Οι Έλληνες ναυτεργάτες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- Τα πλοία που βυθίστηκαν και οι χιλιάδες Έλληνες ναυτικοί που χάθηκαν στα βαθιά νερά των ωκεανών- Η απάνθρωπη συμπεριφορά των Γερμανών στους ναυαγούς του “Πηλεύς” και η συγκλονιστική ιστορία των ναυαγών του «Διαμαντής»
Η συμβολή της χώρας μας στη νίκη των Συμμάχων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι αναμφισβήτητη και πανθομολογούμενη.
Ο θρίαμβος επί των Ιταλών του Μουσολίνι, ο σύντομος αλλά καθοριστικής σημασίας αγώνας επί των Γερμανών του Χίτλερ με αποκορύφωμα, κατά την άποψή μας, τη μάχη της Κρήτης και η Εθνική Αντίσταση θα μείνουν για πάντα χαραγμένα με χρυσά γράμματα στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.
Ξεχωριστή όμως και μάλλον όχι ευρέως γνωστή είναι και η συμβολή των Ελλήνων ναυτικών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έξι ολόκληρα χρόνια (1939- 1945) “εθελοντές στα κονβόι του θανάτου”, όπως γράφει ο Νίκος Πηγαδάς στο ομότιτλο βιβλίο του, οι Έλληνες ναυτεργάτες ρίχνονταν στη φωτιά της μάχης των ωκεανών. Πολέμησαν χωρίς όπλα και ήταν πολύτιμοι αρωγοί των συμμαχικών δυνάμεων.
Ο Νίκος Πηγαδάς, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ναυτιλιακούς συντάκτες, με θητεία σε πολλές εφημερίδες, αποτυπώνει με λεπτομέρειες και συγκλονιστικά στοιχεία τους αγώνες και τις απίστευτες θυσίες των ναυτικών μας στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο βιβλίο ‘’Εθελοντές στα Κονβόι του Θανάτου’’ απ’ όπου αντλήσαμε το σύνολο σχεδόν των στοιχείων για το σημερινό μας άρθρο.
Οι Έλληνες ναυτικοί
Από τις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Έλληνες ναυτικοί ή ναυτεργάτες ή εργάτες της θάλασσας, αυτοί δηλαδή που δουλειά τους είναι να θέτουν σε κίνηση και να ταξιδεύουν τα πλοία, έγραψαν ιστορία με την ηρωική τους δράση.
Ταξίδευαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Κάποιοι λύγισαν. Αυτοί ήταν ελάχιστοι.
Ο ασυρματιστής Ηλίας Σ. Αντύπας διηγείται χαρακτηριστικά:
“Στους πρώτους μήνες του πολέμου ζήτησαν μερικοί παλιννόστηση. Είχαν το δικαίωμα με το Νόμο. Αυτοί δεν ξεπέρασαν το 5% των πληρωμάτων. Όταν αργότερα ο αγώνας στη θάλασσα έφτασε να είναι πραγματική κόλαση έγιναν αλήθεια μερικές δραπετεύσεις σε ουδέτερα λιμάνια. Μα κι αυτές δεν έφθασαν ούτε το 1%. Κατά που έλεγαν στο τέλος του πολέμου ήταν το μικρότερο ποσοστό από όλα τα συμμαχικά πληρώματα. Όσοι έμειναν ήταν πια οι αποφασισμένοι. Όλοι τους μέσα στα καράβια πειθαρχικοί, αποφασιστικοί, στις θέσεις τους πάντα θυμάμαι τα πληρώματα της μηχανής σε ώρες επιδρομών. Κανένας δεν έβγαινε επάνω. Ο α’ μηχανικός έτρεχε αμέσως κάτω να επιβλέπει το καθετί στη μηχανή”.
