Ηχηρή προειδοποίηση του Munich Security Conference Foundation ότι η παγκόσμια τάξη γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη. Ο κίνδυνος νέου ψυχρού πολέμου, οι σχεδιασμοί της Κίνας και η Ρωσία ως άμεση πηγή ανησυχίας. Το τέλος της «ευγενούς» ηγεμονίας των ΗΠΑ και η απροετοίμαστη Ευρώπη.
Ο κόσμος μας βρίσκεται σε κρίση και η στάση της αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον Ντόναλντ Τραμπ απλώς επιδεινώνει την κατάσταση, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Munich Security Conference Foundation για την Ασφάλεια, η οποία δημοσιοποιήθηκε εν όψει της φετινής Συνόδου του Μονάχου για την Ασφάλεια. Μεταξύ άλλων, προειδοποιεί για το ενδεχόμενο η νέα εποχή ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων -για την οποία η Δύση δείχνει να είναι απροετοίμαστη- να γίνει μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ενώ τονίζει την ανάγκη η Ευρώπη να παίξει έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική.
Στις αρχές του 2019 υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση πως ο κόσμος όχι απλώς γίνεται μάρτυρας μιας φαινομενικά ατελείωτης σειράς μικρότερων και μεγαλύτερων κρίσεων, αλλά πως υπάρχει ένα πιο θεμελιώδες πρόβλημα, πως τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, με τέσσερις θητείες στη θέση αυτή, ομολογεί πως «το δοκιμασμένο και γνώριμο πλαίσιο της τάξης δέχεται ισχυρές πιέσεις αυτή τη στιγμή». Σύμφωνα με τον υπουργό εξωτερικών της Γερμανίας, Χάικο Μάας, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη: «Αυτή η παγκόσμια τάξη που γνωρίζαμε κάποτε, που είχαμε συνηθίσει, και που κάποιες φορές μας έκανε να νοιώθουμε άνετα, αυτή η παγκόσμια τάξη δεν υπάρχει πλέον».
Πολλοί πιστεύουν επίσης πως αυτό που είναι γνωστό ως η φιλελεύθερη διεθνής τάξης έχει υποστεί τέτοια ζημιά που είναι δύσκολο να επιστρέψει στο status quo ante. Όπως το έθεσε ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, δεν πρόκειται για ένα «ιντερλούδιο στην ιστορία προτού επιστρέψουμε στην κανονικότητα (…) διότι επί του παρόντος βιώνουμε μια κρίση αποτελεσματικότητας και αρχών στην σύγχρονη παγκόσμια τάξη μας, που δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στο πώς λειτουργούσε προηγουμένως».
Έτσι, το μεγάλο αίνιγμα είναι αν αυτό που βιώνουμε είναι ένα μεγάλο ανακάτεμα στα κομμάτια του παζλ της διεθνούς τάξης, αν θα μπορέσουν οι υπερασπιστές της μετά το 1945 διεθνούς τάξης να διατηρήσουν τα βασικά στοιχεία της και να ξαναενώσουν ορισμένα από αυτά, ή αν ο κόσμος θα συνεχίσει να κινείται προς μια «τέλεια καταιγίδα», όπως προειδοποίησε ο πρώην Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Ιγκόρ Ιβανόφ, η οποία θα είναι η αθροιστική επίπτωση αρκετών κρίσεων που συμβαίνουν ταυτόχρονα και η οποία θα μπορούσε να καταστρέψει το παλαιό διεθνές σύστημα πριν καν ξεκινήσουμε να χτίζουμε ένα νέο.
Η επιστροφή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων
Αν πιστέψει κανείς τις βασικές σκέψεις που ακούγονται από τις πρωτεύουσες των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου, ο κόσμος μπαίνει σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Αν και ορισμένοι αναλυτές από τη Δύση προειδοποίησαν πριν από περισσότερο από μια δεκαετία πως η σημαντικότερη πρόκληση για τη Δύση και τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη είναι η επιστροφή απολυταρχικών μεγάλων δυνάμεων, ωστόσο αυτό το σενάριο μόλις πρόσφατα άρχισε να γίνεται κοινός τόπος μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής και των παρατηρητών στην Ουάσινγκτον, αντικαθιστώντας την τρομοκρατία ως βασική πηγή ανησυχίας, η οποία διαμόρφωνε την αμερικανική στρατηγική για τουλάχιστον δυο δεκαετίες. Τώρα, η βασική υπόθεση της πιο πρόσφατης Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας και της Στρατηγικής Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ είναι πως «(…) οδεύουμε σε μια περίοδο διαρκούς ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων για την οποία η Δύση, συνολικά, είναι απροετοίμαστη».
Τα αμερικανικά έγγραφα στρατηγικής ξεχωρίζουν την Κίνα και τη Ρωσία ως τις δυο σημαντικότερες προκλήσεις, και πολλοί βασικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι στις δημόσιες δηλώσεις τους δίνουν έμφαση σε αυτή την αντιλαμβανόμενη απειλή.
Στην επιστολή παραίτησής του προς τον πρόεδρο Τραμπ, ο υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις επανέλαβε τις βασικές του ανησυχίες: «Είναι ξεκάθαρο πως η Κίνα και η Ρωσία (…) θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο που θα συνάδει με το απολυταρχικό τους μοντέλο –αποκτώντας δικαίωμα βέτο στις οικονομικές, διπλωματικές και αμυντικές αποφάσεις άλλων εθνών– για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα σε βάρος των γειτόνων τους, της Αμερικής και των συμμάχων μας». Έχοντας συμπεράνει πως η προηγούμενη πολιτική των ΗΠΑ υποτίμησε την πρόκληση που αποτελούν αυτές οι απολυταρχικές μεγάλες δυνάμεις, η κυβέρνηση Τραμπ έχει αποφασίσει να υιοθετήσει μια πιο συγκρουσιακή στάση και να τις προσεγγίσει από θέση ισχύος.
