Άρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας ανάμεσα σε διοικητικά και πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 1/2019)
Με την πρώτη του απόφαση για το 2019 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προχώρησε στην άρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, η οποία ανέκυψε από αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, η κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ ανακοπή εταιρείας κατά της δήλωσης του Δημοσίου ως τρίτου, εις χείρας του οποίου έγινε κατάσχεση απαίτησης της καθ’ ής η εκτέλεση εταιρείας, προερχόμενης από διοικητική σύμβαση.
Απόσπασμα της απόφασης ΑΕΔ 1/2019
7. Επειδή, στην περίπτωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται από την άσκηση ανακοπής κατά της δήλωσης του τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθού η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιούς περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος.
Επομένως, στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθού η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν (Α.Π. 663/2017, 480/2012, 1065/2009, 73/1995).
Εξάλλου, το αντικείμενο της ανακοπής και της σχετικής δίκης οριοθετείται από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου και τη δήλωση του τρίτου, και -συνεπώς- δεν είναι δυνατή η επέκταση της κατάσχεσης σε απαίτηση ή έννομη σχέση που δεν περιέχεται στο κατασχετήριο.
Έτσι, σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, όπου τρίτος είναι το Δημόσιο, κρίσιμο στοιχείο, για τον καθορισμό της προσήκουσας δικαιοδοσίας, είναι όχι η τυχόν αστική φύση της απαίτησης του επισπεύδοντος δανειστή κατά του οφειλέτη του, της οποίας τελικά επιδιώκεται η ικανοποίηση μέσω της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, αφού αυτή δεν είναι η επίδικη, αλλά η φύση της απαίτησης που κατασχέθηκε, δηλαδή η φύση της υποκείμενης σχέσης μεταξύ τρίτου και καθού η εκτέλεση (αρχικού οφειλέτη του επισπεύδοντος την εκτέλεση), εφόσον αυτή τίθεται σε αμφισβήτηση με την άσκηση της ανακοπής, δεδομένου ότι η ανακοπή κατά της δήλωσης του τρίτου που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 986 ΚΠολΔ επέχει κατ’ ουσίαν θέση αγωγής του αρχικού οφειλέτη (και δανειστή του τρίτου) κατά του τρίτου (βλ. Α.Π. 325/2008, πρβλ. Α.Ε.Δ. 1/1991, ΣτΕ 48/2014 7μ, 1490/1993 7μ, 2391/2014, 3778/2015, Α.Π. 161/2011, 884/2010, 1182/2009, 73, 10/1995).
Κατόπιν των παραπάνω, στην κρινόμενη περίπτωση, εφόσον η απαίτηση της καθής η εκτέλεση εταιρείας «ΜΗΧΑΝΙΚΗ Α.Ε.» κατά του Δημοσίου, εις χείρας του οποίου, ως τρίτου, επιβλήθηκε η κατάσχεση, έχει το χαρακτήρα απαίτησης δημοσίου δικαίου, προερχόμενης από διοικητική σύμβαση, η αποφατική σύγκρουση που δημιουργήθηκε πρέπει να αρθεί υπέρ των διοικητικών δικαστηρίων, όπως ορθά κρίθηκε με την 1548/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και να εξαφανισθεί η 973/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που έκρινε αντιθέτως, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς εκδίκαση στο δικαστήριο αυτό.
Μειοψήφησαν πέντε μέλη του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος Α. Ράντος και οι Χ. Ντουχάνης, Λ. Μόρφης, Χ. Μυλωνόπουλος και Α. Κοτζάμπαση οι οποίοι υποστήριξαν ότι το κριτήριο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας στην περίπτωση ασκήσεως ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ κατά της αρνητικής δήλωσης του Δημοσίου ως τρίτου, στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κατά επίσης φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, είναι η πραγματική υποκείμενη σχέση, δηλαδή η προσδιοριζόμενη από τη φύση της απαίτησης της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση και όχι η φύση της απαίτησης που κατασχέθηκε εις χείρας του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για απαίτηση δημοσίου δικαίου.
Συνεπώς, η επίμαχη διαφορά είναι διαφορά ιδιωτικού δικαίου, η οποία προήλθε από την κατάσχεση της αιτούσας εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ως τρίτου, για την είσπραξη απαιτήσεών της κατά της εταιρείας «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ», οι οποίες δημιουργήθηκαν από προγενέστερη ιδιωτική συμφωνία που συνήφθη μεταξύ τους (ΣτΕ 6/2018, ΣτΕ σε συμβούλιο 366-9/2009, 404-11/2009).
Το μέλος του Δικαστηρίου Χ. Μυλωνόπουλος προσθέτει επίσης ότι η λύση αυτή υπαγορεύεται και από το ότι στην κρινόμενη περίπτωση σκοπός της σχετικής διατάξεως του ΚΠολΔ είναι τελικώς η ρύθμιση της πρωτογενούς διαφοράς, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ιδιωτικού δικαίου και όχι της δευτερογενώς παραχθείσης.
Κατά τη γνώμη, συνεπώς, της μειοψηφίας, η κρινόμενη αποφατική σύγκρουση έπρεπε να αρθεί υπέρ της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr