Με την υπ’ αρίθμ. 1558/2018 απόφαση πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 162/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις που ασκήθηκαν για την ακύρωση της υπ΄αριθμ. 28/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία δικαιώθηκαν μερικώς οι θέσεις της υπό εκκαθάριση πλέον Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για την πολύκροτη υπόθεση του σκανδάλου που εκτυλίχθηκε στην κινητή μονάδα της Κάσου.
Εξετάστηκε συγκεκριμένα η αναίρεση τετραμελούς οικογένειας της Κάσου και οι θέσεις της έγιναν δεκτές.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξετάσει κατ’ αντιµωλία τις αντίθετες αγωγές των δύο αντίδικων µερών και µε την απόφαση, που εξέδωσε, ετάχθη υπέρ των θέσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας διατάσσοντας, την οικογένεια να της καταβάλει το ποσό των 317.489,02 ευρώ ως αποζηµίωση για τη βλάβη που προκλήθηκε στην τράπεζα.
Τα µέλη της οικογένειας εξέθεσαν ότι στο κινητό συνεργείο της τράπεζας στην Kάσο διατηρούσαν πέντε τραπεζικούς λογαριασµούς συνολικού ύψους 380.000 ευρώ.
Οτι στις 16.03.2006, όταν χορήγησαν έγγραφη εντολή για ανάληψη µετρητών από τους ως άνω λογαριασµούς τους στον ταµία, ο τελευταίος οµολόγησε σ’ αυτούς ότι είχε αφαιρέσει, χωρίς εντολή, το ποσό των 270.000 ευρώ και ότι τους υποσχέθηκε να το επιστρέψει εντός τεσσάρων ηµερών, υπογράφοντας µάλιστα προς τούτο και υπεύθυνη δήλωση µε θεωρηµένο το γνήσιο της υπογραφής του.
Εξέθεσαν ακόµη ότι είχαν οµόλογα της τράπεζας συνολικού ύψους 600.000 ευρώ, τα οποία όµως έπαψαν να ανανεώνονται από τον Iούλιο του έτους 2004 και ότι αυτά τελικά ρευστοποιήθηκαν παρανόµως και χωρίς σχετική εντολή τους από τον ταµία.
Κατήγγειλαν επιπλέον ότι η τράπεζα δεν τους επιστρέφει 16 επιταγές που εκδόθηκαν σε διαταγή τους από τρίτους για την αγορά µε προσύµφωνο 2 ακινήτων σε Κάρπαθο και Κάσο.
Υποστήριξαν επιπλέον ότι η τράπεζα, ενώ στην αρχή τους είχε διαβεβαιώσει ότι θα τους εξασφάλιζε µετά από έλεγχο που διενήργησε µε υπαλλήλους της και χωρίς την παρουσία επόπτη της Τράπεζας της Ελλάδος στην θυρίδα της Κάσου, έλεγχο τον οποίον αµφισβητεί για την ορθότητα και την αξιοπιστία του, στη συνέχεια αρνήθηκε ότι τους όφειλε χρήµατα, αρνήθηκε να τους επιστρέψει τις επιταγές και τους είπε ότι είχαν αναλάβει τα οµόλογα, αν και αυτοί τα είχαν στα χέρια τους.
Με την αγωγή τους αξίωσαν αποζηµίωση συνολικού ύψους 1.124.500 ευρώ για ουσιαστικές βλάβες και 400.000 ευρώ για ηθικές βλάβες που, όπως υποστηρίζουν, υπέστησαν από την τράπεζα και τον υπάλληλό της.
Η τράπεζα υποστηρίζει ότι ο πρώην υπάλληλός της ανελάµβανε διάφορα ποσά από τους λογαριασµούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών – πελατών συνολικού ποσού 591.595,89 ευρώ.
Καταγγέλλει ακόµη ότι χορήγησε υπό τύπον ιδιωτικών εξωτραπεζιτικών δανείων σε διάφορους κατοίκους της Κάσου το συνολικό ποσό των 730.138,11 ευρώ, για ικανοποίηση προσωπικών αναγκών τους, εν αγνοία της τράπεζας και χωρίς παραστατικά της, ενεργώντας παράνοµες αναλήψεις από καταθετικούς λογαριασµούς.
Υποστηρίζει ακόµη ότι διοχέτευσε το συνολικό ποσό των 317.489,02 ευρώ από τα χρήµατα που είχε υπεξαιρέσει στην οικογένεια. Η τράπεζα ισχυρίζεται ακόµη ότι µεταξύ του πρώην υπαλλήλου και των µελών της οικογένειας υπήρχε τέτοια στενή και ανεξήγητη σχέση, ώστε να εκτελεί τις παράνοµες εντολές τους κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών της. Υποστηρίζει επιπλέον ότι η οικογένεια ισχυρίζεται ψευδώς ότι έχει καταθέσει σηµαντικά ποσά στην τράπεζα.
Το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου έχει εξετάσει εξάλλου έφεση που άσκησε κατά της υπ΄ αριθμ. 146/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ο πρώην υπάλληλος της τράπεζας, που διατάχθηκε να καταβάλει στην Συνεταιριστική αποζημίωση ύψους 591.595,89 ευρώ.
Την τράπεζα εκπροσωπεί το δικηγορικό γραφείο Στεφανίδη, τον υπάλληλο ο δικηγόρος κ. Ν. Παπανικήτας και την οικογένεια ο δικηγόρος κ. Μ. Βλάχος.