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία ο Τραμπ, οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας αναμφίβολα έχουν «επιδεινωθεί περαιτέρω και ταχύτερα απ’ όσο σε οποιοδήποτε σημείο από την εδραίωση των επίσημων δεσμών των δυο χωρών το 1979». Όμως η αίσθηση πως η Κίνα έχει αψηφήσει τις προσδοκίες των ΗΠΑ και έχει γίνει «ο πιο δυναμικός ανυπέρβλητος ανταγωνιστής στη σύγχρονη ιστορία» είναι πλέον διαδεδομένη στην Ουάσινγκτον. Σε μια ομιλία-ορόσημο τον Οκτώβριο, ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς αναφέρθηκε στη λογική της ξεκάθαρης στροφής της αμερικανικής στρατηγικής έναντι της Κίνας: «Η Αμερική ήλπιζε πως η οικονομική απελευθέρωση θα έφερνε την Κίνα σε μια μεγαλύτερη συνεργασία μαζί μας και με τον κόσμο. Αντίθετα, η Κίνα επέλεξε την οικονομική επιθετικότητα, που με τη σειρά της ενθάρρυνε τη στρατιωτική ανάπτυξη της χώρας».
Ο Πενς κατηγόρησε το Πεκίνο όχι μόνο για «εμπλοκή στη δημοκρατία της Αμερικής», αλλά και για απόπειρα «διάβρωσης του στρατιωτικού πλεονεκτήματος της Αμερικής στην ξηρά, τη θάλασσα, στον αέρα και στο διάστημα». Ξεκαθάρισε πως οι ΗΠΑ θα αντιταχθούν στην κινεζική αποφασιστικότητα: «Δεν θα φοβηθούμε, και δεν θα υποχωρήσουμε».
Πολλοί «διάβασαν» την ομιλία του Πενς ως την ανακοίνωση ενός νέου ψυχρού πολέμου. Η κυβέρνηση Τραμπ υποστήριξε στην Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας πως «ο ανταγωνισμός δεν σημαίνει πάντα εχθρότητα, ούτε οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση (…)», όμως οι επικριτές φοβούνται πως η εχθρότητα θα είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της νοοτροπίας που διαμορφώνεται από τον ανταγωνισμό. Τουλάχιστον, η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται πρόθυμη να αποδεχθεί πως το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ένας ψυχρός πόλεμος.
Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για την Κίνα, όπου ο πρόεδρος Σι Τζινμπίνγκέχει συγκεντρώσει την εξουσία του και φαίνεται αποφασισμένος να μετατρέψει την Κίνα σε μια παγκόσμια δύναμη, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτό θα φέρει τη χώρα σε πορεία σύγκρουσης με την Ουάσινγκτον. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως η Κίνα θα αλλάξει την πορεία της λόγω της νέας στάσης των ΗΠΑ.
Η στρατηγική σκέψη στην Κίνα βασίζεται όλο και περισσότερο στην υπόθεση πως οι ΗΠΑ είναι μια φθίνουσα υπερδύναμη, η οποία μελλοντικά θα πρέπει να εγκαταλείψει την κυριαρχία της. Το Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρεί πως βρίσκεται με τους νικητές στην Ιστορία. Σε editorial που δημοσιεύθηκε μετά την υιοθέτηση της τροποποίησης του συντάγματος που διέγραψε τα χρονικά όρια της προεδρικής θητείας, η Global Times σημείωνε πως «(…) ορισμένα σημεία-κλειδιά στο Δυτικό σύστημα αξιών καταρρέουν. Η Δημοκρατία, την οποία διερεύνησαν και στην οποία συμμετείχαν οι Δυτικές κοινωνίες για εκατοντάδες χρόνια, πληγιάζει. (…) Η χώρα πρέπει να αδράξει την ημέρα, να αδράξει την ώρα. (…) Η χώρα μας δεν πρέπει να ενοχληθεί από τον έξω κόσμο, ούτε να χάσει την αυτοπεποίθησή της καθώς η Δύση αυξάνει όλο και περισσότερο την εγρήγορσή της έναντι της Κίνας».
Για την ώρα, η κινεζική ηγεσία προσπαθεί να παρουσιάσει την χώρα ως μια υπεύθυνη δύναμη που συνεχίζει την ειρηνική της άνοδο και ως «υπέρμαχου της πολυμέρειας». Λίγες εβδομάδες μετά την ομιλία του Πενς, ο Σι τόνισε πως: «η Ιστορία έχει δείξει πως η αντιπαράθεση, είτε με τη μορφή ενός ψυχρού πολέμου, ενός θερμού πολέμου, ή ενός εμπορικού πολέμου, δεν θα έχει νικητές». Όμως είναι δύσκολο να παραβλεφθεί η αυξανόμενη σιγουριά με την οποία κινείται το Πεκίνο στο εξωτερικό αλλά και την συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του Σι στο εσωτερικό, η οποία συνοδεύεται από ένα ακόμα πιο αποτελεσματικό και ευρύ σύστημα παρακολούθησης και καταπίεσης.
Η Ρωσία ως άμεση πηγή ανησυχίας
Ενώ η Κίνα είναι οπωσδήποτε η σημαντικότερη μακροπρόθεσμη πρόκληση των ΗΠΑ, η Ρωσία είναι η πιο άμεση πηγή ανησυχίας στον τομέα της ασφάλειας. Σε αντίθεση με την Κίνα, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της Μόσχας ως γεωπολιτικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ δεν φαίνεται να είναι πολλά υποσχόμενες. Η οικονομία της Ρωσίας έχει πληγεί από την έντονη μεταβλητότητα του νομίσματός της, από την πτώση στις τιμές του πετρελαίου και από τις κυρώσεις που επέβαλαν η ΕΕ και η ΗΠΑ ως απάντηση στις ενέργειες της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.
