Το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε χθες στη Βουλή το νομοσχέδιο που αφορά στον Έλληνα Ευρωπαίο Εισαγγελέα… Μεταξύ άλλων στο νομοσχέδιο αυτό προβλέπονται μεταξύ άλλων και τα προσόντα που θα πρέπει να διαθέτει!
Τι ακριβώς όμως είναι αυτός ο θεσμός;
Κατά πολλούς αποτελεί τομή για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς είναι η πρώτη φορά από τη σύσταση των ευρωπαϊκών κοινοτήτων που αποφασίζεται εκχώρηση κυριαρχικού δικαιώματος το οποίο δεν αφορά την οικονομική πολιτική αλλά την απονομή δικαιοσύνης;
Η σύσταση λοιπόν της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που αναμένεται να λειτουργήσει πλήρως έως το 2020-2021, εκτιμάται ότι θα αλλάξει τα δεδομένα στην απονομή του δικαίου καθώς όπως προβλέπεται θα έχει ένα ευρύ αντικείμενο με αρμοδιότητες έρευνας, άσκησης διώξεων και παραπομπής στη δικαιοσύνη εγκλημάτων που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ, όπως η απάτη, η διαφθορά ή ο ΦΠΑ.
Οι υπέρμαχοι του θεσμού υποστηρίζουν ότι ο έως σήμερα μικρός αριθμός διώξεων για εγκλήματα εις βάρος της κοινότητας, είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω περιορισμένων δυνατοτήτων των εθνικών κρατών, έχει ως αποτέλεσμα τα ποσοστά ανάκτησης των ποσών που έχουν χαθεί λόγω απάτης να είναι ιδιαίτερα χαμηλά. Συνέπεια αυτού είναι η απώλεια εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς να εκτιμάται σε δισεκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, οι αντιδράσεις στον ελληνικό εισαγγελικό κλάδο δεν είναι λίγες.
Πολλοί είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν το νέο θεσμό με επιφυλακτικότητα καθώς όπως λένε αποδυναμώνονται οι εθνικοί εισαγγελείς-κυρίως ο οικονομικός και ο εισαγγελέας διαφθοράς-αφού πλέον το αντικείμενό τους περιορίζεται δραματικά. Οι υποθέσεις απάτης που αφορούν χρήματα της ΕΕ άνω του ποσού των 10.000 ευρώ, τα σοβαρά οικονομικά εγκλήματα (που σχετίζονται με Δημόσια έργα, επενδύσεις κ.ά.), οι υποθέσεις ΦΠΑ, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, λαθρεμπορίες και απάτες με δασμούς και φόρους, θα περάσουν στην αρμοδιότητα του νέου θεσμού. Συνεπώς, λένε, οι περισσότερες υποθέσεις πλέον θα ερευνώνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Οι αρμοδιότητες
Οι νέοι εισαγγελείς θα έχουν δικαίωμα να διενεργούν συντονισμένες έρευνες σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, να ανταλλάσσουν άμεσα πληροφορίες, να προχωρούν με γρήγορες διαδικασίες στη δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και, όπου απαιτείται, να ζητούν τη σύλληψη υπόπτων.
Η υπηρεσία θα δομηθεί σε δύο επίπεδα: σε κεντρικό και σε εθνικό. Το κεντρικό επίπεδο θα αποτελείται από τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα και έναν από κάθε κράτος-μέλος ενώ δύο από αυτούς θα είναι αναπληρωτές του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα. Θα έχει επίσης διοικητικό διευθυντή και ειδικό τεχνικό και ανακριτικό προσωπικό.
Σε εθνικό επίπεδο θα αποτελείται από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς η έδρα των οποίων θα βρίσκεται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Το κεντρικό επίπεδο θα εποπτεύει τη διενέργεια ερευνών και την άσκηση διώξεων σε εθνικό επίπεδο.
