Το Ανώτατο Δικαστήριο αύξησε την ποινή φυλάκισης από 10 σε 15 χρόνια στον Τιμολέων Θεμιστοκλέους ο οποίος καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για την ανθρωποκτονία του 19χρονου υιού του Οδυσσέα που έλαβε χώρα στις 14.10.15 στην Παραμύθα της Επαρχίας Λεμεσού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 ετών λαμβάνοντας υπόψη υπέρ του το γεγονός ότι κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ο καταδικασθέντας ήταν ήδη 73 ετών. Ο καταδικασθείς άσκησε έφεση εναντίον της καταδίκης του, υποστηρίζοντας μέχρι τέλους ότι είναι αθώος, ενώ ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Ανδρέας Αριστείδης, που χειρίστηκε πρωτόδικα την απόφαση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, άσκησε έφεση ζητώντας την αύξηση της ποινής των δέκα ετών, χαρακτηρίζοντας την «έκδηλα ανεπαρκή» ενόψει των περιστάσεων της υπόθεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό τριμελή σύνθεση, (Λ. Παρπαρίνος, Μ. Χριστοδούλου και Τ.Θ. Οικονόμου) απέρριψε την έφεση του Τιμολέοντα, κρίνοντας ορθά όλα τα συμπεράσματα του κακουργιοδικείου και κυρίως το εύρημα ότι ο παιδοκτόνος επιθυμούσε να επιφέρει το θάνατο του θύματος και συνεπώς επρόκειτο για ηθελημένη ανθρωποκτονία. Η ανατροπή ήρθε με την αποδοχή της έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της ποινής.Ο κ. Αριστείδης υποστήριξε ότι η ποινή των 10 ετών δεν ήταν ικανοποιητική , καθώς ουδεμία πρόκληση υπήρξε εκ μέρους του θύματος, ότι ο εφεσίβλητος είχε πρόθεση να επιφέρει το θάνατο ενός νεαρού παιδιού, του υιού του, για την πλέον ασήμαντη αφορμή και ότι υπ’ αυτές τις περιστάσεις, λαμβανομένης υπόψιν της έλλειψης μεταμέλειας που θα μπορούσε να μετριάσει τα πράγματα, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ηλικία του εφεσιβλήτου.
Το Ανώτατο κάνοντας δεκτή την έφεση ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το έγκλημα ήταν, ούτως ή άλλως, ειδεχθές. Ο εφεσίβλητος για ασήμαντη αφορμή αφαίρεσε τη ζωή ενός νέου παιδιού ηλικίας μόνο 19 ετών. Ήταν γιος του εφεσίβλητου έτσι ώστε να προσδίδεται στην υπόθεση και η επιβαρυντική περίσταση της ενδοοικογενειακής βίας. Βίας στην πιο στυγνή, ωμή εκδήλωσή της. Χωρίς καμιά πρόκληση και για ένα ασήμαντο συμβάν, επειδή το θύμα αρνήθηκε να του επιστρέφει τα κλειδιά ενός αυτοκινήτου, ο πατέρας επιβάλλοντας με τον πιο κτηνώδη τρόπο την «εξουσία» του, σκότωσε εν ψυχρώ το παιδί του. Χρησιμοποίησε δε προς τούτο πυροβόλο όπλο και το πυροβόλησε εξ επαφής. «Ποτέ δεν μεταμελήθηκε, στερώντας τον εαυτό του από το ελαφρυντικό της παραδοχής, αλλά και τη συνείδηση του από την ελπίδα της ελάφρυνσης. Αντίθετα προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη στον άλλο του γιο, ενώ στην τελική αγόρευση έγινε για πρώτη φορά και αναφορά στην εν διαστάσει σύζυγό του και μητέρα του θύματος με έμμεσες πλην σαφείς αιχμές ότι και αυτή εμπλεκόταν στην φόνευση του γιού της. Αποκαλύπτεται ο εφεσίβλητος, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, ως ένα άτομο ιδιαίτερα σκληρό και αδίστακτο, ώστε να επιβάλλεται η απομάκρυνση του από την κοινωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα», όπως αναφέρεται στην απόφαση.
Το Εφετείο αύξησε την ποινή από 10 σε 15 έτη λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ενόψει της σχετικής με την επ’ αδεία αποφυλάκιση καταδικασθέντων νομοθεσίας, ο εφεσίβλητος, εάν παρέμενε η ποινή των 10 ετών, θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση και εάν κρινόταν ότι δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την κοινωνία και γενικά ότι πληροί τις προϋποθέσεις θα δικαιούταν να αποφυλακιστεί επ` αδεία σε χρόνο πολύ πιο σύντομο από τα 10 χρόνια στα οποία αναφέρεται η απαγγελία της ποινής.
Το Ανώτατο έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να αποδώσει βαρύνουσα σημασία στο στοιχείο της αποτροπής που είναι συνδεδεμένη με τη βιαιότητα και την αναλγησία που χαρακτηρίζει τη διάπραξή του και αφετέρου δεν επιμέτρησε την ποινή υπό το πρίσμα του ενδεχομένου αποφυλάκισης επ’ αδεία σε συντομότερο , σε σχέση με την ποινή, χρόνο.