Πηγή: dikastis.blogspot.com
ΣυμβΠλΒολ 37/2019: Απόρριψη προσφυγής κρατουμένου για τακτική άδεια (κατ΄επίφαση καλή διαγωγή και χρήση προηγούμενων αδειών)
Αριθμός 37/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΒΟΛΟΥ
Συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων του Πρωτοδικείου Βόλου, στις 21 Φεβρουαρίου 2019, παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Μπακίρη, για να σκεφθεί και αποφασίσει για την παρακάτω υπόθεση, στην οποία ο Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Χρήστος Καραγιάννης, υπέβαλε προς το Συμβούλιο αυτό την με αριθμό 6/2019/8γρ. έγγραφη πρότασή του η οποία καταχωρήθηκε στα βιβλία με αύξοντα αριθμό 24/2019 και έχει ως εξής:
ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΒΟΛΟΥ
Εισάγω στο Συμβούλιό σας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55§2 N. 2776/1999 καθώς και των άρθρων 32§§1 και 4 και 138§2 εδάφ. β΄ ΚΠΔ, την παρούσα προσφυγή ως προς την αίτηση του κρατουμένου στο Ε.A.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας Μαγνησίας Κ******* για χορήγηση τακτικής αδείας και εκθέτω τα εξής:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 N. 2776/1999 οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον εκτιμάται, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως νέων εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της αδείας καθώς και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις εκτιμώνται ιδίως η προσωπικότητα του καταδίκου καθώς και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης και κατά τη διάρκεια της κράτησης. Η τακτική άδεια χορηγείται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου καταστήματος κράτησης (αρθ. 70§1 Ν. 2776/1999), μετά από αίτηση του καταδίκου. Ο δικαστικός λειτουργός που προεδρεύει του Συμβουλίου, σε περίπτωση διαφωνίας του ως προς τη χορήγηση της αδείας, προσφεύγει εντός προθεσμίας 5 ημερών στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών ως Συμβούλιο (Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής), το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.
Ενώπιών Σας φέρεται προς κρίση η από 11-2-2019 αίτηση του κρατουμένου στο Ε.A.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας Μαγνησίας Κ****** για χορήγηση τακτικής αδείας 9 ημερών. Με την από 19-2-2019 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ανωτέρω καταστήματος κράτησης, αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η χορήγηση της αιτούμενης αδείας, μειοψηφούντος του προεδρεύοντος εισαγγελικού λειτουργού, ο οποίος αιτιολογημένα διαφώνησε ως προς τη χορήγησή της. Επομένως η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιων Σας, είναι νόμιμη και εμπρόθεσμη και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της.
Στην προκειμένη περίπτωση ο κρατούμενος στο Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας Μαγνησίας Κ********* εκτίει συνολική ποινή ισόβιας κάθειρξης 11 φορών και κάθειρξης 25 ετών και φυλάκισης 2 ετών για τα εγκλήματα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, διάπραξης ανθρωποκτονιών, τετελεσμένων και σε απόπειρα, ληστείας και ανυποταξίας, η δε κράτησή του έχει αρχίσει από 5-9-2002 (βλ. σχετικές υπηρεσιακές σημειώσεις επί του εντύπου της από 11-2-2019 αιτήσεως του εν θέματι κρατουμένου). Κατά τη διάρκεια της κράτησής του για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις ο συγκεκριμένος κατάδικος έχει προβεί στις κάτωθι αναφερόμενες αλλεπάλληλες δημόσιες δηλώσεις: α) σε ηχογραφημένες δηλώσεις του που δημοσιοποιηθήκανε την 12-1-2013 ο κρατούμενος ανέφερε ότι «το αστικό κράτος δεν μπορεί να εκδημοκρατιστεί, ούτε να εξανθρωπιστεί αλλά μόνο να ανατραπεί..να ανατραπεί από μια επανάσταση..