Το 2018 ήταν η πέμπτη συνεχόμενη χρονιά που σημειώθηκε μείωση των διαθέσιμων ατομικών εισοδημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα ποσοστά δημοφιλίας του Βλαντίμιρ Πούτιν έχουν μειωθεί σημαντικά. Την ίδια ώρα, η ρωσική κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει επιθετικά το περιορισμένο, αλλά σημαντικό πλεονέκτημά της ως διασπαστικής δύναμης και σημείωσε μερικές εντυπωσιακές βραχυπρόθεσμες νίκες τα τελευταία χρόνια, αιφνιδιάζοντας τον υπόλοιπο κόσμο στην Ουκρανία και στη Συρία. Άλλα πρόσφατα παραδείγματα του αυξανόμενου δυναμισμού της Μόσχας υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος επανεξελέγη τον Μάιο του 2018 για μια τέταρτη θητεία, είναι η υπόθεση Σκριπάλ, η κλιμάκωση των επιθετικών δραστηριοτήτων στον κυβερνοχώρο, οι απόπειρες παρέμβασης στις δημοκρατικές εκλογές σε διάφορες χώρες και η πιο πρόσφατη αντιπαράθεση στα Στενά Κέρτς. Θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει τις ενέργειες της Ρωσίας ως μια προσπάθεια να δείξει πως εξακολουθεί να είναι πιο ισχυρή απ’ όσο θεωρεί η Δύση και πως θα παραμείνει μια απαραίτητη δύναμη τα συμφέροντα της οποίας δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Σε αυτή την προσπάθεια, ο σύμβουλος του Πούτιν, Βλάντισλαβ Σουρκόφ, σχολίασε πρόσφατα πως «ο πόλεμος είναι ένα μέσο επικοινωνίας». Όπως σημειώνει ο ειδήμονας στο θέμα της Ρωσίας, Μπόμπο Λο, «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη Μόσχα καταδικάζουν την ‘δαιμονοποίηση’ της Ρωσίας, ωστόσο χαίρονται που γνωρίζουν πως η χώρα έχει επανέλθει στο παγκόσμιο σκηνικό, με ορισμένους να την αντιπαθούν, αλλά να μην την αγνοεί κανένας».
Ως απάντηση στη ρωσική συμπεριφορά, η κυβέρνηση Τραμπ και το Κογκρέσο των ΗΠΑ έχουν αυξήσει τις πιέσεις στη Μόσχα. Όπως το έθεσε ο τότε βοηθός υπουργός Εξωτερικών Γουές Μίτσελ, οι ΗΠΑ «θα αυξάνουν το κόστος της Ρωσικής επιθετικότητας μέχρι ο πρόεδρος Πούτιν να επιλέξει διαφορετικό δρόμο».
Ωστόσο, όπως έχουν τα πράγματα, ούτε το Κρεμλίνο δεν στέλνει σήματα χαλάρωσης της στάσης της επιθετικότητάς του. Η ρωσική ηγεσία έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια επαναπροσέγγισης της Δύσης και φαίνεται πως «αγκαλιάζει» τον ρόλο της ως παρία. Σύμφωνα με τον Σουρκόφ, «η επική δυτικόστροφη αναζήτηση της Ρωσίας επιτέλους τελείωσε». Αντί των «επαναλαμβανόμενων και αποτυχημένων προσπαθειών να γίνει μέρος του Δυτικού πολιτισμού», η Ρωσία πλέον «προορίζεται για εκατό χρόνια (ή πιθανόν διακόσια χρόνια ή τριακόσια χρόνια) γεωπολιτικής μοναξιάς».
Δεδομένης της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, οι επόμενοι μήνες μπορεί να είναι αποφασιστικοί για την τύχη των κρίσιμης σημασίας Συνθηκών για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Οι ειδήμονες σε θέματα πυρηνικών προειδοποιούν πως «μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες σταθερής μείωσης εξοπλισμών μεταξύ των δυο μεγαλύτερων πυρηνικών δυνάμεων, και οι δυο χώρες μπορεί να αλλάξουν κατεύθυνση το 2019 και να βρεθούν σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών».
Εδώ και κάποια χρόνια η ρωσική κυβέρνηση επενδύει σε νέες στρατιωτικές δυνατότητες, περιλαμβανομένων πυραύλων που σύμφωνα με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ παραβιάζουν τη συνθήκη INF. Ως απάντηση, ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσυρθεί από τη Συνθήκη, κάτι που σημαίνει πως τόσο η ΗΠΑ όσο και η Ρωσία θα μπορούν και πάλι να προχωρήσουν στην παραγωγή και ανάπτυξη πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς, αναζωπυρώνοντας τους φόβους για μια νέα πυραυλική κρίση στην Ευρώπη.
Για το Κρεμλίνο, αυτή είναι μια άνετη κατάσταση: ενώ η κυβέρνηση Τραμπ κατηγορείται για αθέτηση της Συνθήκης, η Μόσχα φαίνεται να εικάζει πως το ΝΑΤΟ δεν θα μπορέσει να καταλήξει σε συναίνεση για την ανάπτυξη νέων αμερικανικών πυραύλων (που ακόμα δεν έχουν κατασκευαστεί) στην Ευρώπη, φέρνοντας τη Ρωσία σε πλεονεκτική θέση: «(…) μια κούρσα εξοπλισμών στους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς μπορεί να ξεκινήσει στην Ευρώπη, όμως θα είναι μονόπλευρη: μόνο η Ρωσία θα αγωνίζεται».
Ένα άλλο στοιχείο που περιόρισε τον επικίνδυνο ανταγωνισμό μεταξύ της Ρωσίας και της ΗΠΑ επίσης βρίσκεται σε κίνδυνο: φαίνεται απίθανο οι δυο χώρες να μπορέσουν να παρατείνουν τη Νέα Συνθήκη START που καλύπτει τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα, πέραν του 2021, όταν και λήγει η Συνθήκη.
Όπως έχουν υποστηρίξει ορισμένοι παρατηρητές, οι υπόλοιπες Συνθήκες για τον έλεγχο των εξοπλισμών, που εξακολουθούν να ακολουθούν τη λογική του διπόλου, αρχίζουν να «ξηλώνονται» ενώ δεν υπάρχει ακόμα κάποιο νέο πολυμερές πλαίσιο για τον έλεγχο των όπλων που θα μπορούσε να ταιριάξει στο αναδυόμενο διεθνές σύστημα, που είναι «πιο περίπλοκο, λιγότερο προβλέψιμο, και δυνητικά πιο επικίνδυνο».
Αν και ο πρόεδρος Τραμπ έχει αφήσει να εννοηθεί πως υπάρχει πιθανότητα «ο πρόεδρος Σι κι εγώ, μαζί με τον πρόεδρο Πούτιν της Ρωσίας, να ξεκινήσουμε να συζητάμε για μια ουσιαστική παύση αυτού που έχει γίνει μια μεγάλη και άβολη κούρσα εξοπλισμών», ο ίδιος και οι ομόλογοί του αυξάνουν τα οπλοστάσιά τους. Όπως σημείωσε ο Πούτιν στην ετήσια συνέντευξη Τύπου του, «όλοι μας τώρα βλέπουμε την αποσύνθεση του διεθνούς συστήματος για τον έλεγχο των όπλων και για την αποτροπή της κούρσας εξοπλισμών».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως οι υπερηχητικοί πύραυλοι, είναι η απαραίτητη απάντηση στην απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν από τη Συνθήκη Αντιβαλλιστικών Πυραύλων (ABM) και την ανάπτυξη ενός συστήματος πυραυλικής άμυνας: «είναι απλώς η διατήρηση της ισότητας και τίποτα περισσότερο». Η αναθεώρηση της αμερικανικής πυραυλικής άμυνας, η οποία δημοσιοποιήθηκε στα μέσα Ιανουαρίου 2019, πιθανότατα θα τροφοδοτήσει τον διαδεδομένο φόβο στη Μόσχα πως η Ρωσία μια μέρα δεν θα μπορεί να αναχαιτίσει τα αμερικανικά πυραυλικά συστήματα και έτσι δεχθεί ένα πρώτο πλήγμα από τις ΗΠΑ χωρίς να μπορεί να διασφαλίσει πως θα έχει τη ικανότητα να ανταποδώσει. Όπως στην περίπτωση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ, που ισχυρίζονται πως απλώς αντιδρούν στις ενέργειες η μία της άλλης και ζητούν από την αντίπαλη πλευρά να αλλάξει τακτική, φαίνεται ναπιστεύουν πως μπορούν να ελέγξουν τον κίνδυνο των αυξανόμενων εντάσεων.
Το τέλος της «ευγενούς» ηγεμονίας των ΗΠΑ
Παρά την πρόκληση που συνιστούν Κίνα και Ρωσία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η θέση των ΗΠΑ στον κόσμο -και μαζί με αυτήν η παγκόσμια τάξη που έχουν διαμορφώσει οι ΗΠΑ- «μπορεί να απειλείται περισσότερο από την άνοδο των λαϊκιστικών πολιτικών στο εσωτερικό απ’ ότι η άνοδος άλλων δυνάμεων στο εξωτερικό».
Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι μια κατηγορία από μόνες τους. Ο αμερικανικός αμυντικός προϋπολογισμός εξακολουθεί να είναι πολλαπλάσιος των στρατιωτικών δαπανών των περισσότερων άλλων δυνάμεων. Επιπλέον, μέτρα όπως το ΑΕΠ ή οι στρατιωτικές δαπάνες, στρεβλώνουν την πραγματική ισορροπία δυνάμεων καθώς συστηματικά υπερβάλλουν σε ό,τι αφορά τον πλούτο και τις στρατιωτικές δυνατότητες πολυπληθών αλλά φτωχών χωρών που πρέπει να δαπανούν μεγάλο μέρος των πόρων τους για την αστυνόμευση, την προστασία και την εξυπηρέτηση των πολιτών τους και ως εκ τούτου έχουν λιγότερη δυνατότητα να προβάλλουν την ισχύ τους στο εξωτερικό.
Ενώ η Κίνα και η Ρωσία μπορεί να έχουν σημειώσει πρόοδο ή ακόμα και να έχουν αριστεύσει σε ορισμένα σημεία, ωστόσο ο αμερικανικός στρατός θα συνεχίσει για πολύ καιρό να είναι ασυναγώνιστος. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως οι ΗΠΑ μπορούν να βασιστούν σε πηγές που δεν έχουν Κίνα και Ρωσία. Κατ’ αρχήν, οι ΗΠΑ έχουν ένα ευρύ δίκτυο συμμάχων σε όλον τον κόσμο. Αν και Κίνα και Ρωσία έχουν αναπτύξει διάφορα μέτρα για να επηρεάσουν άλλα κράτη ή έχουν προσπαθήσει να υπονομεύσουν τη συνοχή της Δύσης, ωστόσο δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μεγάλους και υποστηρικτικούς συνασπισμούς και είναι απίθανο να το πράξουν στο μέλλον.
Επιπλέον, η ιδεολογική ισορροπία δυνάμεων μπορεί να είναι ακόμα πιο επωφελής για τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους. Μια πιο προσεκτική ματιά στην «κατανομή ιδεών και ταυτοτήτων» σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο υποδηλώνει πως η Δυτική ηγεμονική τάξη πραγμάτων της οποίας ηγούνται οι ΗΠΑ μπορεί να αποδειχθεί πιο σταθερή απ’ όσο αναμένονταν. Τουλάχιστον, ομάδα ακαδημαϊκών συμπεραίνει πως «τα κυρίαρχα στοιχεία της κινεζικής ταυτότητας δεν είναι πιθανό να αποτελέσουν τη βάση ενός ελκυστικού εναλλακτικού διεθνούς οράματος ή μιας ηγεμονικής τάξης που θα είναι ελκυστική για άλλες μεγάλες δυνάμεις» – μια απαραίτητη προϋπόθεση για μια επιτυχή αντι-ηγεμονική συμμαχία που θα προωθεί μια διαφορετική τάξη.
Ενώ οι ΗΠΑ θεωρητικά χαίρουν μιας ευνοϊκής υλικής και ιδεολογικής ισορροπίας δυνάμεων και λογικά είναι καλά προετοιμασμένες για μια εποχή αυξανόμενου ανταγωνισμού, το πρόβλημα είναι πως η Ουάσινγκτον φαίνεται να κινδυνεύει να σπαταλήσει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα.
Οι Ευρωπαίοι σίγουρα εκτιμούν μηνύματα της αμερικανικής κυβέρνησης που μιλούν για τις παραδοσιακές αξίες της διατλαντικής συνεργασίας και την υπόσχεση για ανανέωση της προσήλωσης των ΗΠΑ στη «Δύση ως μια κοινωνία δημοκρατικών χωρών ενωμένων μέσω της ιστορίας, του πολιτισμού και των αμοιβαίων θυσιών», μια «κοινωνία που πρέπει να κινητοποιηθεί και να ενισχυθεί για την εποχή του γεωπολιτικού ανταγωνισμού». Θα ήθελαν επίσης να πιστέψουν πως οι ΗΠΑ δεν αποσύρονται από τον κόσμο.
Ωστόσο, αυτή οπωσδήποτε δεν είναι η επικρατούσα αντίληψη στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Σύμφωνα με έρευνα του Pew για τις Παγκόσμιες Συμπεριφορές, μόνο το 14% από αυτούς που απάντησαν θεωρούν πως οι ΗΠΑ κάνουν τώρα περισσότερα για να συμβάλουν στη διευθέτηση των σημαντικών παγκόσμιων προβλημάτων σε σχέση με πριν από λίγα χρόνια. Η άποψη πως οι ΗΠΑ κάνουν λιγότερα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στους στενότερους συμμάχους τη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη.
Οι ανησυχίες τους συνέχισαν να εντείνονται μετά την ταραχώδη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 2018, όταν ο Τραμπ φέρεται να απείλησε να «προχωρήσει μόνος» αν η υπόλοιπη συμμαχία δεν αύξανε δραματικά τις αμυντικές της δαπάνες.
Η αβεβαιότητα για τον ρόλο των ΗΠΑ είναι αισθητή και σε άλλες περιοχές. Τον Δεκέμβριο ο Τραμπ ανακοίνωσε την απόσυρση των αμερικανών στρατιωτών από τη Συρία, αγνοώντας τις συμβουλές που του έδωσαν σύμβουλοι-κλειδιά όπως ο Μάτις. Ενώ οι επικριτές φοβούνται πως η απόφαση αυτή θα αφήσει ένα κενό που πιθανόν θα καλύψουν το Ιράν, η Ρωσία η Τουρκία και άλλοι, και θα εγκαταλείψει τους συμμάχους που έχουν πολεμήσει μαζί με τις δυνάμεις των ΗΠΑ, ο Τραμπ σχολίασε απλώς πως οι Ιρανοί ηγέτες «μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν» στη Συρία. Διέταξε επίσης τους στρατιωτικούς ηγέτες του να σχεδιάσουν την απόσυρση περίπου των μισών αμερικανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν.
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ασία επίσης ανησυχούν: μετά τη συνάντησή του με τον Κιμ Γιονγκ-Ουν στη Σιγκαπούρη, ο Τραμπ διακήρυξε την παύση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ΗΠΑ-Νότιας Κορέας και εξέφρασε την προθυμία του να αποσύρει τους αμερικανούς στρατιώτες από τη Νότια Κορέα. Δεν αποτελεί έκπληξη που οι σύμμαχοι σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι εξαρτώνται από τις εγγυήσεις ασφάλειας των ΗΠΑ, νοιώθουν νευρικότητα.
Επιπλέον, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να ενθαρρύνουν «τα ευγενή έθνη του κόσμου να χτίσουν μια νέα φιλελεύθερη τάξη» και να αντιταχθούν στις απολυταρχικές μεγάλες δυνάμεις θα ήταν πολύ πιο αξιόπιστες αν ο πρόεδρος Τραμπ και η κυβέρνησή του δεν επιδείκνυαν έναν ενοχλητικό ενθουσιασμό για ισχυρούς άνδρες ανά τον κόσμο, υποδηλώνοντας πως η κυβέρνηση Τραμπ ζει σε έναν «μετα-ανθρωπίνων δικαιωμάτων κόσμο». Οι μακραίωνοι σύμμαχοι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δύσκολα μπορούν να «χωνέψουν» τα εύσημα που δίνει ο Τραμπ σε ανελεύθερους ηγέτες από τη Βραζιλία μέχρι τις Φιλιππίνες και το γεγονός πως αψηφά τις ίδιες του τις υπηρεσίες πληροφοριών στηρίζοντας τη Σαουδική Αραβία μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, ενώ ταυτόχρονα κάνει την σκληρότερη κριτική του στον Καναδά, τη Γερμανία ή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η απαξίωση των διεθνών θεσμών και συμφωνιών έχει επανειλημμένως φέρει τις ΗΠΑ αντιμέτωπες με τους μεγάλους συμμάχους τους τα τελευταία χρόνια. Αυτό που οι σύμμαχοι αυτοί θεωρούν ως τον μόνον τρόπο για να αντιμετωπιστούν παγκόσμια προβλήματα ο Τραμπ το απορρίπτει ως «την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης». Σε πολλά ζητήματα μεγάλης σημασίας για τις χώρες αυτές -από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή μέχρι την πυρηνική συμφωνία του Ιράν και τη συνθήκη INF- πολλοί από τους παραδοσιακούς σύμμαχους της Ουάσινγκτον έχουν προσπαθήσει να υπάρξουν νέες δεσμεύσεις από τις ΗΠΑ. Στην καλύτερη περίπτωση, έχουν αισθανθεί πως τις αγνοούν. Στη χειρότερη, αισθάνονται πως απειλούνται σαν να ήταν ανταγωνιστές ή αντίπαλοι, αντί για σύμμαχοι και εταίροι με νόμιμες ανησυχίες και συμφέροντα.
