Νέο “τελεσίγραφο” με τη μορφή εξατομικευμένων επιστολών, που σηματοδοτεί την κρισιμότητα της φετινής χρονιάς για τη μείωση των παλιών “κόκκινων” δανείων, στέλνει η ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου.
Παράλληλα από τον τρέχοντα μήνα ανοίγει και το θέμα των προβλέψεων για τα νέα δάνεια που θα χορηγήσουν οι τράπεζες, ενώ οι τελευταίες βρίσκονται και σε αναμονή για την ανακοίνωση, εντός του έτους, των δεικτών επιπλέον κεφαλαίων που θα κληθούν να διαθέτουν για την προστασία των καταθέσεων.
Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα απαιτητικό ξεκίνημα της πρώτης χρονιάς υλοποίησης της τριετούς στοχοθεσίας των τραπεζών για τη μείωση των NPLs, κατά περίπου 55 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2021.
Οι επιστολές της ΕΚΤ
Σύμφωνα με πληροφορίες του “Κεφαλαίου”, μέσα στο επόμενο δεκαήμερο, με βάση σχετική απόφαση του Supervisory Board της ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζεςθα λάβουν επιστολές με τις οποίες θα τους ανακοινώνονται τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP) που ολοκλήρωσε ο SSM και τα οποία θα συμπληρώνουν το πόρισμα των stresstests του περασμένου Μαΐου, δίνοντας τη συνολική εικόνα για την επάρκεια –αλλά και τις τυχόν ανάγκες– κεφαλαίων των τραπεζών. Αντίστοιχες αποφάσεις θα εκδώσει και η Τράπεζα της Ελλάδος για τις μη συστημικές τράπεζες, οι οποίες εμπίπτουν στην εποπτεία της.
Το περιεχόμενο των επιστολών αυτών είναι απόρρητο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έχουν συναγάγει από τις επαφές τους με τους επόπτες κατά το διάστημα που έτρεχε ο έλεγχος SREP, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες θα έχουν δείκτες συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας μεταξύ 13% και 14%. Πρόκειται για δείκτες που δεν πιέζουν άμεσα τις τράπεζες για κεφαλαιακή ενίσχυση και δίνουν ένα περιθώριο ασφαλείας μέχρι τα stresstests της επόμενης χρονιάς.Το περιθώριο αυτό, όμως, θα πρέπει να αξιοποιηθεί για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων έτσι ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες.
Οι επιστολές της ΕΚΤ προς τις τράπεζες με τα πορίσματα του φετινού SREP(δηλ. αυτού που ολοκληρώθηκε και θα ισχύσει για το 2019) και τις κατευθύνσεις του επόπτη για την κάθε τράπεζα ανοίγουν για τις τράπεζες και το θέμα των προβλέψεων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Και αυτό διότι η διαχείριση των κινδύνων, πρωτίστως μεταξύ αυτών ο πιστωτικός, είναι αυτό που εξετάζει ο έλεγχος SREP για να διαμορφώσει την εικόνα της κεφαλαιακής κατάστασης της κάθε τράπεζας, καλώντας την να λάβει τα αντίστοιχα διορθωτικά μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Το πώς οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν με προβλέψεις τα δάνεια που έχουν ήδη χορηγήσει, αποτελεί αντικείμενο της καθεμίας ξεχωριστά σε συνεννόηση με τον επόπτη. Συνολικά, ωστόσο, κεφάλαια θα πρέπει να μπουν στην άκρη, μειώνοντας τα περιθώρια κερδοφορίας των τραπεζών.
Ημερολόγιο προβλέψεων
Στο ίδιο καταλήγουν και οι αυξημένες προβλέψεις που θα πρέπει να σχηματίζουν οι τράπεζες για τα νέα δάνεια, καθώς οδηγούν μελλοντικά σεμεγαλύτερες ανάγκες διακράτησης κεφαλαίων, συνεπώς σε κίνδυνο περαιτέρω συρρίκνωσης της κερδοφορίας ή και ζημιών για τους μετόχους.Και αυτό, την ώρα που α) η αγορά φαίνεται να αμφισβητεί την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών ότι μπορούν να επιτύχουν τους στόχους μείωσης τωνNPEsμε ουδέτερο τρόπο ως προς τα κεφάλαιά τους και β) τα έσοδα των τραπεζών δεν φαίνεται να βρίσκουν διέξοδο για την αύξησή τους.