Και ο α’ μηχανικός Βασίλης Μπεκάκος συγκλονίζει με τα λεγόμενά του:
“Τόση ήταν η αυτοθυσία τους ώστε μόλις τορπιλίζονταν και κατάφερναν να βγουν στη στεριά τους ξαναμπαρκάραμε, ενώ δεν είχαν ούτε ρούχα να φορέσουν.Οι Έλληνες ναυτικοί είχαν συγκεντρωθεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό στα βρετανικά λιμάνια. Κυρίως στο Κάρντιφ της Ουαλίας και στο Λίβερπουλ. Αλλά και στη Λισαβόνα και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Και για μία ακόμη φορά μεγαλούργησαν. Δεν είναι δική μας άποψη, αλλά των ηγετών των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ σε δήλωσή του που δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα του τμήματος Νέας Υόρκης της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ) εκθειάζει τους Έλληνες ναυτικούς:
“Θαυμάζομεν την ακλόνητη θέληση των ανδρών του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού, οι οποίοι παρ’ όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες συνεχίζουν τον αγώνα τους με ακατάβλητο σθένος και ηρωισμό”.
Και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ:
“Οι ναυτικοί μας ευρίσκονται σε κίνδυνο μεγαλύτερο από εκείνον του μετώπου και από εκείνον των πληρωμάτων των πολεμικών πλοίων”.
Μιλώντας στη Βουλή υπογράμμισε τα εξής:
“Οι μεταφορές μας, ο εφοδιασμός μας, η συνέχιση του πολέμου, η ζωή μας εξαρτώνται από το εμπορικό ναυτικό, από τους γενναίους μας ναυτικούς. Αυτούς τους ανθρώπους οφείλουμε και πρέπει να τους προστατέψουμε”.
Ο ελληνικός εμπορικός στόλος ήταν σχεδόν αποκλειστικά ναυλωμένος από τους Συμμάχους. Τα ελληνικά εμπορικά πλοία της εποχής ήταν παλιά και δεν μπορούσαν να αναπτύξουν μεγάλες ταχύτητες. Έμεναν έτσι πίσω στις νηοπομπές και γίνονταν εύκολος στόχος για τους Γερμανούς που καραδοκούσαν. Ο Αντώνης Αμπατιέλος, μετέπειτα ηγετικό στέλεχος και βουλευτής του Κ.Κ.Ε. τονίζει:
“Τα καράβια στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν φέρετρα. Η ηλικία τους κυμαινόταν από 20 μέχρι 40 χρόνια. Κάτι λίγα καινούργια τα είχαν ναυλώσει οι κυβερνήσεις της Ελβετίας και της Αυστραλίας. Τα υπόλοιπα τα είχε ναυλώσει το Υπουργείο Πολεμικών Μεταφορών της Αγγλίας. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Παλεύαμε για να τηρείται το σιτηρέσιο. Η κυβέρνηση πίεζε για χαμηλές αποδοχές. Τα πληρώματα είχαν αγανακτήσει”.
Οι Έλληνες ναυτικοί αντιμετώπιζαν θαρραλέα τα γερμανικά υποβρύχια που χτυπούσαν τις νηοπομπές σκορπίζοντας τρόμο και θάνατο. Το έργο τους συμπλήρωναν οι μαγνητικές νάρκες, τα αεροπλάνα και τα λεγόμενα επιδρομικά ή καταδρομικά πλοία (raiders).
Οι Έλληνες ναυτικοί οργανώθηκαν στην ΟΕΝΟ ( Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων). Με έδρα το Κάρντιφ και παραρτήματα σε πολλά ξένα λιμάνια η ΟΕΝΟ ανέπτυξε έντονη και ουσιαστική δράση.
Οι απώλειες σε ανθρώπους και σε πλοία
Η χώρα μας όπως είναι γνωστό πλήρωσε βαρύ τίμημα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάμεσα σε όσους έχασαν τη ζωή τους ήταν και μερικές χιλιάδες Έλληνες ναυτικοί. Ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι μέχρι σήμερα, 74 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, γνωστός.
