Η νομική προβληματική συνοψίζεται στο ζήτημα της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης
Στις δημοσιευθείσες την Πέμπτη, 7-02-2019, προτάσεις του επί του προδικαστικού ερωτήματος που απέστειλε ο Άρειος Πάγος στην υπόθεση με τα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ, ο πρώτος γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Maciej Szpunar προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το δίκαιο της ΕΕ εφαρμόζεται στην περίπτωση που το μεταβιβασθέν τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως δεν διατηρεί την αυτοτέλειά του από οργανωτικής απόψεως.
Εντούτοις, κατά τον γεν. εισαγγελέα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εξακολουθεί να υφίσταται ο λειτουργικός δεσμός μεταξύ των μεταβιβασθέντων συντελεστών παραγωγής ο οποίος παρέχει στον διάδοχο τη δυνατότητα να τους χρησιμοποιήσει για την άσκηση επί μονίμου βάσεως της ίδιας ή παρεμφερούς οικονομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, η αίτηση προδικαστικού ερωτήματος του Αρείου Πάγου αφορά τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων βάσει της οδηγίας 2001/23/ΕΚ (οδηγία περί προσεγγίσεως των νοµοθεσιών των κρατών µελών, σχετικά µε τη διατήρηση των δικαιωµάτων των εργαζοµένων σε περίπτωση µεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τµηµάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων). Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου και άλλων 89 εργαζομένων της ανώνυμης εταιρίας Ελληνικά Ναυπηγεία AE, με αντικείμενο την εκτέλεση των συμβάσεων εργασίας. Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία της έννοιας του όρου «οικονομική οντότητα» και τη μεταβίβαση τέτοιας οντότητας σε περίπτωση κατά την οποία ως προοπτική δεν είναι η άσκηση της μεταβιβασθείσας οικονομικής δραστηριότητας, αλλά ο τερματισμός της.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλους και άλλοι 89 εργαζόμενοι της ανώνυμης εταιρίας Ελληνικά Ναυπηγεία AE (ΕΝΑΕ), σε βάθος άνω των 30 ετών, είχαν προσληφθεί με ατομικές συμβάσεις αορίστου χρόνου από την ΕΝΑΕ και προσέφεραν εξαρτημένη εργασία στις εγκαταστάσεις της στην περιοχή Σκαραμαγκά του Δήμου Χαϊδαρίου Αττικής. Το 1985 η ΕΝΑΕ κατέστη επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το 2002 ιδιωτικοποιήθηκε και μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2008 υπήρχε απαγόρευση μειώσεως του προσωπικού της κάτω από ένα ορισμένο όριο.
Κατά την ιδιωτικοποίησή της, η ΕΝΑΕ είχε τέσσερις δραστηριότητες (και συγκεκριμένα την επισκευή πλοίων, τη ναυπήγηση πολεμικών και εμπορικών πλοίων, τη ναυπήγηση και επισκευή υποβρυχίων και την κατασκευή και επισκευή σιδηροδρομικών οχημάτων), οργανωμένες σε αντίστοιχες διευθύνσεις. Η οργανωτική δομή της ΕΝΑΕ περιλάμβανε και τέσσερα παραγωγικά «τμήματα» (το ελασματουργείο, το σωληνουργείο, το ξυλουργείο και το μηχανουργείο).
Η ΕΝΑΕ, λίγο καιρό μετά την ιδιωτικοποίησή της, ίδρυσε μια θυγατρική, την Εταιρεία Τροχαίου Υλικού Ελλάδος ΑΕ (ΕΤΥΕ), προκειμένου να μεταβιβασθούν σ’ αυτήν οι σε εξέλιξη προγραμματικές συμφωνίες μεταξύ, αφενός, κοινοπραξιών στις οποίες μετείχε η ΕΝΑΕ και, αφετέρου, του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών Πειραιώς (ΗΣΑΠ), οι οποίες αφορούσαν την εκ μέρους των κοινοπραξιών κατασκευή και παράδοση σιδηροδρομικών οχημάτων. Η ΕΤΥΕ υπέγραψε με την ΕΝΑΕ και άλλες συμβάσεις με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον δανεισμό προσωπικού της ETYE στην ΕΝΑΕ, την ανάθεση εκ μέρους της ΕΝΑΕ στην ETYE εκκρεμών εργασιών καθώς και την παροχή από την ΕΝΑΕ στην ΕΤΥΕ υπηρεσιών διοικητικής υποστηρίξεως. Εξ αρχής, η εταιρική πορεία της ΕΤΥΕ ήταν προκαθορισμένη και οδηγούσε στη λύση της.
Το 2007, ο όμιλος των γερμανικών εταιριών περιορισμένης ευθύνης ΙΝΤΕΙ Industriebeteiligungsgesellschaft mbH (ΙΝΤΕΙ) και Industriegesellschaft Waggonbau Ammendorf mbH (ΙGWA) απέκτησε την κυριότητα των μετοχών της ETYE. Το 2010, η ETYE κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως.
Οι εργαζόμενοι άσκησαν το 2009 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι εξακολουθούσαν να συνδέονται με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ΕΝΑΕ και ότι η ΕΝΑΕ όφειλε να τους καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές. Η αγωγή έγινε δεκτή και στη συνέχεια η ΕΝΑΕ άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, καθώς έκρινε ότι η ETYE ουδέποτε συνιστούσε αυθύπαρκτη οργανική ενότητα (δεν συνιστούσε αυτόνομη παραγωγική μονάδα, μίσθωνε από την ΕΝΑΕ τις υπηρεσίες για τη διοικητική της υποστήριξη και δεν διέθετε οικονομική αυτοτέλεια).
Η ΕΝΑΕ άσκησε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου ο οποίος, λόγω διαφωνίας μεταξύ των μελών του δικάζοντος τμήματος ως προς την ερμηνεία του όρου «οικονομική οντότητα», ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την έννοια του όρου αυτού.
Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, ο Άρειος Πάγος ρωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο, αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ έχει την έννοια ότι ο όρος «μεταβίβαση επιχειρήσεως» καλύπτει περίπτωση κατά την οποία μητρική εταιρία, με τρεις οικονομικές δραστηριότητες στον ναυπηγικό τομέα και μία τέταρτη στον τομέα της κατασκευής τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού, μεταβίβασε την εκμετάλλευση της τελευταίας δραστηριότητας σε θυγατρική και για τον σκοπό αυτό συνήψε με αυτήν διάφορες συμβάσεις για να υλοποιήσει εκκρεμείς εργασίες και να προβεί στην εκκαθάριση της θυγατρικής σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Maciej Szpunar προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ότι η οδηγία 2001/23/ΕΚ έχει εφαρμογή στην περίπτωση που το μεταβιβασθέν τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως δεν διατηρεί την αυτοτέλειά του από οργανωτικής απόψεως, υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο λειτουργικός δεσμός μεταξύ των μεταβιβασθέντων συντελεστών παραγωγής ο οποίος παρέχει στον διάδοχο τη δυνατότητα να τους χρησιμοποιήσει για την άσκηση επί μονίμου βάσεως της ίδιας ή παρεμφερούς οικονομικής δραστηριότητας.
Υπενθυμίζεται ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στον ιστότοπο CURIA