η ένοπλη δράση δείχνει το δρόμο για την κλιμάκωση του κοινωνικού και του πολιτικού αγώνα» (https://vidbyte.com/view/tB22bXn2FoI), β) την 24-10-2014, ο κρατούμενος απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κείμενο όπου ανέφερε την ανάγκη αντίστασης στην κρατική τρομοκρατία (https://asirmatista.noblogs.org/post/2014/10/24/koufontina-gourna/), γ) την 22-9-2015, ο κρατούμενος απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κείμενο όπου περιγράφει τον εαυτό του ως πολιτικό κρατούμενο, που αμφισβήτησε δυναμικά και ένοπλα το μονοπώλιο της κρατικής βίας (https://athens.indymedia.org/post/1549311/) και δ) την 30-5-2018, ο κρατούμενος απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κείμενο όπου περιγράφει και πάλι τον εαυτό του ως πολιτικό κρατούμενο, που ο μόνος τρόπος που έχει για να διαφυλάξει την συνείδηση και την προσωπική του αξιοπρέπεια είναι «να ξαναπιάσει, μέσα και έξω από τη φυλακή, το κόκκινο νήμα των μακρών και πολύχρονων αγώνων με τους οποίους κατέκτησε τα δικαιώματά του» (https://athens.indymedia.org/post/1588355/). Όλες οι ανωτέρω δημόσιες προσωπικές δηλώσεις του κρατουμένου, που πραγματοποιήθηκαν διαχρονικά και μάλιστα κατά το τελευταίο και χρονικά εγγύτερο διάστημα της κράτησής του, ασφαλώς και καλύπτονται από το συνταγματικά αναγνωρισμένο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 14§1 Συντάγματος της Ελλάδος), πλην όμως συνηγορούν στην εκτίμηση ότι υφίσταται ενεργός κίνδυνος εκ μέρους του τελέσεως και νέων εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της αιτουμένης αδείας του καθώς και ότι αυτός δεν θα κάνει καλή χρήση αυτής. Επομένως η εν θέματι αίτηση χορήγησης τακτικής αδείας πρέπει να μη γίνει δεκτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Να μη χορηγηθεί η αιτούμενη τακτική άδεια στον κρατούμενο στο Ε.A.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας Μαγνησίας Κ********
Αφού το Συμβούλιο άκουσε τον Εισαγγελέα, Θωμά Καριοφύλλη, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, να αναπτύσσει και προφορικά την παραπάνω πρότασή και μετά την αποχώρηση του,
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στα άρθρα 54 έως και 58 του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα (Ν. 2776/1999) προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης άδειας εξόδου στους κρατουμένους από το κατάστημα κράτησης, όταν συντρέχουν οι οριζόμενες στα άρθρα αυτά προϋποθέσεις (ΓνωμΕισΕφΑθ 1/2001 ΠοινΔικ 2001.612). Με το μέτρο αυτό, το οποίο εντάσσεται στα μέτρα που προβλέπονται στο έβδομο κεφάλαιο του παραπάνω Κώδικα, που στοχεύουν στην επικοινωνία του κρατουμένου με το κοινωνικό περιβάλλον, διευκολύνεται ο κρατούμενος ακόμη περισσότερο, ώστε να μην αποκοπεί από την κοινωνία (ΓνωμΕισΕφΑθ 1/2001, ό.π., ΣυμβΠλημΠειρ 325/2009 δημ. Νόμος, ΣυμβΠλημΠατρ 132/2001 ΑρχΝ 2001.457).
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του αυτού νομοθετήματος, “Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον: 1. Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη. Κατ’ εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται εφ’ όσον έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του, χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη. Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρησή τους σε μια συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών. 2. Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα. 3. Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της αδείας, νέων εγκλημάτων. 4. Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του καταδίκου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παρ. 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη, η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας».
Περαιτέρω, αρμόδιο για τη χορήγηση των αδειών όργανο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 2 ΣΚ, το συμβούλιο του άρθρου 70 παρ. 1 ΣΚ, ήτοι το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Καταστήματος Κράτησης. Το Συμβούλιο αυτό συγκροτείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό, δηλαδή τον οικείο εισαγγελέα-επόπτη, το διευθυντή του καταστήματος και τον αρχαιότερο κοινωνικό λειτουργό. Πρόκειται επομένως για συλλογικό όργανο της διοίκησης (άρθρο 13 επ. Κώδ. Διοικ. Διαδικασίας/Ν. 2690/1999), στο οποίο εκτός από δημοσίους (διοικητικούς) υπαλλήλους, μετέχει και εισαγγελικός λειτουργός. Η συμμετοχή του τελευταίου, συγχωρείται, κατ` εξαίρεση, αν και “[η] ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται” (βλ. άρθρο 89 παρ. 2-3 Συντ.). Ωστόσο, εκ του λόγου τούτου -όπως παγίως γίνεται δεκτό σε θεωρία και νομολογία- δεν χάνεται σε καμία περίπτωση η φύση του οργάνου ως συλλογικού διοικητικού οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή των αποφάσεων που αυτό εκδίδει, ως διοικητικών πράξεων.