Χαρακτηριστικά ο κ. Παΐζης-Παπαρδέλλης:
“Τα ονόματα πολλών απολεσθέντων δεν θα γίνουν ποτέ γνωστά. Ιδιαίτερα εκείνα που προέρχονται από τα ανασφάλιστα πληρώματα της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Δυστυχώς το κράτος και συγκεκριμένα το αρμόδιο Υπουργείο της Εμπορικής Ναυτιλίας δεν φρόντισε συστηματικά και έγκαιρα να καταγράψει, όπως δεν φρόντισε να συντάξει την επίσημη ιστορία της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας, κάτι που έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο για το Πολεμικό Ναυτικό”.
Όπως γράφει ο Νίκος Πηγαδάς τόσο η βιβλιογραφία όσο και οι ζωντανές μαρτυρίες, λόγω έλλειψης επαρκών πρωτογενών πηγών, δεν συμπίπτουν ως προς το ακριβές μέγεθος των ανθρωπίνων απωλειών.
Οι εκτιμήσεις ξεκινούν από 2.000 νεκρούς Έλληνες ναυτικούς και ορισμένες ξεπερνούν τους 3.000. Ο Ν. Πηγαδάς θεωρεί ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν μεταξύ 2.500 και 3.000.
Ο Ηλίας Σ. Αντύπας γράφει για 2.135 Έλληνες νεκρούς που χάθηκαν με ποντοπόρα πλοία. Δεν αναφέρεται όμως καθόλου σε απώλειες Ελλήνων ναυτικών στις θάλασσές μας. Ο Επαμεινώνδας Μπαμπούρης αναφέρει ότι οι νεκροί ήταν περισσότεροι από 3.000.
Ο Αντώνης Αμπατιέλος δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένους αριθμούς γράφει όμως:
‘’…είχαμε τις μεγαλύτερες απώλειες μετά τους Άγγλους ναυτεργάτες που πλήρωναν και αυτοί ακριβά’’.
Ο εφοπλιστής Ματθαίος Δ. Λως γράφει για 2.000 απολεσθέντες ‘’κατ’ ελάχιστη εκτίμηση’’.
Ο Βασίλης Μπεκάκος υπολογίζει τους νεκρούς σε 2.500- 3.000.
Ο Στρατής Τσαμπής γράφει ότι στον πόλεμο ‘’2.000 Έλληνες ναυτεργάτες έδωσαν τη ζωή τους’’.
Ο Χρήστος Ντούνης στο βιβλίο του ‘’Εν Καιρώ Πολέμου. Το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό στη Δίνη Δύο Παγκοσμίων Πολέμων’’ (εκδόσεις J&J 2003) γράφει:
‘’…ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στοίχισε συνολικά τη ζωή σε 2.314 Έλληνες ναυτικούς σε ελληνικά και ξένα πλοία μέσα και έξω από τις ελληνικές θάλασσες. Οι απολεσθέντες αλλοδαποί ναυτικοί που υπηρετούσαν σε ελληνικά πλοία ανέρχονταν σε 425 άτομα’’.
Στις 31 Μαρτίου 1994 ο τότε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Γιώργος Κατσιφάρας, μιλώντας σε εκδήλωση για τη μεγάλη προσφορά των Ελλήνων ναυτεργατών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόνισε:
‘’Χάθηκαν 2.700 Έλληνες ναυτικοί, τραυματίστηκαν 3.000 και άλλοι 180 παραφρόνησαν, καθώς βίωσαν συνθήκες που δεν μπόρεσαν ψυχολογικά και πνευματικά να αντέξουν’’.
Ο Νίκος Κουρμπέλης γράφει:
‘’Επίσης εις πολλάς εκατοντάδας ανέρχονται οι καταστάντες ανάπηροι ή ανίκανοι προς εργασίαν, εξ’ ασθενειών, κακουχιών και συγκινήσεων λόγω του πολέμου, εξ ων πολλοί απεβίωσαν (φυματικοί, τρελοί, εκ στομαχικών ασθενειών κλπ)’’.
Ο Μανόλης Πυθαρούλης στο βιβλίο του ‘’Είκοσι Χιλιάδες Λεβέντες’’ αναφέρει 2.000 νεκρούς.