Η επανεξέταση
Έτσι, μετά από δυο χρόνια θητείας, η κυβέρνηση Τραμπ έχει προκαλέσει μια επανεξέταση των διατλαντικών σχέσεων στην Ευρώπη: «Η εποχή της ευγενούς ηγεμονίας των ΗΠΑ μπορεί να έχει λήξει, με την Ευρώπη να είναι εξαιρετικά απροετοίμαστη». Ελπίζοντας αρχικά πως ο επωνομαζόμενος «άξονας των ενηλίκων» της αμερικανικής κυβέρνησης θα χαλιναγωγούσε κάποιες από τις ενέργειες του Τραμπ, πολλοί Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν τώρα δυσαρεστηθεί, καθώς πολλοί αξιωματούχοι της κυβέρνησης τους είχαν καλέσει να επικεντρωθούν στην πολιτική και να αγνοήσουν τα tweets. Πολλά στελέχη-κλειδιά έχουν αποχωρήσει και η αμερικανική πολιτική μοιάζει όλο και περισσότερο με τα tweets του Τραμπ.
Τα τελευταία χρόνια, ο Τραμπ άλλαξε ολόκληρο το συμβούλιο εθνικής ασφάλειας: ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας ΜακΜάστερ, ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, η πρέσβης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Νίκι Χάλεϊ και ο υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις είτε παραιτήθηκαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν. Τη αποχώρηση του Μάτις προκάλεσε ανησυχία στους συμμάχους. Για ορισμένους, αυτό «δείχνει ξεκάθαρα στους συμμάχους της Αμερικής πως θα πρέπει όλο και περισσότερο να βασίζονται στον εαυτόν τους». Σε κάθε περίπτωση, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ δέχεται όλο και περισσότερες πιέσεις στο εσωτερικό και καθώς η ομάδα εθνικής ασφάλειάς του συμβαδίζει περισσότερο με τις δικές του απόψεις, μπορούμε να αναμένουμε ακόμα περισσότερες αναταράξεις στο δεύτερο μισό της θητείας του.
Θα σώσει την κατάσταση η υπόλοιπη Δύση;
Σ’ αυτό το πλαίσιο, τόσο οι αναλυτές όσο και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν ζητήσει από τους σημαντικούς φιλελεύθερους δημοκρατικούς συμμάχους των ΗΠΑ να «αντισταθμίσουν» την έλλειψη μιας σταθερής αμερικανικής ηγεσίας. Οι χώρες που συνήθως αναφέρονται είναι τα άλλα μέλη των G7 –ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο – καθώς και η Αυστραλία, η Νότια Κορέα και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο.
Οι παράγοντες αυτοί έχουν επωφεληθεί σε τεράστιο βαθμό από αυτό που είναι γνωστό ως φιλελεύθερη διεθνής τάξη, την οποία υποστήριζε η δύναμη των ΗΠΑ. Κάποιοι εξ αυτών είναι τόσο προσαρμοσμένοι σε αυτή την τάξη –όχι μόνο σε όρους ασφάλειας, πολιτικής και οικονομίας, αλλά και πνευματικά- που τους είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουν και να συμβιβαστούν με έναν κόσμο που αλλάζει. Εν τούτοις, όπως σημειώνουν οι Ιβο Ντααλντερ και Τζέιμς Λίντσεϊ, «αν αρκεστούν στα παράπονα και τους θρήνους, δεν θα μπορούν να κατηγορούν μόνο τον Τραμπ για το τέλος της τάξης πραγμάτων που βασίζονταν στους κανόνες».
Σε διάφορους βαθμούς, πάντως, οι ηγέτες των χωρών αυτών φαίνεται πως έχουν καταλάβει πως πρέπει να κάνουν περισσότερα, τόσο στη γειτονιά τους όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενώ λίγοι συμφωνούν με το πώς μεταφέρεται αυτό το μήνυμα, οι περισσότεροι ειδήμονες σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στις χώρες αυτές συμφωνούν πως η νυν αμερικανική κυβέρνηση (και οι προκάτοχοί της) έχουν ένα δίκιο όταν ζητούν να υπάρξει ένας πιο ίσος καταμερισμός του βάρους. Όμως πολλοί διερωτούνται πώς μπορούν να το κάνουν αυτό αν δεν υπάρχει πλέον συμφωνία με τις ΗΠΑ ως προς το ποιο είναι το βάρος που πρέπει να μοιράσουν. Μήπως απλώς μαζεύουν τα κομμάτια απ’ ότι απέμεινε από τη Δυτική ηγεσία;
Διάφοροι ηγέτες από μεσαίες φιλελεύθερες-δημοκρατικές δυνάμεις έχουν ζητήσει να υπάρξει μια ισχυρότερη μεταξύ τους συνεργασία για να διατηρηθούν τα βασικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας τάξης. Ο Χάϊκο Μάας έχει επανειλημμένως μιλήσει για μια «συμμαχία υπέρμαχων της πολυμέρειας», την οποία ορίζει ως «ένα δίκτυο εταίρων που στέκονται μαζί για τη διατήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη της τάξης που βασίζεται στους κανόνες, που υπερασπίζονται την πολυμέρεια και που είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν για τον σκοπό αυτό πολιτικό κεφάλαιο διότι κατανοούν τι πραγματικά σημαίνει η πολυμέρεια».