Συνεπώς, η επίκληση της συμμετοχής εισαγγελικού λειτουργού στη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ούτε δικαστικές καθιστά τις αποφάσεις του, ούτε αμάχητο τεκμήριο ορθότητας και νομιμότητας προσδίδει σ’ αυτές, και, βεβαίως, ούτε εκτός θεσμικών ελέγχων τις θέτει (βλ. σχετ. ΟλΣτΕ 2011/2003, Β. Καρύδη/Ευτ. Φυτράκη σε Ποινικός Εγκλεισμός και Δικαιώματα, έκδοση 2011. σελ. 126)
Τέλος, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 “Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκεί μέχρι τη νομοθετική θέσπιση του οργάνου αυτού, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής”. Αναφορικά με τη δυνατότητα χορήγησης άδειας εξόδου στους κρατούμενους από το κατάστημα κράτησης στο κατάστημα στο οποίο κρατούνται, δέον να σημειωθούν τα εξής: Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 55 του ΣΚ, γίνεται σαφώς διάκριση μεταξύ των τυπικών και των ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για τη χορήγηση τακτικής αδείας σε κρατούμενο. Στις τυπικές προϋποθέσεις περιλαμβάνεται (άρθρο 55 παρ. 1 ΣΚ) μια θετική, δηλαδή να έχει εκτιθεί ορισμένο μέρος της ποινής (1/5), ανάλογα με την ποινή ή και το είδος του εγκλήματος, και μια αρνητική, δηλαδή να μην εκκρεμεί ποινική διαδικασία για κακούργημα ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα. Στο ως άνω άρθρο, γίνεται λόγος για «έκτιση ποινής ισόβιας κάθειρξης», ήτοι για μία και μόνο ποινή ισοβίου καθείρξεως και όχι για πολλές ποινές ισοβίου καθείρξεως.
Ως εκ τούτου, ερευνητέο ερμηνευτικά τυγχάνει το ζήτημα της δυνατότητας χορήγησης τακτικής αδείας σε καταδικασμένους σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως. Κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, εφόσον ουδέν προβλέπεται, ούτε ρυθμίζεται ως προς τη χορήγηση αδείας σε καταδικασμένους σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν είναι επιτρεπτή, κατ` άρθρο 55 παρ. 1 ΣΚ, η χορήγηση τακτικής αδείας στις περιπτώσεις αυτές, διότι ο νομοθέτης θα το προέβλεπε ρητά. Ειδικότερα, είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης δεν αγνοεί ότι είναι δυνατόν να έχουν επιβληθεί σε βάρος ενός καταδίκου περισσότερες ποινές και δη, είτε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας, είτε ποινές ισοβίου καθείρξεως. Μεριμνά όμως και ρυθμίζει, για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ορίου ποινής που πρέπει να έχει εκτιθεί, προκειμένου ο κατάδικος να έχει το δικαίωμα να ζητήσει τακτική άδεια, μόνο τις περιπτώσεις που έχουν επιβληθεί περισσότερες της μίας πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ορίζει ότι για τον υπολογισμό της ποινής που πρέπει να έχει εκτιθεί, λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή, εφ’ όσον έχει γίνει προσμέτρηση κατά το άρθρο 94 του ΠΚ, διαφορετικά το άθροισμα των επιμέρους ποινών. Με άλλα λόγια, λαμβάνονται υπόψη όλες οι πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η ανωτέρω διάταξη παραπέμπει στο άρθρο 94 του ΠΚ, το οποίο, όμως, προβλέπει και ρυθμίζει ρητώς το ζήτημα της επιμετρήσεως και επιβολής συνολικής ποινής, μόνον όταν έχουν επιβληθεί πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, ενώ επί επιβολής πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, ουδέν ορίζει, ούτε προβλέπει. Τούτο είναι εύλογο, διότι το σύστημα της συνολικής ποινής δεν ισχύει, από τη φύση του πράγματος, στις περιπτώσεις της συρροής περισσοτέρων ποινών ισοβίου καθείρξεως ή μίας απ’ αυτές με άλλη πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, από τη φύση του πράγματος (δεν είναι νοητή επιμέτρηση και επιβολή συνολικής ποινής), από το κείμενο του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 και το «επιχείρημα από του εναντίου» (βλ. Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1-133, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2005, υπό το άρθρο 94, σελ. 1178, αριθμ. 15 και αυτόθι περαιτέρω παραπομπές). Εν όψει και του τελευταίου, είναι αυτονόητο ότι το αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1γ’ ΠΚ, σύμφωνα με την οποία η συνολική ποινή, όταν πρόκειται για κάθειρξη, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε (25) έτη, αφορά μόνον στην περίπτωση που η επιμέτρηση και η επιβολή συνολικής ποινής, λαμβάνει χώρα επί πρόσκαιρων στερητικών της ελευθερίας ποινών, αφού η ως άνω διάταξη, ούτε προβλέπει, ούτε ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως. Θα ήταν άλλωστε παράδοξο και αντίθετο προς τη λογική, να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης αποδέχεται δυνατότητα χορήγησης αδείας τακτικής, επί μεν επιβολής πολλών πρόσκαιρων στερητικών της ελευθερίας ποινών, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή, εάν είχε γίνει καθορισμός συνολικής ποινής ή το άθροισμα των επιμέρους ποινών, εάν δεν έχει γίνει επιμέτρηση και καθορισμός συνολικής ποινής, επί δε επιβολής πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, να λαμβάνεται υπόψη και να αρκεί, για τη χορήγηση τακτικής αδείας, η μία μόνο ποινή ισοβίου καθείρξεως. Η κρίση αυτή του Συμβουλίου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι είναι επιτρεπτή η χορήγηση τακτικής αδείας στον καταδικασμένο σε ισόβια κάθειρξη, εφ’ όσον δεν εκκρεμεί κατ’ αυτού ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος. Η προϋπόθεση αυτή, οδηγεί a contrario αβιάστως στο λογικό συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η χορήγηση τακτικής αδείας σε κρατούμενο με ποινή ισοβίου καθείρξεως, κατά του οποίου δεν εκκρεμεί απλώς ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος, αλλά είναι ήδη καταδικασμένος και για άλλη κακουργηματική πράξη και μάλιστα σε ισόβια κάθειρξη. Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο εάν, εκτός από τη δεύτερη ποινή ισοβίου καθείρξεως υπάρχουν και άλλες ακόμη ποινές ισοβίου καθείρξεως.
Εάν δεν ήθελαν γίνει δεκτά τα ανωτέρω, θα οδηγούμεθα στο εξής άτοπο, παράδοξο και παράλογο: Ο καταδικασμένος άπαξ σε ισόβια κάθειρξη, κατά του οποίου εκκρεμεί απλώς ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος (πράξη από την οποία ενδέχεται να απαλλαγεί), να απαγορεύεται να λαμβάνει τακτική άδεια, ενώ ο καταδικασμένος δύο, τρεις, πέντε ή δέκα φορές σε ισόβια κάθειρξη, να μπορεί να λαμβάνει τακτική άδεια, εφ’ όσον βεβαίως, έχει κρατηθεί οκτώ τουλάχιστον έτη. Το τελευταίο, επιβεβαιώνει αναμφιβόλως την ορθότητα της κρίσης αυτής του Συμβουλίου, ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 ΣΚ, στον καταδικασμένο σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν επιτρέπεται χορήγηση τακτικής αδείας (βλ. σχετ. Γ.Σανιδά ΠοινΔνη 2018. 993). Περαιτέρω, ο περιορισμός ή η στέρηση της φυσικής ελευθερίας αποτελεί επαχθή περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων, ο οποίος επιτρέπεται από το Σύνταγμα μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Η κράτηση του ατόμου στη φυλακή κατ’ αρχήν δικαιολογείται μόνον ως ποινή που έχει επιβληθεί από δικαστήριο και εκτίεται σύμφωνα με τους σωφρονιστικούς κανόνες. Ο σεβασμός της αξιοπρέπειας και των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, η οποία μάλιστα επιτείνεται από το πραγματικό γεγονός των εξ αντικειμένου πολλαπλών “παράπλευρων” περιορισμών της ελευθερίας και της κοινωνικότητας του προσώπου που συνεπάγεται ο εγκλεισμός. Η αρχή αυτή συνεπάγεται περαιτέρω, ότι ο κρατούμενος παραμένει φορέας όλων των συνταγματικών (ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών) δικαιωμάτων, εφόσον δεν συνέχονται αυτά άμεσα με την στέρηση της ελευθερίας του. Στερείται, αντίθετα, τη φυσική του ελευθερία με την έννοια της corpore παρουσίας σε χώρους εκτός της φυλακής. Η ποινή, όμως, δε στοχεύει στην απομόνωση του προσώπου, αλλά αντίθετα οφείλει να μεριμνά για τη μελλοντική επάνοδο του ατόμου στον κοινωνικό βίο. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η μείωση του δεινού της ποινής και η κοινωνική επανένταξη εμφανίζονται ως κύριες ή πάντως παράλληλες συνιστώσες της σωφρονιστικής κράτησης. Ακριβώς αυτούς τους στόχους εξυπηρετεί και η νομοθετικά κατοχυρωμένη (άρθρο 51 Σωφρονιστικού Κώδικα: ΣΚ, Ν 2776/1999) επικοινωνία του κρατουμένου με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, αφού, καθιστώντας δυνατή τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικογενειακών και ευρύτερα κοινωνικών σχέσεων, συμβάλλει τελικά αφενός στην ομαλή διαβίωση του κρατούμενου και αφετέρου στην ταχύτερη κοινωνική επανένταξη του (μετά τη λήξη της ποινής). [βλ. σχετ. Β. Καρύδη/Ευτ. Φυτράκη ο.π. σελ. 124, ΓνωμΕισΕφΑθ 1/2001 ΠοινΔνη 2001.612, ΣυμβΠλημΠατρ 132/2001 ΑρχΝ 2001.457).