Ο Κωνσταντίνος Παΐζης-Παπαρδέλλης στο βιβλίο του ‘’Το Τίμημα του Πολέμου’’ γράφει:
‘’Υπερβαίνουν τους 2.500 οι απολεσθέντες κατά την εξαετή πολεμική προσπάθεια, συμπεριλαμβανομένων και των απωλειών της ιστιοφόρου ναυτιλίας. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι εκατοντάδες τραυματίες, καθώς και εκείνοι που υπέστησαν προσωρινή ή μόνιμη ανικανότητα. Δεν υπήρχε οικογένεια στα ναυτικά νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου που να μην είχε θρηνήσει θύματα’’.
Εκτός όμως από τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες Έλληνες ναυτεργάτες βαρύ τίμημα πλήρωσε η χώρα μας και με τον αποδεκατισμό του εμπορικού της στόλου. Παραθέτοντας στοιχεία από διάφορες πηγές ο Νίκος Πηγαδάς αναφέρει ότι την 1/9/1939 η χώρα μας είχε (τα νούμερα είναι κατά προσέγγιση, καθώς υπάρχουν διαφωνίες) 468 φορτηγά πλοία, 68 επιβατηγά, 1 υπερωκεάνιο, 21 διαφόρων ειδικοτήτων και 712 ιστιοφόρα. Στο τέλος του πολέμου τα ποσοστά των απωλειών ήταν τα εξής:
- Εμπορικά ατμόπλοια: ποσοστό απωλειών 74,5%
- Ιστιοφόρα: ποσοστό απωλειών 66%
- Φορτηγά πλοία: ποσοστό απωλειών 74,4%
- Επιβατηγά: ποσοστό απωλειών 94,54% (!)
- Διάφορα: ποσοστό απωλειών 38%
Ο ελληνικός εμπορικός στόλος που κατείχε την ένατη θέση παγκοσμίως πριν τον πόλεμο σχεδόν εξαφανίστηκε.
Να σημειώσουμε ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Έλληνες ναυτικοί και τα πλοία χάθηκαν στον Ατλαντικό Ωκεανό. Απώλειες υπήρχαν τόσο στον Ειρηνικό όσο και στον Ινδικό Ωκεανό ήταν όμως πολύ μικρές.
Έλληνες ναυτικοί συμμετείχαν στην απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, όπου έλαβε μέρος και το Πολεμικό Ναυτικό με τις κορβέτες ‘’Κριεζής’’ (Κυβερνήτης ο πλωτάρχης Δημήτριος Κιοσές) και ‘’Τομπάζης’’ (Κυβερνήτης ο πλωτάρχης Γεώργιος Παναγιωτόπουλος).
«Πηλεύς» και «Διαμαντής»: δύο συγκλονιστικές ιστορίες
Θα κλείσουμε το άρθρο αυτό, με τις απίστευτες ιστορίες δύο ελληνικών πλοίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πρόκειται για το φορτηγό «Πηλεύς» και το ατμόπλοιο «Διαμαντής». Δύο διαφορετικές όψεις του πολέμου αλλά, κυρίως, των ανθρώπων.
Στις 8 Μάρτιου 1944, το ελληνικό φορτηγό «Πηλεύς» αποπλέει κενό φορτίου από το Φριτάουν (πρωτεύουσα της Σιέρα Λεόνε της Αφρικής) για το Ρίβερ Πλέιτ της Αργεντινής. Το πλήρωμα αποτελείται από 35 ναυτικούς, 19 απ’ τους οποίους είναι Έλληνες. Καπετάνιος, είναι ο Μηνάς Γ. Μαυρής από την Κάσο και υποπλοίαρχος, ο Αντώνης Λιώσης, από την Κοιλάδα Ερμιονίδας. Στο πλοίο επέβαιναν και πέντε πυροβολητές.
Στις 13 Μαρτίου, το καράβι βρισκόταν στο νοητό κύκλο του Ισημερινού, έχοντας διανύσει περίπου 670 μίλια.