Το λεγόμενο provision calendar, με το οποίο θα πρέπει να κινηθούν εφεξής οι τράπεζες πανευρωπαϊκά, προβληματίζει τους Έλληνες τραπεζίτες σχεδόν περισσότερο και από τους στόχους μείωσης των “κόκκινων” δανείων. Οι νέοι κανόνες θα απαιτούν σημαντική “εξοικονόμηση” κεφαλαίων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου στα νέα δάνεια που θα χορηγούν οι τράπεζες. Προβλέπεται, συγκεκριμένα, ότι οι τράπεζες θα πρέπει να εξοικονομούν κεφάλαια για τουλάχιστον το 35% της έκθεσής τους σε μη εξασφαλισμένα δάνεια, δύο χρόνια αφότου αυτά καταστούν επισφαλή, και στη συνέχεια να προχωρούν σε πλήρη κάλυψή τους μετά από τρία χρόνια.
Οι τράπεζες θα πρέπει να καλύπτουν με προβλέψεις το 25% των δανείων που εξασφαλίζονται με λιγότερο ασφαλή κινητά collateral, τρία χρόνια αφότου αυτά καταστούν ληξιπρόθεσμα, ανεβάζοντας το ποσοστό κάλυψης σε 35% ύστερα από τέσσερα χρόνια, 80% έπειτα από έξι χρόνια, και στο 100% έπειτα από επτά χρόνια.
Όσο για τα δάνεια που εξασφαλίζονται από ακίνητα, το χρονοδιάγραμμα κάλυψης από προβλέψεις απαιτεί κάλυψή τους κατά 25% μετά από τρία χρόνια, 35% μετά από τέσσερα χρόνια, 55% μετά από πέντε χρόνια, 70% μετά από έξι χρόνια, 80% μετά από επτά χρόνια, 85% μετά από οκτώ χρόνια και πλήρη κάλυψη ύστερα από εννέα χρόνια.
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν λιγότερα παραγωγικά κεφάλαια για τους μετόχους των τραπεζών, μικρότερα περιθώρια κερδοφορίας και ορατό κίνδυνο ζημιών και υποχρεωτικών αυξήσεων κεφαλαίου, με αποτέλεσμα νέο dilution των ιδιωτών μετόχων και προοπτική την κρατική ενίσχυση των τραπεζών.
Οι νέες υποχρεώσεις που έρχονται για τις προβλέψεις των δανείων καθιστούν επιτακτική την ανάγκη μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με “ταχύτητα φωτός”. Προς αυτή την κατεύθυνση, προωθούνται παράλληλα οι δύο προτάσεις που έχουν κατατεθεί, από την κυβέρνηση (ΤΧΣ) και την Τράπεζα της Ελλάδος, για τη συλλογική αντιμετώπιση του ζητήματος των NPEs.
Το προβάδισμα έχει η πρόταση του ΤΧΣ, η οποία εκτιμάται ότι θα πάρει το πράσινο φως από τις ευρωπαϊκές Αρχές μέσα στον Φεβρουάριο, με προοπτική να μπορέσει να λειτουργήσει τον Απρίλιο. Το ζητούμενο είναι η DGComp, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα (όπως συνέβαινε με τα ιταλικά, όταν εφαρμόστηκε το αντίστοιχο μοντέλο κρατικών εγγυήσεων σε NPLs στην Ιταλία), να δώσει την έγκρισή της στην παροχή κρατικών εγγυήσεων για τα “κόκκινα” δάνεια, αποδεχόμενη την τιμολόγηση που θα δώσουν οι αγορές για τα spreads στην τιμή των εγγυήσεων. Σημειώνεται ότι το πόσο θα τιμολογηθούν τα spreads αυτά, θα κριθεί από τα ασφάλιστρα πιστωτικού κινδύνου (CDS) των τραπεζών.