Υπάρχουν και άλλοι που συμφωνούν: ενώ ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμι Χαντ υποστήριξε πως «ο μετά το Brexit ρόλος της Βρετανίας θα πρέπει να είναι να ενεργεί ως ένας αόρατος κρίκος που συνδέει τις δημοκρατίες του κόσμου, τις χώρες αυτές που μοιράζονται τις αξίες μας και στηρίζουν την πίστη μας στο ελεύθερο εμπόριο, το κράτος δικαίου και τις ανοικτές κοινωνίες», η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά Κρίστια Φρίλαντ, υποστήριξε πως «πρέπει είμαστε ενεργητικοί, φιλόδοξοι και δημιουργικοί στην εύρεση περισσότερων τρόπων συνεργασίας, στην εύρεση τρόπων ώστε οι φιλελεύθερες δημοκρατίες που σκέφτονται παρόμοια να δράσουμε για τις αξίες μας και να πολεμήσουμε υπέρ της πολυμερούς τάξης».
Αν και πιθανότατα ποτέ δεν υπήρξε μια καλή στιγμή για να δοκιμαστεί αυτή η πολιτική και στρατιωτική ωριμότητα, ωστόσο τώρα οπωσδήποτε βρισκόμαστε σε μια από τις χειρότερες στιγμές στην ιστορία: κάποιοι από τους υποψήφιους για ενίσχυση του ρόλου τους ως φυλάκων της φιλελεύθερης τάξης είναι πρόθυμοι αλλά δεν έχουν τις δυνατότητες, άλλοι έχουν τουλάχιστον μέτριες δυνατότητες αλλά είναι απρόθυμοι ή ανίκανοι να φέρουν τις δυνατότητές τους στο προσκήνιο.
Ευρώπη: Στρατηγική αυτονομία ή μη στρατηγική εξάρτηση;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαίτερα απροετοίμαστη για μια νέα εποχή ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο, η αυξανόμενη αβεβαιότητα ως προς τον μελλοντικό ρόλο των ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε νέες συζητήσεις για την «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης.
Ωστόσο, ο όρος αυτός προκαλεί παρεξηγήσεις. Ενώ κάποιοι αναφέρονται στη «στρατηγική αυτονομία» ως μια μορφή αντιστάθμισης ή ακόμα και χειραφέτησης από τις ΗΠΑ, για πολλούς απλώς σημαίνει μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή ευθύνη. Κατά κάποιον τρόπο οι Ευρωπαίοι μόλις άκουσαν αυτό που επανειλημμένως τονίζει ο πρόεδρος Τραμπ: «(…) οι ΗΠΑ δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι ο αστυνόμος του κόσμου. Δεν θέλουμε να το κάνουμε αυτό». Όμως στην τεταμένη ατμόσφαιρα των διατλαντικών συζητήσεων του 2018, ακόμα και οι Ευρωπαϊκές προσπάθειες να υπάρξουν σχεδιασμοί για τα σενάρια που οι ΗΠΑ είναι απρόθυμες να ηγηθούν, θεωρήθηκαν ως τα πρώτα βήματα προς τον διαχωρισμό.
Το ίδιο πρέπει να λεχθεί και για τις προτάσεις για έναν «Ευρωπαϊκό στρατό». Τόσο ο Εμμανουέλ Μακρόν όσο και η Άνγκελα Μέρκελ μίλησαν πρόσφατα και πάλι για αυτό το μακροπρόθεσμο όραμα και προκάλεσαν ακόμα έναν γύρο γνώριμων επιχειρημάτων υπέρ και κατά της χρήσης του όρου. Η κοινή γνώμη, ωστόσο, γενικά στηρίζει την ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, πάνω από τα τρία τέταρτα των Ευρωπαίων στηρίζουν μια κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Δημοσκόπηση που διενεργήθηκε τον Νοέμβριο του 2017 σε έξι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες βρήκε πως ενώ ένας μέσος όρος μόλις 20% των συμμετεχόντων στη δημοσκόπηση είπε πως οι Ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να ενοποιηθούν πλήρως και να επιχειρούν υπό μία ενιαία Ευρωπαϊκή διοίκηση μέχρι το 2040, το 75% του συνόλου τάσσονταν υπέρ της σημαντικής συνεργασίας μεταξύ των εθνικών στρατών.
Η δεύτερη ιδέα πλησιάζει περισσότερο σε αυτό που η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν έχει χαρακτηρίσει ως έναν «στρατό Ευρωπαίων», που κατά την ίδια «ήδη παίρνει μορφή». Η φον ντερ Λάϊεν και άλλοι παραπέμπουν στις πολυάριθμες αποφάσεις που έχουν λάβει κράτη-μέλη της ΕΕ για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, περιλαμβανομένης της εισαγωγής του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Ταμείου (EDF), της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας (PESCO) και της Συντονισμένης Ετήσιας Επιθεώρησης για την Άμυνα (CARD), καθώς και για ευρείες διμερείς συμφωνίες συνεργασίας, όπως στην περίπτωση των χερσαίων δυνάμεων της Ολλανδίας και της Γερμανίας.
Ενώ όλα αυτά είναι καλοδεχούμενα βήματα που θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για μια πιο ικανή Ευρωπαϊκή Ένωση μακροπρόθεσμα, ωστόσοβραχυπρόθεσμα οι προκλήσεις είναι πολλές. Όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη που διενεργήθηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών και το Γερμανικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, τα μέλη της ΕΕ αντιμετωπίζουν σημαντικά κενά στις ικανότητες που θα απαιτούνταν για να ανταποκριθούν στο επίπεδο φιλοδοξίας της ΕΕ και γρήγορα θα εξαντλούνταν αν έπρεπε να συμμετέχουν σε ταυτόχρονες επιχειρήσεις.