Η κοινωνική επανένταξη, βέβαια, ολοκληρώνεται με την υποβοήθηση του κρατούμενου, μετά την απόλυσή του, για επάνοδο στον επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Ειδικότερα, θεσμοί με τους οποίους υλοποιείται η επικοινωνία των κρατουμένων είναι η υποδοχή επισκέψεων και οι άδειες εξόδου από τη φυλακή. Η χορήγηση τακτικών αδειών κατά την έκτιση της (στερητικής της ελευθερίας) ποινής γίνεται δεκτή τα τελευταία χρόνια όχι μόνον ως μοχλός για την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, αλλά και ως μέσο μείωσης των αρνητικών συνεπειών της κράτησης εν γένει. Μάλιστα στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης (Σύσταση No R (82) 16) προτείνεται να χορηγούνται (άδειες) «όσο πιο σύντομα και όσο πιο συχνά είναι δυνατό» αφού αυτές «διευκολύνουν την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων». Συνεπώς, καθιστώντας τον εγκλεισμό πιο ανθρώπινο και συμβάλλοντας στην ομαλή υποδοχή του κρατουμένου στον ελεύθερο βίο, η άδεια συνιστά δικαίωμα του κρατουμένου και ταυτόχρονα εξυπηρετεί το σκοπό της έκτισης της ποινής. Όπως ανωτέρω ήδη αναφέρθηκε, ο ΣΚ προβλέπει ένα σύστημα τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση τακτικής άδειας. Εφόσον η συνδρομή της τυπικής αυτής προϋπόθεσης επιβεβαιωθεί, απομένει να εξεταστεί η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, στηρίζονται στην παρούσα εκτίμηση της προσωπικότητας και της εν γένει τρέχουσας διαγωγής του κρατουμένου, με σκοπό να στοιχειοθετηθεί η πρόβλεψη για καλή χρήση της άδειας.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο 55 παρ. 1 ΣΚ “Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον: (1) … (3) εκτιμάται ότι δεν συντρέχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων. (4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του καταδίκου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παρ. 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδο του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας”. Έτσι, η πρόβλεψη ότι ο κρατούμενος “δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του”, κατά το νόμο, στηρίζεται σε στοιχεία αναγόμενα στην υποκειμενική στάση του αιτούντος. Σ’ αυτό κατατείνει και η ενδεικτική, οπωσδήποτε, καταγραφή στοιχείων που εκτιμώνται για τη διενέργεια αυτής της πρόβλεψης και τα οποία άπτονται χαρακτηριστικώς της υποκειμενικής στάσης και προσωπικότητας του κρατουμένου. Γίνεται πάντως δεκτό, ότι η καλή διαγωγή, η συνεργασία με το προσωπικό της φυλακής, η μη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, η πραγματοποίηση ημερομισθίων αποτελούν θετικές ενδείξεις για τη χορήγηση αδείας. Άλλωστε, κατά το γράμμα του νόμου, αυτό που απαιτείται είναι η δικαιολογημένη “προσδοκία” καλής χρήσης της άδειας και όχι η βεβαιότητα, κάτι άλλωστε αδύνατο όταν πρόκειται για το μέλλον, αφού μάλιστα “ο νομοθέτης γνώριζε ότι υπάρχουν απρόβλεπτοι και αστάθμητοι παράγοντες, που δυσκολεύουν το σχηματισμό επιτυχούς πρόγνωσης, όμως προέκρινε να δοκιμάσει και με το μέτρο αυτό τη δυνατότητα επανόδου του κρατουμένου στον έντιμο βίο̏. Ως εκ τούτου, η συνδρομή ή μη των λοιπών, ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος, θα πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά εξατομικευμένα αναφορικά με τον κάθε κρατούμενο. Δέον να σημειωθεί ότι το είδος του εγκλήματος (ανά έννομο αγαθό), η βαρύτητα αυτού (π.χ. κακούργημα τιμωρούμενο με απλή ή ισόβια κάθειρξη) ή και ειδικότερα στοιχεία αυτού (π.χ. τρόπος τέλεσης), δεν εντάσσονται στα στοιχεία που αξιολογούνται για τη διαπίστωση της συνδρομής των τυπικών ή ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου.
Σημειώνεται δε, ότι ενώ ο προηγούμενος ΣΚ επέτρεπε για τη χορήγηση άδειας να ληφθεί υπ` όψη η εγκληματική δράση του κρατουμένου και εν γένει “το παρελθόν του”, ο ισχύων ΣΚ (άρθρο 55) εστιάζει στη μετά το έγκλημα στάση του κρατουμένου και ιδίως στο παρόν του, δηλαδή στη διαγωγή του κατά την έκτιση της ποινής. Αντίθετα, ο νομοθέτης θέλησε να διακρίνει, και το έπραξε ρητώς, μόνο δύο κατηγορίες καταδικασμένων: για εσχάτη προδοσία (τους οποίους απέκλεισε εντελώς) και για εγκλήματα ναρκωτικών (επεφύλαξε αυξημένο ελάχιστο όριο εκτιθείσας ποινής). Εξάλλου, η εκτίμηση του εγκλήματος για τη χορήγηση άδειας προσκρούει, ενδεχομένως, στην απαγόρευση δεύτερης αξιολόγησης του αυτού στοιχείου, αφού αυτό αξιολογήθηκε κατά την επιμέτρηση της ποινής. Πλέον τούτων όμως, η βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος αποτελεί στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί (πια) στο παρόν και με ενέργειες του κρατουμένου, αποκλείοντας, ενδεχομένως, κάποιον για πάντα από την πρόσβαση σε τακτική άδεια (αφού η βαρύτητα του εγκλήματος δεν μπορεί να μεταβληθεί). Συνεπώς, το έγκλημα του κρατουμένου δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να θεμελιώσει λόγο απόρριψης αιτήματος τακτικής άδειας (βλ. σχετ. Β. Καρύδη/Ευτ. Φυτράκη ο.π. σελ. 124-130). Εξάλλου, η εκτίμηση ότι ο κατάδικος δεν θα τελέσει νέα εγκλήματα κατά την διάρκεια της άδειάς του τελεί σε συνάρτηση με την πορεία σωφρονισμού του, υπό την έννοια ότι για τη σχετική αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να επιστρατεύονται τα ίδια κριτήρια. Στην έννοια δε του σωφρονισμού, δεν περιλαμβάνεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ιδεολογική μεταστροφή του καταδίκου.