Παράλληλα με την πρόταση του ΤΧΣ, τρέχει και η πρόταση της ΤτΕ, η οποία θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή ενδεχομένως και από τον Ιούνιο. Οι αγορές δείχνουν, επίσης, ενδιαφέρον για την πρόταση της ΤτΕ, η οποία παρουσιάστηκε την εβδομάδα αυτή σε ξένους επενδυτές στο Λονδίνο. Η πρόταση αυτή, πέραν του ότι μπορεί να “σηκώσει” περισσότερα “κόκκινα” δάνεια από τους ισολογισμούς των τραπεζών, λύνει ταυτόχρονα και το πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου (DTC) που δημιουργεί θέμα dilution για τους υφιστάμενους μετόχους των τραπεζών.
Το ότι με τη μεταφορά αναβαλλόμενου φόρου από τα κεφάλαια των τραπεζών αυτά απομειώνονται, είναι ένα μείον, αλλά με σοβαρό αντεπιχείρημα από τις εποπτικές Αρχές. Και αυτό διότι ταυτόχρονη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και μείωση του DTC, οδηγεί σε καλύτερο “πιστοποιητικό υγείας” στις τράπεζες από τον επόπτη και δημιουργεί ενδιαφέρον για μελλοντική είσοδο ξένων επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η πρόταση της ΤτΕ θα παρουσιαστεί εκ νέου στον SSM (θα πρόκειται για την τρίτη παρουσίαση). Καταπώς φαίνεται οι δύο προτάσεις κινούνται παράλληλα, και οι δύο πλευρές (κυβέρνηση – ΤτΕ) εκτιμούν ότι το ιδανικό είναι να εγκριθούν και οι δύο, και οι αγορές να “επιβάλουν” στην πορεία το αποδοτικότερο σχήμα.
Υπενθυμίζεται ότι το σχέδιο του ΤΧΣ προβλέπει μεταφορά 15 – 20 δισ. ευρώ “κόκκινων” δανείων σε Εταιρεία Ειδικού Σκοπού (Asset Protection Scheme). Τα δάνεια θα τιτλοποιηθούν για να πουληθούν σε επενδυτές, συνοδευόμενα από κρατικές εγγυήσεις. Μέσω αυτών, το Δημόσιο θα εγγυάται το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς μεταξύ των προβλέψεων που καλύπτουν τα δάνεια και της τιμής αγοράς στην οποία θα αγοραστούν, προκειμένου να περιοριστεί δραστικά η ζημιά για τις τράπεζες. Οι εγγυήσεις μπορεί να φτάσουν στα 5-6 δισ. ευρώ.
Πιο περίπλοκη στην εφαρμογή της,η πρόταση της ΤτΕ αφορά τη μεταφορά σε όχημα ειδικού σκοπού (SPV) μη εξυπηρετούμενων δανείων, ονομαστικής αξίας40 δισ. ευρώ. Το SPV θα εκδώσει και θα μεταφέρει στις τράπεζες ομόλογα ίσα με τη λογιστική αξία των δανείων που θα μεταφερθούν (20 δισ. ευρώ μετά την αφαίρεση των προβλέψεων). Παράλληλα, θα ενεργοποιηθεί αναβαλλόμενος φόρος, ύψους 7,5 δισ. ευρώ, ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί ως εγγυήσεις στοSPV προκειμένου τα “κόκκινα” δάνεια να φύγουν από τις τράπεζες και να εκδοθούν έναντι αυτών ομόλογα που θα πουληθούν σε ιδιώτες επενδυτές.
Εάν οι ανακτήσεις από τη διαχείριση θα είναι μικρότερες από την αξία των ομολόγων, τότε ο κωδικός DTC που θα ανήκει στο SPV θα μετατρέπεται σε μετρητά για να καλύψει το έλλειμμα. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίζεται η αξία των ομολόγων για τους επενδυτές.
Με την πρόταση της ΤτΕ, οι τράπεζες απαλλάσσονται από μεγαλύτερο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, ωστόσο απομειώνουν την καθαρή τους θέσηκατά 7,5 δισ. ευρώ λόγω της “απόσπασης” αναβαλλόμενου φόρου. Αυτό θα τις υποχρεώσει σε νέα κεφαλαιακή ενίσχυση (όχι απαραιτήτως με μετοχές) και θα απαιτηθεί από την ΕΚΤ ανοχή (regulatory forbearance) για την υποχώρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας μέχρι να πουληθούν τα “κόκκινα” δάνεια από το SPV.