Ενώ οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να ζητούν «στρατηγική αυτονομία» ή μια πραγματικά ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική στο δημόσιο λόγο τους, συλλογικά, μέχρι στιγμής, παραμένουν πιο κοντά σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μη στρατηγική εξάρτηση, τουλάχιστον σε στρατιωτικό επίπεδο. Εξακολουθεί να υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα που πρέπει να διανυθεί μέχρι να φτάσουμε σε αυτό που ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ αποκάλεσε «Weltpolitikfähigkeit» στο περυσινό Συνέδριο του Μονάχου για την Ασφάλεια. Και αυτό που είναι απαραίτητο είναι η «Weltpolitikfähigkeit», δηλαδή η ικανότητα να παίξει η Ευρώπη έναν ουσιαστικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική.
Αν και οι περισσότεροι στρατηγικοί στοχαστές στην Ευρώπη συμφωνούν πως η καλύτερη εγγύηση ασφάλειας για την Ευρώπη είναι μια ισχυρή διατλαντική συνεργασία, ωστόσο αυτή η επιλογή μπορεί να μην είναι διαθέσιμη στο μέλλον.
Εν των μεταξύ, δεν υπάρχει ακόμα μια ρεαλιστική δεύτερη επιλογή. Ως αποτέλεσμα, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σχοινοβατούν, προσπαθώντας να διατηρήσουν την πρώτη επιλογή, αντισταθμίζοντας και ερευνώντας παράλληλα την δεύτερη επιλογή, χωρίς να κάνουν λιγότερο πιθανή την πρώτη επιλογή. Ή, όπως το έθεσε η φον ντερ Λάϊεν στο Συνέδριο του Μονάχου για την Ασφάλεια το 2018: «Θέλουμε να παραμείνουμε διατλαντικοί –αλλά να γίνουμε και πιο Ευρωπαίοι». Δεδομένου του ταχύτατου ρυθμού αλλαγών, οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει αν βρουν μακροπρόθεσμες στρατηγικές προσεγγίσεις και να διαθέσουν τους απαραίτητους πόρους αν είναι η Ευρώπη να γίνει κάτι παραπάνω από ένα από «θέατρο σοβαρού στρατηγικού ανταγωνισμού» άλλων παραγόντων.
Η διαχείριση της νέας «μεσοβασιλείας»
Ο Ιταλός φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι έγραψε πως «η κρίση έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός ότι το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούριο δεν μπορεί να γεννηθεί· σε αυτή τη μεσοβασιλεία εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων». Κατά κάποιον τρόπο, αυτή είναι μια αρμόζουσα περιγραφή της παγκόσμιας τάξης σήμερα. Η μεταψυχροπολεμική περίοδος -και η γενική αισιοδοξία που σχετίζεται με αυτήν- έχει έρθει στο τέλος της. Πολλές από τις βεβαιότητες που οι περισσότεροι άνθρωποι της Δύσης θεωρούσαν δεδομένες, έχουν αμφισβητηθεί ή ακόμα και υπονομευθεί. Όμως είναι ασαφές το είδος της νέας τάξης που θα προκύψει, αν μπορούν να διατηρηθούν οι παλαιές βασικές αρχές, αν θα δούμε έναν κόσμο με ανταγωνιστικές τάξεις πραγμάτων και αν η μεταβατική περίοδος θα είναι ειρηνική. Αντιθέτως, αυτό που φαίνεται πως είναι ξεκάθαρο, είναι πως η μεσοβασιλεία θα είναι μια φάση παρατεταμένης αστάθειας και αβεβαιότητας.
Δεδομένων των στρατηγικών outlooks που επικρατούν σε Ουάσινγκτον, Πεκίνο και Μόσχα, οι προσδοκίες για μια νέα εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων φαίνεται πως θα γίνουν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν όλοι προετοιμάζονται για έναν εχθρικό κόσμο, η άφιξή του έχει σχεδόν προκαθοριστεί. Όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο το πώς θα είναι ένας ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων στον 21ο αιώνα και πού θα είναι ιδιαίτερα έντονος και επικίνδυνος. Η έλευση νέων τεχνολογιών και εργαλείων πολιτικής, οι νέες αλληλεξαρτήσεις και οι αδυναμίες θα επηρεάσουν το πώς θα ανταγωνιστούν οι μεγάλες δυνάμεις. Αυτό σημαίνει επίσης πως πιθανότατα θα χρειαστούμε νέα εργαλεία για να το χειριστούμε.
Το σημαντικότερο είναι πως αυτή η νέα αβεβαιότητα σημαίνει ότι οι παγκόσμιοι ηγέτες φέρουν τεράστια ευθύνη. Τους τελευταίους μήνες η καγκελάριος Μέρκελ επανειλημμένως αναφέρθηκε σε προηγούμενες περιόδους, στις οποίες οι πολιτικοί, πιστεύοντας στη σταθερότητα της επικρατούσας τάξης και μη έχοντας βιώσει τον προηγούμενο πόλεμο, θεωρούσαν πως θα μπορούσαν απλώς να έχουν λίγες περισσότερες απαιτήσεις και να συμπεριφερθούν λίγο πιο επιθετικά – «(…) και, ξαφνικά, χάλασε ολόκληρη η τάξη και ξέσπασε πόλεμος».
Όπως τόνισε η Μέρκελ, «το μάθημά μου από αυτό είναι πως στους καιρούς που ζούμε πρέπει να σκεφτόμαστε προσεκτικά τα επόμενα βήματά μας, να ενεργούμε με σύνεση και να είμαστε ξεκάθαροι με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε».
Δυστυχώς, επί του παρόντος, αυτά τα ποιοτικά στοιχεία φαίνεται πως βρίσκονται σε έλλειψη.