Τι δείχνει έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου
Μία στις έξι ελληνικές επιχειρήσεις με «κόκκινα» δάνεια, όπως αναφέρεται σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, αποδεικνύεται στρατηγικός κακοπληρωτής.
Τους λόγους ανάπτυξης αλλά κυρίως τις πολιτικές πρόληψης ανέλαβε να προσεγγίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, με έκθεση που διενήργησε για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ως μία από τις βασικότερες αιτίες η έκθεση καταγράφει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο (συμπεριλαμβανομένων του νόμου περί πτωχεύσεως, αλλά και τα ισχύοντα σε ό,τι αφορά την προστασία των δανειοληπτών), όπως επίσης και τις δυσκολίες να υπάρξουν άμεσες δικαστικές αποφάσεις στις διενέξεις που δημιουργούνται.
Όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση, η τάση που παρατηρήθηκε στη χώρα μας με τη χρήση μιας σειράς δεδομένων είναι η εξής: σε πλήθος 13.070 δανείων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις την περίοδο 2008-2015 αποδείχθηκε ότι μία στις 6 επιχειρήσεις με μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν στρατηγικός κακοπληρωτής. Το στοιχείο αυτό τονίζει το πρόβλημα που δημιουργεί η μη διάκριση μεταξύ των κακοπληρωτών από συγκυρία και των στρατηγικών κακοπληρωτών που ηθελημένα μεταμορφώνονται σε τέτοιους.
Οι στρατηγικές αθετήσεις υπονομεύουν την πειθαρχία των πληρωμών και προάγουν την ηθική ανάπτυξη του κινδύνου, με σημαντικές συνέπειες για τη λειτουργία ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Επομένως, σε οποιαδήποτε μεθοδολογία πρόληψης θα πρέπει να εγκαθιδρυθεί ένα αποτελεσματικό νομικό και δικαστικό σύστημα, όπως επίσης και διευρυμένες αρχές υψηλής διαφάνειας, προκειμένου να εντοπίζεται εγκαίρως η έκταση της στρατηγικής αθέτησης.
Η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων κρίνεται καθοριστικής σημασίας σε ό,τι αφορά την αποτροπή της δημιουργίας νέων NPLs. Επίσης υπογραμμίζεται πως η ενασχόληση του συγκεκριμένου συμβουλίου με το θέμα των «κόκκινων» δανείων σημαίνει πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αξιολογούν τα NPLs ως συστημικό κίνδυνο στις οικονομίες της Ευρώπης.
Σκανάρεται το προφίλ
Το περιβάλλον κατά τη χρηματοοικονομική συγκυρία, αλλά κυρίως το μακροπρόθεσμο προφίλ του δανειολήπτη θα πρέπει τρόπον τινά να σκανάρουν οι τράπεζες προκειμένου να προβαίνουν σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερες χορηγήσεις.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ESRB) δημοσίευσε χθες έκθεση σχετικά με τις μακροπροληπτικές προσεγγίσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ). Η έκθεση επικεντρώνει στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η μακροπροληπτική πολιτική για την παρεμπόδιση της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο του συστήματος, αλλά και για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε περιπτώσεις που τα ΜΕΔ αυξάνονται. Την έκθεση αιτήθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η εμφάνιση και συσσώρευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθίσταται συστημικό πρόβλημα όταν αυτά επηρεάζουν σημαντικό μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, απειλώντας τη σταθερότητά του. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συστημικές ανησυχίες προέκυψαν από το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συσσωρεύτηκαν στους ισολογισμούς των τραπεζών κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και μετά την κρίση.
Η έκθεση εντοπίζει τους κύριους παράγοντες ενεργοποίησης των καταστάσεων ευπάθειας που μπορούν να οδηγήσουν σε αυξήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρο το πιστωτικό σύστημα, αξιοποιώντας την εμπειρία των κρατών-μελών στα οποία παρατηρήθηκαν τέτοιες αυξήσεις μετά την πρόσφατη κρίση.
Η κυκλικότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και οι διακυμάνσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων αναφέρονται ως δύο από τους κύριους κινητήριους μοχλούς για τη δημιουργία «κόκκινων» δανείων. Ωστόσο, ως αιτίες αναφέρονται και οι πρακτικές που αναπτύχθηκαν προ κρίσης, όπως η υπερβολική πιστωτική επέκταση, το υψηλό χρέος, οι τραπεζικές πρακτικές, ενώ στην ανάλυσή της η έκθεση δεν παραλείπει να αναφερθεί στις αδυναμίες του νομικού συστήματος.
Βελτιώσεις
Όσον αφορά τις μακροπροληπτικές πολιτικές προσεγγίσεις, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αν και δεν απαιτούνται θεμελιώδεις αλλαγές στην υπάρχουσα μακροπροληπτική εργαλειοθήκη, πρέπει να εξεταστούν ορισμένες βελτιώσεις.
Ειδικότερα, χρειάζεται περαιτέρω εργασία σε τομείς όπως η χρήση κεφαλαιακών αποθεμάτων ανά τομέα δραστηριότητας, αλλά και η ανάπτυξη μέτρων που αφορούν τους δανειολήπτες (τόσο για νοικοκυριά όσο και για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις).
Θα πρέπει επίσης να εξεταστούν όλες οι μεταβλητές εκείνες που θα μπορούσαν αργότερα να οδηγήσουν σε αυξήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο του συστήματος και να αναπτυχθούν πρακτικές μακροπροληπτικής εποπτείας. Αυτές αφορούν την ανάπτυξη συστημάτων παρακολούθησης κινδύνων και έγκαιρης προειδοποίησης για τις τυχόν δυσλειτουργίες χαρτοφυλακίων.