Ευλόγως, όμως, η έννομη τάξη συναρτά το σωφρονισμό του καταδίκου με την μη τέλεση νέων εγκλημάτων, ήτοι, ευθέως με το σεβασμό προς τα έννομα αγαθά, μεταξύ δε αυτών προεχόντως αυτό της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας αορίστου αριθμού προσώπων. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί, ότι η «καλή» διαγωγή δεν εξαντλείται στην εξωτερικά καλή συμπεριφορά, που συνίσταται (μεταξύ άλλων) στην έλλειψη σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τη διάρκεια της κράτησης ή στην τήρηση των όρων τυχόν χορηγηθείσας τακτικής άδειας (ΣυμβΕφΠειρ 24/2014, ΣυμβΕφΝαυπλ 86/1998, ΣυμβΕφΠατρ 247/1996, ΣυμβΠλημμΒόλου 76/2018, ΣυμβΠλημμΠειρ 945/2013, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, ως «καλή» διαγωγή νοείται η αληθής και πραγματική θετική συμπεριφορά, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς και η οποία συνιστά το θεμέλιο της διαπιστωμένης καλής διαγωγής, αποτελεί δε το ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του κρατούμενου (ΣυμβΕφΘράκης 2/2001, ΣυμβΠλημΒόλου 76/2018 ο.π., ΣυμβΠλημμΠειρ 945/2013, ΣυμβΠλημΠειρ 326/2004, δημ. Νόμος). Και αυτό, διότι η πειθήνια προσαρμογή του κρατουμένου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του, καθώς αυτή (η προσαρμογή) μπορεί να είναι προσποιητή, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα, εφόσον κύριος σκοπός είναι η απόλαυση των παρεχομένων προνομίων (όπως η χορήγηση άδειας εξόδου και η υφ’ όρον απόλυση) ως αντάλλαγμα της φερομένης καλής διαγωγής, η οποία όμως είναι σκοπούμενη, διαμορφώνεται υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων και δεν ενέχει το στοιχείο της πρωτοβουλίας και της εκούσιας αποδοχής (ΣυμβΠλημμΒόλου 76/2018 ο.π., ΣυμβΠλημμΠειρ 945/2013, ΣυμβΠλημΠειρ 1568/2003, δημ. Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση παραδεκτά και νόμιμα, σύμφωνα με τα άρθρα 32 παρ. 1 και 4, 138 παρ.2 ΚΠΔ, 55, 70 του ΣΚ (Ν. 2776/1999), εισάγεται ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, με την παραπάνω εισαγγελική πρόταση, η υπ’ αριθμ. ******* προσφυγή του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου κατά της υπ’ αρ. ********* απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας, με την οποία χορηγήθηκε, κατά πλειοψηφία, τακτική άδεια απουσίας στον κρατούμενο του καταστήματος αυτού, Κ******. Η ως άνω προσφυγή τυγχάνει παραδεκτή, καθώς ασκήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου τούτου την 22-2-2019, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα πενθήμερης προθεσμίας από τη χορήγηση της άδειας. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 54, 55, 56, 70, 86 και 87 του ΣΚ (ν. 2776/1999). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Επισημαίνεται ότι στον ανωτέρω κρατούμενο επιδόθηκε νόμιμα η υπ’ αρ. ******* πράξη της Προέδρου του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, με την οποία αυτός έλαβε γνώση της ανωτέρω εισαγγελικής πρότασης και εκλήθη να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου.
