Αθώος, λόγω αμφιβολιών, κρίθηκε χθες από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου ιατρός – διευθυντής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου που κατηγορήθηκε για σωματική βλάβη από αμέλεια ασθενούς.
Πιο συγκεκριμένα στον ιατρό αποδόθηκε ότι στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 30ης Ιουλίου 2012 και έως τις αρχές Αυγούστου του ίδιου έτους, προκάλεσε σωματική βλάβη στην Α. Κ. από αμέλεια και ειδικότερα από έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ωστόσο δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του.
Ειδικότερα, εφέρετο ότι τον Ιούλιο τον 2012 η παθούσα διαγνώστηκε με χολολιθίαση και έχρηζε άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης, οπότε και προσέτρεξε στον κατηγορούμενο ιατρό. Η παθούσα εισήχθη την 29η Ιουλίου 2012 στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου προκειμένου να υποβληθεί σε προγραμματισμένη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή την επόμενη ημέρα.
Μετά την επέμβασή της παρουσίασε μετεγχειρητική χολόρροια από επικουρικό «κρυφό» χολάγγειο και χολοπεριτονιαίο με βλάβη του κοινού χολυδόχου πόρου, η οποία, όπως ανέφερε το κατηγορητήριο, αντιμετωπίστηκε επιπόλαια και τελικά ανεπιτυχώς από τον κατηγορούμενο, οπότε κρίθηκε απαραίτητη η κατεπείγουσα παραπομπή της σε εξειδικευμένη κλινική Αθηνών, όπου η παθούσα διακομίστηκε με ίδιο μέσο την 11η Αυγούστου 2012.
Κατά την εισαγωγή της στην Ευρωκλινική Αθηνών η παθούσα εφέρετο να παρουσίασε εικόνα αρχόμενης σήψης (ταχυσφυγμία, ταχύπνοια, αυξημένους δείκτες φλεγμονής στον αιματολογικό έλεγχο, κοιλιακό άλγος, χολόρροια από τον παροχετευτικό σωλήνα κοιλίας και μεγάλης έκτασης πλευριτική συλλογή στο δεξιό ημιθωράκιο) και υπεβλήθη άμεσα σε επέμβαση αποκατάστασης της συνέχειας του χολυδόχου πόρου.
Ο ιατρός εφέρετο να ενήργησε κατά παράβαση τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της Ιατρικής επιστήμης καθώς προέβη στην εφαρμογή μιας ειδικής χειρουργικής μεθόδου (λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή) χωρίς να έχει εξειδικευθεί και υποβληθεί στην προαπαιτούμενη ειδική εκπαίδευση εφαρμογής λαπαροσκοπικών τεχνικών, όπως ο μοναδικός ιατρός και υπεύθυνος της Μονάδας Λαπαροσκοπικής Χειρουργικής του ΓΝ Ρόδου και χωρίς επομένως να διαθέτει την απαιτούμενη από τη Διοίκηση του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου τυπική νομιμοποίηση για τη διενέργεια τέτοιου είδους επεμβάσεων.
Εφέρετο παραπέρα να ενήργησε χωρίς την έγκυρη συναίνεση της παθούσας αφού αυτή αποσπάστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί πλήρης σαφής και κατανοητή ενημέρωση ως προς το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε εξειδικευθεί ποτέ στην εφαρμογή λαπαροσκοπικών τεχνικών και συνεπώς σε περίπτωση οποιασδήποτε επιπλοκής -όπως και συνέβη εν προκειμένω με την επιμένουσα μετεγχειρητική χολόρροια- ήταν αδύνατη η αντιμετώπισή της καθώς στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου δεν υπήρχαν οι απαιτούμενες υποδομές για την διενέργεια των εξετάσεων που τελικά διενεργήθηκαν αλλού (υπερηχογράφημα κοιλίας και διαγνωστική ενδοσκοπική παλλίνδρομη χολαγγειο-παγκρεατογραφία ERCP).
Η Εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή της εισηγήθηκε στο δικαστήριο να κριθεί αθώος ο κατηγορούμενος επισημαίνοντας συνοπτικώς στην πλήρως αιτιολογημένη πρότασή της ότι τήρησε τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επέδειξε την επιβαλλόμενη προσοχή και επιμέλεια ενώ δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεώς του και του αποτελέσματος.
Επεσήμανε ότι υπήρξε επιπλοκή η οποία αντιμετωπίστηκε και η οποία ήταν πάντως απρόβλεπτη λόγω και απρόβλεπτης ανατομικής ανωμαλίας της γυναίκας, ενώ συνέταξε πλήρες υπόμνημα για την κατάστασή της και τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί προκειμένου να ενημερωθούν πλήρως οι ιατροί που ανέλαβαν την αποκατάστασή της σε νοσοκομείο των Αθηνών.
Ο ίδιος απολογούμενος κατέστησε σαφές ότι ενήργησε τα δέοντα, άποψη που εξέφρασαν και οι μάρτυρες της δίκης ως και ο πραγματογνώμονας, τονίζοντας μάλιστα ότι έχει ήσυχη την συνείδησή του.
Σε ό,τι αφορά έγγραφο που τον έφερε να μην έχει δικαίωμα διενέργειας λαπαροσκοπικών επεμβάσεων, που πάντως ανακλήθηκε με άλλο απευθείας από το Υπουργείο Υγείας, ο ιατρός ανέφερε ότι ενήργησε επεμβάσεις του είδους σε πλήρη γνώση του νοσοκομείου και ότι τα όσα ειπώθηκαν εις βάρος του έγιναν σε ένα διάστημα μεταβατικής προσωρινής διοίκησης του νοσηλευτικού ιδρύματος και αποσκοπούσαν στο να τον αποκλείσουν από τη διενέργεια επεμβάσεων του είδους.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρέστη ο δικηγόρος κ. Νικόλαος Διαλυνάς και ως συνήγορος πολιτικής αγωγής ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.