Στις 19.20 εκείνης της μέρας, το γερμανικό υποβρύχιο «852» με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Heinz Eck εντόπισε το «Πηλεύς» και το βύθισε. Μερικοί από τους επιβαίνοντες στο ελληνικό πλοίο έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν. Ωστόσο όλη τη νύχτα το γερμανικό υποβρύχιο, με αναμμένους τους προβολείς, γύριζε γύρω από τα συντρίμμια του «Πηλεύς». Ο Eck διέταξε να ρίξουν και χειροβομβίδες (!) σ’ αυτά, ενώ το πολυβόλο του «852» κροτάλιζε ασταμάτητα!
Και όμως 4 μέλη του πληρώματος του «Πηλεύς» κατάφεραν να σωθούν και να επιβιβαστούν σε μία σχεδία. Ήταν ο υποπλοίαρχος Λιώσης, ο ναύτης Δημήτρης Αργυρός, ο λιπαντής Rocco Said και ο Συριανός ναύτης Δημήτρης Κωνσταντινίδης, ο οποίος έπαθε γάγγραινα και πέθανε πάνω στη σχεδία. Οι υπόλοιποι τρεις, παρέμεναν αβοήθητοι πάνω στη σχεδία για 38 μερόνυχτα!
Τελικά, στις 20 Απριλίου 1944, τους εντόπισε το πορτογαλικό πλοίο «Alexandre Silva» και τους περισυνέλλεξε. Τους μετέφεραν στο λιμάνι Lobito της Δυτικής Αφρικής.
Οι μαρτυρικές καταθέσεις των Λιώση, Αργυρού και Said, είχαν ως αποτέλεσμα να παραπεμφθούν σε δίκη ο κυβερνήτης Eck και 4 ακόμη μέλη του πληρώματος του «852», τα οποία είχαν στο μεταξύ είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Βρετανούς, καθώς το «852» είχε βυθιστεί από συμμαχικό αεροπλάνο στις 2 Μαΐου 1944, κοντά στις ακτές της Σομαλίας. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους, ήταν και ο γιατρός του «852» (!), Επίατρος Weisspfennig, που πήρε το πολυβόλο και έριχνε με μανία προς τα συντρίμμια του «Πηλεύς». Ίσως δεν έχει ξανασυμβεί στην παγκόσμια ιστορία κάτι τέτοιο…
Στις 17 Οκτωβρίου 1945, ξεκίνησε στο Αμβούργο η δίκη των:
Heinz Eck (Υποπλοίαρχος), August Hoffman (Ανθυποπλοίαρχος), Walter Weisspefennig (Επίατρος), Hans Richard Lenz (Υποπλοίαρχος – Μηχανικός) και Wolfgang Schwender (Δίοπος).
Στις 20 Οκτωβρίου εκδόθηκε η απόφαση του Στρατοδικείου, μέλη του οποίου ήταν Βρετανοί και δύο Έλληνες ο Πλοίαρχος Ν. Ματθαίος και ο Αντιπλοίαρχος Ν.Ι. Σαρρής. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι.
Οι Eck, Hoffman και Weisspfennig καταδικάστηκαν σε θάνατο με τουφεκισμό. Δεν έδειξαν καμία μεταμέλεια!
Οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι, καταδικάστηκαν, ο μεν Lenz σε ισόβια κάθειρξη ο δε Schwender σε κάθειρξη 15 ετών. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι το μέρος της αίθουσας το δικαστηρίου που ήταν προορισμένο για το κοινό, ήταν ασφυκτικά γεμάτο από Γερμανίδες που πήγαν να δουν από κοντά του… γόη κυβερνήτη Eck (!). Ο εγκληματίας πολέμου με τις πολλές θαυμάστριες…
Τελείως διαφορετική, ήταν η συμπεριφορά των Γερμανών απέναντι στο πλήρωμα του ελληνικού ατμόπλοιου «Διαμαντής».
