Μεγάλο «χτύπημα» δέχτηκε το Σίτι του Λονδίνου, ένα από τα ισχυρότερα κέντρα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στον κόσμο και το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, καθώς υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στην Ευρωπαϊκή Ενωση συστήνουν αυστηρότερους κανόνες λειτουργίας στη μετά Brexit εποχή. Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισαν να αλλάξουν τους υπάρχοντες κανόνες για τις χρηματοοικονομικές εταιρείες εκτός Ε.Ε. ενόψει της αποχώρησης της Βρετανίας, σύμφωνα με πληροφορίες του αμερικανικού πρακτορείου Bloomberg και της εφημερίδας Financial Times.
Οπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση των κρατών-μελών, «η Κομισιόν αναλαμβάνει να αξιολογήσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που θα ισχύουν σε χρηματοοικονομικές εταιρείες εκτός της Ε.Ε., οι οποίες παρέχουν παρεμφερείς υπηρεσίες των τραπεζών». Αυστηρότερες προδιαγραφές θα εφαρμόζονται σε δραστηριότητες με «συστηματική σημασία», τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση. Οι τομείς που θα επηρεαστούν περισσότερο είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών π.χ. σε εξαγορές και συγχωνεύσεις ή στην άντληση κεφαλαίων από τις αγορές. Για την παροχή πιο παραδοσιακών τραπεζικών υπηρεσιών, όπως είναι η χορήγηση δανείων, η Ε.Ε. ζητεί την εγκατάσταση υποκαταστημάτων.
Η Ε.Ε. ουσιαστικά προωθεί αλλαγές στο πλαίσιο της οδηγίας MiFID II, η οποία τέθηκε σε ισχύ μόλις το 2018 και περιλαμβάνει τους κανόνες λειτουργίας των χρηματοοικονομικών εταιρειών εκτός της Ε.Ε. Στο επίκεντρο των εργασιών της Ε.Ε. είναι το καθεστώς ισοδυναμίας που θα ισχύει για τις χρηματοοικονομικές εταιρείες του Σίτι του Λονδίνου μετά το Brexit. Κάτω από αυτό το καθεστώς ισοδυναμίας, οι Βρυξέλλες θα προσδιορίζουν εάν οι κανόνες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μιας χώρας είναι εξίσου αυστηροί με το αντίστοιχο πλαίσιο της Ε.Ε. Μόνον υπό αυτήν την προϋπόθεση θα μπορούν οι χρηματοοικονομικές εταιρείες να παρέχουν υπηρεσίες στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Το Σίτι του Λονδίνου θεωρείται από τα πιο σημαντικά κέντρα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στον κόσμο. Απασχολεί περίπου 513.000 άτομα. Δηλαδή ένας στους 58 εργαζόμενους στη Βρετανία απασχολείται στο Σίτι του Λονδίνου, συνεισφέροντας με 49,2 δισ. στερλίνες στο εθνικό εισόδημα της χώρας και το 2,8% της οικονομικής παραγωγής. Το οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο του 2017, το βρετανικό δημόσιο εισέπραξε 72,1 δισ. στερλίνες από τράπεζες και εταιρείες του Σίτι του Λονδίνου.
Μετά το δημοψήφισμα για το Brexit –το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουλίου του 2016 με τους Βρετανούς να τάσσονται υπέρ της αποχώρησής τους από την Ε.Ε.– η Φρανκφούρτη, το Παρίσι, το Δουβλίνο και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις καταβάλλουν προσπάθειες για να αποσπάσουν ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο από το Σίτι του Λονδίνου.
Παράλληλα, οι βρετανικές τράπεζες αναθεωρούν προς τα κάτω τις προσδοκίες τους για τη μετά Brexit εποχή, καθώς θα χάσουν την ελεύθερη πρόσβαση που είχαν στις αγορές κεφαλαίου της Ε.Ε. ως κράτος-μέλος. Αρχικά η βρετανική κυβέρνηση προσπάθησε να διατηρήσει τους όρους ελεύθερης πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου της Ε.Ε. για τις βρετανικές χρηματοοικονομικές εταιρείες μετά το Βrexit, αλλά η Ε.Ε. ξεκαθάρισε πως δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ευνοϊκή μεταχείριση σε μια χώρα που επιλέγει να αποχωρήσει από το κλαμπ των Βρυξελλών.