Από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, το από 21-2-2019 έγγραφο υπόμνημα του κατάδικου, Κ******** , και όσα ο ίδιος εξέθεσε ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο κατάδικος, Κ**** , κρατείται εκτίοντας συνολική ποινή 11 φορές ισόβιας κάθειρξης, κάθειρξης 25 ετών και φυλάκισης 2 ετών για τις πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονιών, τετελεσμένων και σε απόπειρα, ληστείας και ανυποταξίας, η δε κράτησή του έχει αρχίσει στις 5-9-2002. Στις 11-2-2019 ο ως άνω κατάδικος υπέβαλε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας αίτηση περί χορήγησης σε αυτόν εννέα ημερών τακτικής άδειας. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο ως άνω κρατούμενος έχει καταδικαστεί για την τέλεση κακουργημάτων σε 11 φορές ισόβια κάθειρξη και σε πρόσκαιρη κάθειρξη 25 ετών, ήτοι έχει καταδικαστεί σε πλείονες της μίας ποινής σε ισόβια, δεν συντρέχει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, η τυπική προϋπόθεση που θέτει η ως άνω διάταξη για το επιτρεπτό της χορήγησης τακτικής άδειας, αφού όπως προελέχθη, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, δεν είναι δυνατή η χορήγηση τακτικής άδειας στην περίπτωση που ο κρατούμενος έχει καταδικαστεί σε πλείονες της μίας ποινών ισόβιας κάθειρξης. Σε κάθε δε περίπτωση, η αίτηση του εν λόγω καταδίκου περί χορήγησης σε αυτόν τακτικής άδειας είναι απορριπτέα διότι δεν συντρέχουν ούτε οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος. Ειδικότερα, από την από 18-2-2019 εισήγηση της κοινωνικού λειτουργού του σωφρονιστικού καταστήματος του Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας και το υποβληθέν στο Συμβούλιο τούτο από 21-2-2019 έγγραφο υπόμνημα του εν λόγω κρατούμενου, προκύπτει ότι ο τελευταίος, ηλικίας σήμερα 61 ετών, μνηστευμένος και πατέρας ενός τέκνου, ηλικίας 28 ετών, κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο ως άνω σωφρονιστικό κατάστημα δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και έχει δείξει καλή διαγωγή, ενώ κατά τη διάρκεια της κράτησής του ασχολείται με μεταφράσεις βιβλίων και εργάζεται στις αγροτικές εργασίες που ορίζει η Διεύθυνση του σωφρονιστικού καταστήματος και το τελευταίο χρονικό διάστημα εργαζόταν στην υπηρεσία των φούρνων. Σε περίπτωση που του δοθεί η αιτούμενη τακτική άδεια δήλωσε ότι θα διαμείνει στην οικία της συζύγου του, στο Β*** Α***.
Εντούτοις, από τις συνθήκες της ατομικής και κοινωνικής κατάστασής του, εκτιμάται ότι υπάρχει κίνδυνος, κατά τη διάρκεια της άδειας, να τελέσει νέα εγκλήματα, ενώ δεν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν θα κάνει κακή χρήση αυτής (άδειας). Όπως προέκυψε ο ανωτέρω κατάδικος, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, στις 24-10-2014 και στις 30-5-2018, προέβη σε δηλώσεις που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, ο εν λόγω κατάδικος στις 24-10-2014 απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κείμενο, όπου αναφερόμενος στο κράτος και χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως αντικαθεστωτικό ανέφερε «Τα σχέδιά τους δεν θα περάσουν. Να αντισταθούμε στην κρατική τρομοκρατία», ενώ στις 30-5-2018, απέστειλε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, άλλο κείμενο στο οποίο, αφού περιέγραφε τον εαυτό του ως πολιτικό κρατούμενο, ανέφερε τα εξής: «Και επειδή τίποτε και ποτέ δεν μας χαρίστηκε και αυτά που αποκαλούνται δικαιώματα δεν είναι παρά οι κατακτήσεις μακρών και πολύχρονων αγώνων, η μόνη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι να ξαναπιάσουμε, μέσα και έξω από τη φυλακή, το κόκκινο νήμα αυτών των αγώνων». Από τις παραπάνω δηλώσεις δεν μπορεί παρά να συνάγεται αρνητικό συμπέρασμα ως προς την πορεία του σωφρονισμού του συγκεκριμένου καταδίκου. Οι δηλώσεις «να αντισταθούμε στην κρατική τρομοκρατία» και «να ξαναπιάσουμε το κόκκινο νήμα αυτών των αγώνων», οι οποίες παραπέμπουν ευθέως στη βία, όχι μόνο δεν αποτελούν ένδειξη μίας πορείας σωφρονισμού και σεβασμού της έννομης τάξης, αλλά αντιθέτως καταδεικνύουν ένα πρόσωπο, που εμπράκτως και σταθερά αποτάσσεται την έννομη τάξη. Οι δηλώσεις αυτές δεν αποτελούν απλά μία ιδεολογική τοποθέτηση του εν λόγω καταδίκου, ούτε μία αυθόρμητη αντίδρασή του υπό ορισμένες συνθήκες συναισθηματικής πίεσης. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι την ίδια στάση τήρησε ο εν λόγω κατάδικος και ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου. Ειδικότερα, ερωτηθείς ο τελευταίος εάν σέβεται τους κανόνες της έννομης τάξης με βάση τους οποίους οριοθετείται, προσδιορίζεται και λειτουργεί το κοινωνικό σύνολο στο οποίο επιδιώκει να ενταχθεί, έστω και για λίγο, με τη λήψη τακτικής αδείας, απέφυγε συνειδητά να απαντήσει αρνητικά ή θετικά, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η ιδεολογία του και οι πεποιθήσεις του είναι σταθερές και δεν θα τις αρνηθεί, η ιδεολογία του συγκεκριμένη και σταθερή και ότι ο αγώνας του είναι πάντα ο ίδιος. Επίσης, εξέθεσε ότι κινείται πάντα με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εντούτοις, όταν ρωτήθηκε εάν σέβεται το ίδιο και την ανθρώπινη ζωή, που αποτελεί υπέρτατο έννομο αγαθό, απέφυγε ομοίως να απαντήσει συγκεκριμένα, επαναλαμβάνοντας ότι σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και ότι βιώνει δραματικά την αντινομία ανάμεσα στις πράξεις του και στον πόνο των συγγενών των θυμάτων του, που είναι και δικός του.
Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο εν λόγω κατάδικος έλαβε μέχρι τώρα από τα αρμόδια κάθε φορά Πειθαρχικά Συμβούλια των ΚΚ, στα οποία κρατήθηκε και εξακολουθεί να κρατείται, έξι τακτικές άδειες, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, αφενός μεν τα Συμβούλια αυτά συνιστούν συλλογικά διοικητικά όργανα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η κρίση των οποίων ουδόλως δεσμεύει το Δικαστήριο, αφετέρου δε οι αποφάσεις τους συνιστούν διοικητικές πράξεις και όχι δικαστικές αποφάσεις. Ούτε, όμως η έως τώρα καλή χρήση των αδειών που έλαβε ο εν λόγω κατάδικος, μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο συμπέρασμα. Και τούτο διότι κρίνεται κατ’ επίφαση καλή δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ίδιος κατά το στάδιο του σωφρονισμού του, και δη ακόμη και ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, απέφυγε ακόμη και να δηλώσει απλώς ότι σέβεται τους κανόνες της έννομης τάξης, βάσει των οποίων είναι δομημένη και λειτουργεί η κοινωνία στην οποία επιδιώκει να επανενταχθεί, έστω και για λίγο, με τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο εν λόγω κατάδικος, όπως προκύπτει από την από 18-2-2019 εισήγηση της κοινωνικού λειτουργού του εν λόγω σωφρονιστικού καταστήματος επέδειξε καλή διαγωγή κατά τη διάρκεια της κράτησής του σ’ αυτό, ουδόλως μπορεί να συνηγορήσει περί του αντιθέτου, καθώς, στην εισήγηση αυτή, πέραν της αναφοράς ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής του ασχολείται με μεταφράσεις κειμένων, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει, ούτε διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η καλή αυτή διαγωγή, ενώ η προσαρμογή του στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν αρκεί από μόνη της ώστε να δικαιολογήσει την προσδοκία της μη κακής χρήσης της άδειας, καθώς εντάσσεται στην σκοπιμότητά του να κάνει χρήση του ευεργετήματος των τακτικών αδειών που του παρέχει ο νόμος και δεν έχει καμία σχέση με το σωφρονισμό του, ο οποίος, όπως προελέχθη, κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, ουδόλως επιτεύχθηκε.
Μετά ταύτα, εφόσον δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του εν λόγω καταδίκου οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 55 παρ. 1 του ΣΚ για τη χορήγηση σ’ αυτόν τακτικής άδειας, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν η υπ’ αρ. ******* προσφυγή του προσφεύγοντος Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου κατά της υπ’ αρ. ********* απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας, περί χορήγησης τακτικής άδειας στον ανωτέρω κατάδικο, να ακυρωθεί η υπ’ αρ. ********* απόφαση του ανωτέρω Πειθαρχικού Συμβουλίου και να απορριφθεί η από 11-2-2019 αίτηση του εν λόγω καταδίκου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την υπ’ αρ. ******** προσφυγή του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου, Επόπτη του Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας, κατά της υπ’ αρ. ******** απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ανωτέρω Καταστήματος Κράτησης, με την οποία χορηγήθηκε, κατά πλειοψηφία, τακτική άδεια απουσίας στον κρατούμενο του καταστήματος αυτού, Κ******.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αρ. ******** απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Ε.Α.Κ.Κ.Ν. Κασσαβέτειας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11-2-2019 αίτηση του Κ****** περί χορήγησης σ’ αυτόν τακτικής άδειας.
Κρίθηκε και έγινε δεκτό στο Βόλο στις 26-2-2019 και δημοσιεύθηκε στο Βόλο στις 27-2-2019.