενο στο κύρος των διατάξεων, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η επίδικη καταλογιστική πράξη, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί (αίτηση αναίρεσης ασκηθείσα το 2008 και, συνεπώς, μη διεπόμενη από το ν. 3900/2010).