Αναίρεση αθωωτικής απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης
Με την υπ’ αριθμ. 122/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΣΤ Ποινικό Τμήμα) έγινε δεκτή αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με αθωωτική απόφαση ειδικευόμενης και ειδικευμένης ιατρού για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
Απόσπασμα της απόφασης
Από το συνδυασμό των διατάξεων 302 παρ. 1 και 28 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται:
α) να μην καταβλήθηκε από το δράση η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική,
β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και, κυρίως, εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και ν’ αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και
γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε.
Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται ειδικότερα ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από μέρους του των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, εφ’ όσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωση του με επιτακτικούς κανόνες, καθώς και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, η οποία δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης.
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 24 του α ν. 1565/1939 “Περί κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών.
Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς, απορρέει από το νόμο (άρθρ. 24 α.ν. 1565/1939 «Περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος»), από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (β. δ. 156/6-7-1955 και ήδη ν. 3418/2005 «Περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας») και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης.
Έτσι, ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψη του υπό την ανωτέρω ιδιότητα του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς, δηλαδή αν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση παρενέργειας ή επιπλοκής που μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς ή ακόμη και το θάνατο του, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητας του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις.
Δέον να σημειωθεί ότι η αδυναμία πρόβλεψης του ενδεχομένου να προκύψει αξιόποινου αποτελέσματος, καθίσταται ποινικά κολάσιμο υποκειμενικό μέγεθος εφ’ όσον ο δράστης όφειλε αντικειμενικά, κατά τις περιστάσεις και μπορούσε υποκειμενικά, με βάση τις προσωπικές του ικανότητες, να προβλέψει το αποτέλεσμα ως δυνατό και να το αποφύγει. Ειδικότερα, όσον αφορά στην οφειλόμενη από τον ιατρό προσοχή, δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί σχηματικά και δογματικά εκ προοιμίου, αλλά βρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Οι υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις του ιατρού, δεν είναι δυνατόν να τυποποιηθούν, δεδομένου ότι κάθε ιατρικό περιστατικό παρουσιάζει μοναδικότητα και ιδιοτυπία καθοριστική των ενδεδειγμένων ενεργειών του ιατρού και έτσι, προσδιοριστική της επιμέλειας την οποία πρέπει αυτός να καταβάλει.
Πρόδηλο καθίσταται ότι η εκτίμηση και αξιολόγηση των αντικειμενικών δεδομένων, εξαρτάται από το βαθμό και την ποιότητα της γνώσης και εμπειρίας του επιλαμβανόμενου ιατρού. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι το μέτρο της οφειλόμενης από τις περιστάσεις περίσκεψης του συγκεκριμένου ιατρού, πρέπει να είναι η προσοχή που δείχνει κάθε μέσος ιατρός αν βρεθεί, αν όχι κάτω από τις ίδιες, σε παρόμοιες συνθήκες με αυτές που βρέθηκε και ενήργησε ο κρινόμενος ιατρός. Ωστόσο, λαμβάνονται υπόψη και οι προσωπικές περιστάσεις ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες του δράστη, με αποτέλεσμα η απαιτούμενη προσοχή να διαφοροποιείται μεταξύ μη ειδικών (ειδικευόμενων) και ειδικευμένων ιατρών, καθ’ όσον οι τελευταίοι έχουν τις απαραίτητες γνώσεις που τους καθιστούν ικανότερους να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά που ανάγονται στην ειδικότητα τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 ν. 3418/2005 «Ο ιατρός ενεργεί με βάση α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκηση του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση, β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης».
Η εν λόγω διάταξη αποτυπώνει την ιδιαίτερη σημασία στις ιδιαίτερες γνώσεις και ικανότητες του ιατρού, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την επίταση της ευθύνης του.
Η οφειλόμενη προσοχή πρέπει να καταφάσκεται και στην περίπτωση του ανειδίκευτου ιατρού, όταν η διάγνωση του ανακύπτοντος προβλήματος δεν προϋποθέτει ειδικές ή επιπλέον ιατρικές γνώσεις, που προσδίδει στον ιατρό η απόκτηση μιας ειδικότητας, αλλά μπορεί να επιτευχθεί και με τις βασικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, που κάθε ιατρός πρέπει να διαθέτει.
Ειδικά όσον αφορά στους ειδικευόμενους ιατρούς, αυτοί ενεργούν ιατρικές πράξεις υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των ειδικευμένων ιατρών. Ο σκοπός εξ άλλου της απασχόλησης τους ως «ειδικευόμενων», είναι μέσα από την πρακτική εξάσκηση, να αποκομίσουν την απαραίτητη γνώση και εμπειρία, ούτως ώστε να καταστούν και οι ίδιοι «ειδικευμένου). Πλην όμως και, λαμβανομένου υπόψη κατά περίπτωση και του χρονικού διαστήματος της εξειδίκευσης που έχει παρέλθει, οι ειδικευόμενοι ιατροί μπορούν να διενεργούν ιατρικές πράξεις, για τις οποίες δεν απαιτούνται ιδιαίτερες ιατρικές γνώσεις (π.χ. αιμοληψία). Ευθύνονται δε, εάν δεν παράσχουν ή παράσχουν πλημμελώς ιατρική αρωγή (μη διενέργεια ιατρικών πράξεων ή διενέργεια αυτών κατά τρόπο εσφαλμένο, π. χ. πρώτες βοήθειες, εντολή διενέργειας εξετάσεων, αξιολόγηση συμπτωμάτων και αποτελεσμάτων εξετάσεων), για τις οποίες δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις. Για τις ιατρικές πράξεις που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, οι ειδικευόμενοι οφείλουν να ενημερώσουν άμεσα και χωρίς οιαδήποτε καθυστέρηση τους ειδικευμένους ιατρούς, άλλως βαρύνονται με «σφάλμα περί την ανάληψη». Επίσης ευθύνονται εάν ενεργούν κατά παράβαση των οδηγιών και των υποδείξεων των ειδικευμένων ιατρών.
Περαιτέρω συντρέχουν οι προϋποθέσεις ευθύνης και των τελευταίων (ειδικευμένων ιατρών) όταν αναθέτουν στους ειδικευόμενους τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, στις οποίες οι τελευταίοι αδυνατούν να ανταποκριθούν («σφάλμα περί την ανάθεση») λόγω έλλειψης εμπειρίας και γνώσεων, χωρίς τη δική τους εποπτεία Σύμφωνα δε με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). «Ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, ανεξάρτητα από την ειδικότητα του.
Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον ιατρό, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα για την άσκηση της ιατρικής, και ισχύει μέχρι την παραπομπή του ασθενή σε ιατρό κατάλληλης ειδικότητας ή τη μεταφορά του σε κατάλληλη μονάδα παροχής υπηρεσιών φροντίδας και περίθαλψης. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός οφείλει να εξαντλήσει τις υπάρχουσες, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, δυνατότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης».
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσαουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (Ολ. Α.Π. 1/2018, 1/2005).
Τέλος, στην αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ/μα 53/1974) και δεδομένου, ότι αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν αποδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητα του, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης (από τις προαναφερόμενες διατάξεις) ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ’ ΚΠοινΔ, όταν. α) είτε δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου είτε αναφέρονται με τρόπο ελλιπή ή ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και β) όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά της απόφασης και τα οποία έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσεως του (ολ ΑΠ 2/17, 3/10).
[…] Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο, δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απαλλαγή των κατηγορουμένων από την αποδιδόμενη σε αυτές πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Και τούτο γιατί ουδεμία μνεία διαλαμβάνεται στο αιτιολογικό για τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος, ούτε εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν δεν επαρκούσαν για την κατάφαση της ενοχής των κατηγορουμένων, ενώ, περαιτέρω, στην απόφαση έχουν εμφιλοχωρήσει αντιφάσεις, ασάφειες και λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr