Στην επταετία η ολοσχερής κάλυψη από προβλέψεις για νέα «κόκκινα» δάνεια. Περίοδος οκταετίας στις εγχώριες τράπεζες για το απόθεμα των NPEs. Οι συστάσεις της ΕΚΤ κατά τη διαδικασία της εποπτικής αξιολόγησης και γιατί δεν δημιουργούν άμεσο πρόβλημα.
Έναν περίπλοκο οδικό χάρτη για το πώς θα σχηματίζουν προβλέψεις όσον αφορά νέα και υφιστάμενα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα (Non Performing Exposures – NPEs) έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι εγχώριες τράπεζες, καθώς στη γνωστή οδηγία για τον χειρισμό των νέων NPEs προστέθηκαν οι κατευθύνσεις της ΕΚΤ για το υφιστάμενο απόθεμα κόκκινων δανείων και το νέο πλαίσιο που ψήφισε το Ευρωκοινοβούλιο.
Όπως είναι γνωστό, την 1η Απριλίου 2018 έχει τεθεί σε ισχύ το addendum της ΕΚΤ για το πώς θα αντιμετωπίζουν οι τράπεζες νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Δάνεια, δηλαδή, που καθίστανται μετά την 1η Απριλίου μη εξυπηρετούμενα ή αμφίβολης είσπραξης.
Το πλαίσιο προβλέπει ότι για όσα νέα NPEs διαθέτουν εξασφαλίσεις οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίζουν προβλέψεις στο 100% της ονομαστικής αξίας του δανείου, ως το τέλος του 2025. Για όσα δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις δίνεται περίοδος διετίας (2018-19) για ολοσχερή κάλυψη από προβλέψεις. Αν δεν συμμορφωθούν στις παραπάνω υποδείξεις, ο επόπτης θα αφαιρεί την επίπτωση της προσαρμογής, όταν υπολογίζει την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Επιπρόσθετα, κατά τη διαδικασία της εποπτικής αξιολόγησης (SREP) που βρίσκεται σε εξέλιξη, μετά το πανευρωπαϊκό stress test, η ΕΚΤ συστήνει στις εποπτευόμενες τράπεζες να ακολουθήσουν συγκεκριμένους κανόνες και ως προς τον σχηματισμό προβλέψεων για το απόθεμα των NPEs. Τα χρονικά όρια ως την ολοσχερή κάλυψη από προβλέψεις ποικίλλουν ανά τράπεζα, καθώς συνυπολογίζεται το ύψος του αποθέματος και των προβλέψεων.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, στις εγχώριες συστημικές τράπεζες η ΕΚΤ έχει συστήσει τα εξής για όσα δάνεια ανήκαν στη δεξαμενή των NPEs κατά την 31η Μαρτίου 2018 (σ.σ. ημερομηνία κατά την οποία «στρεσαρίστηκαν» οι ισολογισμοί των τραπεζών):
– οι τράπεζες θα πρέπει να διαθέτουν ως το 2020 προβλέψεις που να αντιστοιχούν στο 40% της ονομαστικής αξίας, για όσα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με εξασφαλίσεις συμπληρώνουν επταετία σε αυτό το καθεστώς. Η πρόβλεψη θα πρέπει να φθάσει στο 100% το 2026.
– για όσα δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις και το 2020 έχουν τουλάχιστον μια διετία σε κατάσταση μη εξυπηρέτησης, θα πρέπει οι τράπεζες να διαθέτουν προβλέψεις που να αντιστοιχούν στο 50% της αξίας τους.
Οι προβλέψεις θα φθάσουν στο 100% στο τέλος του 2025.
Χορηγείται, δηλαδή, επαρκής χρόνος (σ.σ. έως οκταετία), προκειμένου οι εγχώριες τράπεζες είτε να ρυθμίσουν αποτελεσματικά, είτε να πωλήσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους.
Επιπρόσθετα η αφετηρία των απαιτήσεων για προβλέψεις είναι μάλλον χαμηλή, αν συνυπολογιστεί ότι οι εγχώριες τράπεζες διαθέτουν μέσο συντελεστή κάλυψης της τάξης του 49%, όταν η ΕΚΤ ζητά το 2020 να είναι τουλάχιστον 40% για τα NPEs με εξασφαλίσεις και 50% για τα χωρίς εξασφαλίσεις.
Το πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες εστιάζεται σε κάποιες υποκατηγορίες,όπως για παράδειγμα τα «κόκκινα» στεγαστικά που τυγχάνουν νομικής προστασίας. Για τα παραπάνω δάνεια, αν δεν αφαιρεθούν αποτελεσματικά οι όποιοι περιορισμοί, πιθανώς να απαιτηθεί σχηματισμός πρόσθετων προβλέψεων. Πάντως για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα οι τράπεζες ετοιμάζουν τιτλοποιήσεις κόκκινων στεγαστικών.
Για όσες τράπεζες δεν συμμορφωθούν προς τις παραπάνω συστάσεις, η ΕΚΤ θα ενσωματώνει το κόστος της προσαρμογής στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, κατά την εποπτική αξιολόγηση.
Τέλος, πριν από μερικές ημέρες, το Ευρωκοινοβούλιο ψήφισε ένα νέο πλαίσιο για τις προβλέψεις που θα σχηματίζουν οι τράπεζες όσον αφορά νέες χορηγήσεις (σ.σ. που έχουν δοθεί μετά τον Μάρτιο του 2018), οι οποίες καθίστανται μη εξυπηρετούμενες.
Για όσα νέα δάνεια με εξασφαλίσεις βρεθούν σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, το πλαίσιο προβλέπει σχηματισμό πρόβλεψης, που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 35% της αξίας τους το 2021, ενώ για όσα δεν έχουν εξασφαλίσεις, θα πρέπει το 2022 να καλύπτονται ολοσχερώς από προβλέψεις.
Στόχος όλων των παραπάνω πλαισίων είναι οι τράπεζες να προχωρούν σε ενεργητική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς η βασική τους δουλειά είναι να χορηγούν δάνεια και να εισπράττουν τόκους και δόσεις. Αν δεν μπορούν να εισπράξουν, θα πρέπει να καταγγέλλουν ταχύτερα τα δάνεια και να εκποιούν τις όποιες εξασφαλίσεις.
Η διακράτηση επί σειρά ετών στους ισολογισμούς τους μη εξυπηρετούμενων δανείων καθίσταται περισσότερο κοστοβόρος σε σχέση με την πώληση δανείων ή την εκποίηση των εξασφαλίσεων. Τα πολλαπλά και πολύπλοκα πλαίσια, όμως, δημιουργούν σύγχυση στους επενδυτές, οι οποίοι συνήθως επιθυμούν απλούστερους και άμεσα κατανοητούς κανόνες.