Στις 3 Οκτωβρίου 1939, το «Διαμαντής» βρισκόταν περίπου 60 μίλια από το Λαντς Εντ της Αγγλίας. Ήταν 1.30 το μεσημέρι. Ξαφνικά, το γερμανικό υποβρύχιο U35 αναδύθηκε στην επιφάνεια της θάλασσας και έκανε σινιάλο προς το ελληνικό πλοίο να σταματήσει. Ο καπετάνιος «Διαμαντής» Παναγής Πατέρας, με μια βάρκα, πήγε στο U35 και συνομίλησε με τον κυβερνήτη του Werner Lott, ο οποίος του είπε ότι σκόπευε να βυθίσει το πλοίο και πως τα μέλη του πληρώματος του «Διαμαντής» έπρεπε να μπουν στις σωσίβιες λέμβους.
Λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας που επικρατούσε, οι βάρκες του «Διαμαντής» δεν θα άντεχαν. Τότε, ο Lott αποφάσισε να επιβιβάσει όλο το πλήρωμα, 28 άτομα, στο υποβρύχιο. Το «Διαμαντής», χωρίς βέβαια κανένα μέλος του πληρώματος πάνω, βυθίστηκε από τις τορπίλες του U35. Μετά από 28 ώρες, οι Έλληνες ναυτικοί, οι οποίοι έτυχαν πολύ καλής φιλοξενίας από τους Γερμανούς (τους βοήθησαν να στεγνώσουν τα ρούχα τους, τους έδωσαν ζεστό φαγητό και τσιγάρα), αποβιβάστηκαν από το U35 στο ιρλανδικό λιμανάκι Βέντρι. Η αποβίβαση έγινε με λέμβο του U35, κωπηλάτης της οποίας ο Walter Kalabunch.
Καθώς το υποβρύχιο βρισκόταν περίπου 50 μέτρα από την ακτή και η λέμβος μπορούσε να μεταφέρει μόνο 2 άτομα, ο Kalabunch, οπωσδήποτε θα δεινοπάθησε κάνοντας 14 φορές (για τους 28 Έλληνες), το «δρομολόγιο» από το U35 ως την ακτή του Βέντρι.
Μετά την αποβίβαση όλων των Ελλήνων, το U35 αποχώρησε. Οι κάτοικοι του Βέντρι, αφού συνήλθαν από την αρχική έκπληξη, φρόντισαν το πλήρωμα του «Διαμαντής», το οποίο στις 5 Οκτωβρίου 1939, έφυγε για το Δουβλίνο. Να σημειώσουμε ότι το 1939, η Ιρλανδία ήταν ουδέτερη χώρα, δεν είχε δηλαδή εμπλακεί στον πόλεμο.
Το U35, δύο μήνες αργότερα, βυθίστηκε από βρετανικά αντιτορπιλικά, κοντά στις ακτές της Νορβηγίας. Το πλήρωμά του σώθηκε, με τη βοήθεια των Βρετανών. Ο Lott, φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου, όπου γνώρισε τον λόρδο Μαουντμπάτεν (Louis Mountbatten), με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Έπειτα και ως το τέλος του πολέμου, έμεινε φυλακισμένος στον Καναδά.
Η ενέργεια αυτή του Lott, προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση. Στη Γερμανία ωστόσο, δέχτηκε έντονες επιπλήξεις, γιατί έθεσε σε κίνδυνο το υποβρύχιο και το πλήρωμα του.
Και, σε μια επίδειξη μικρότητας, οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν ποτέ να βραβευθεί ο Lott από την Ελλάδα! Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα μετά το τέλος του πολέμου να βραβεύσει τον Lott, όμως η γερμανική δεν άφησε να γίνει κάτι τέτοιο…
Ο σπουδαίος άνθρωπος, ο κυβερνήτης Lott, επέστρεψε το 1984 στο Βέντρι. Ήταν τότε 77 ετών. «Έκανα αυτό που έπρεπε, στο όνομα της ανθρωπότητας», είπε. Με την πράξη του αυτή, μάλλον άγνωστη στο ευρύ ελληνικό κοινό, απέδειξε ότι ακόμα και την ώρα του πολέμου κάποιοι ξεχνούν όλα τα άλλα και δείχνουν απλά ότι πάνω απ’ όλα είναι Άνθρωποι…
Πηγή: Νίκος Πηγαδάς, «Εθελοντές στα Κονβόι του Θανάτου», εκδόσεις ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, 2007.