Θα διενεργούν έρευνες και θα ασκούν διώξεις
Όσον αφορά τα καθήκοντα των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, όπως προβλέπεται, θα είναι λειτουργοί της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Θα διενεργούν έρευνες και θα ασκούν διώξεις στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται, σε στενή συνεργασία με τις εθνικές διωκτικές αρχές και εφαρμόζοντας την εθνική νομοθεσία. Έως σήμερα μόνο οι εθνικές αρχές είχαν αυτά τα δικαιώματα, τα οποία περιορίζονταν εντός των εθνικών συνόρων. Πλέον, οι ενέργειες των εντεταλμένων εισαγγελέων θα συντονίζονται από μια κεντρική αρχή της οποίας θα προΐσταται ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας ενώ θα μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως εθνικοί εισαγγελείς, έχοντας έτσι διττό ρόλο. Ωστόσο, όταν ενεργούν κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θα είναι πλήρως ανεξάρτητοι από τις εθνικές εισαγγελικές αρχές στις οποίες υπάγονται.
Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας θα διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μια ομάδα που θα αποτελείται από πρώην μέλη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μέλη των εθνικών ανώτατων δικαστηρίων, των εθνικών εισαγγελικών αρχών και/ή δικηγόρους αναγνωρισμένου κύρους, θα συντάσσει τον κατάλογο τελικής επιλογής με τους επικρατέστερους υποψηφίους. Η θητεία του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα θα είναι εφτά χρόνια και δεν θα μπορεί να ανανεωθεί, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτός δεν θα επηρεάζεται από σκοπιμότητες με στόχο την ανανέωσή της. Θα μπορεί να παυθεί μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.
Γιατί συστάθηκε
Σύμφωνα με τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν στο νέο θεσμό, η δημιουργία του κρίθηκε αναγκαία, καθώς τα εγκλήματα κατά του προϋπολογισμού της ΕΕ είναι συχνά περίπλοκα. Διαπράττονται με τη συμμετοχή πολλών δραστών, με βάση πολυσύνθετα και λεπτομερή σχέδια, και επεκτείνονται σε διάφορες χώρες και σε διαφορετικές έννομες τάξεις. Σήμερα, υποστηρίζουν, η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών είναι δύσκολη λόγω των διαφορετικών συστημάτων ποινικού δικαίου, ασαφειών ως προς τη δικαιοδοσία, χρονοβόρων διαδικασιών νομικής συνδρομής, γλωσσικών προβλημάτων, έλλειψης πόρων και διαφορετικών προτεραιοτήτων.
Όπως έχει παρατηρηθεί, οι υποθέσεις απάτης σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ σε αρκετές περιπτώσεις μπαίνουν στην «άκρη» καθώς θεωρούνται σε εθνικό επίπεδο χρονοβόρες και απαιτητικές από άποψη ανθρώπινων πόρων. Ως εκ τούτου, είτε δεν διερευνώνται καθόλου ή αρχαιοθετούνται αμέσως μόλις προκύψουν δυσκολίες. Σε ουκ ολίγες δε περιπτώσεις, οι εθνικές αρχές διεξαγάγουν έρευνες μόνο για το μέρος του εγκλήματος το οποίο τις αφορά σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις ενδεχομένως πολύ ευρύτερες επιπτώσεις μιας διεθνούς υπόθεσης απάτης.
Επιπλέον, τα υπάρχοντα όργανα της ΕΕ (που θα συνεχίσουν να υφίστανται) δηλαδή η OLAF (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης), η Eurojust (ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης) και η Europol (Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία), δεν μπορούν να διενεργούν ποινικές έρευνες ή να ασκούν διώξεις σε υποθέσεις απάτης. Ως εκ τούτου, ο έως τώρα ρόλος τους, ήταν περιορισμένος και η παρέμβασή τους μη αρκούντως αποτελεσματική. Πλέον θα λειτουργούν επικουρικά στο νέο θεσμό.