Δικαστήριο ΕΕ: Δεν προσκρούουν στις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της δικαστικής ανεξαρτησίας οι μεγαλύτερες περικοπές σε δικαστές με χαμηλότερες αποδοχές
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 7-02-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι είναι σύμφωνη με το δίκαιο της ΕΕ ισπανική ρύθμιση η οποία καθόρισε, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και την οδηγία 2000/78/ΕK (οδηγία για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία), ούτε στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο C. Escribano Vindel, δικαστής πρώτου βαθμού, υπηρετών στο μονομελές Juzgado de lo Social n° 26 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών διαφορών αριθ. 26 της Βαρκελώνης, Ισπανία), προσέβαλε ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Catalunya (ανώτερου δικαστηρίου Καταλονίας, Ισπανία) τα δελτία μισθοδοσίας του για το έτος 2011, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι αυτά αποτελούσαν διοικητικές πράξεις εκδοθείσες βάσει εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως του 2011 και, αφετέρου, ότι συνεπάγονταν «σημαντική μείωση σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του προηγούμενου έτους» αντίθετη προς το ισπανικό Σύνταγμα.
Το Juzgado de lo Social n° 26 de Barcelona υπέβαλε στο Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ισπανία) ερώτημα όσον αφορά το συμβατό της σχετικής διατάξεως της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως του 2011 με το ισπανικό Σύνταγμα, με το οποίο επισήμανε ότι από έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης προκύπτει ότι η μισθολογική μείωση είναι 7,16 % για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5, των οποίων οι αποδοχές είναι οι χαμηλότερες, 6,64 % για τους δικαστές πρώτου βαθμού που υπηρετούν σε μονομελή δικαστήρια και υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, στο οποίο υπάγεται, εξάλλου, ο C. Escribano Vindel, και 5,90 % για τους δικαστές πρώτου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 1, των οποίων οι αποδοχές είναι οι υψηλότερες.
Η ολομέλεια του Tribunal Constitucional έκρινε ότι το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο και ότι η επίμαχη διάταξη δεν παραβιάζει, μεταξύ άλλων, την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του ισπανικού Συντάγματος. Συγκεκριμένα, το Tribunal Constitucional έκρινε ότι τα οικεία μέλη του ισπανικού δικαστικού σώματος δεν τελούν σε αντικειμενικά συγκρίσιμη κατάσταση, δεδομένου ότι εντάσσονται σε χωριστές κατηγορίες και κατέχουν διαφορετικές θέσεις εργασίας.
Στη συνέχεια, το Juzgado de lo Social n° 26 de Barcelona κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αν τα ληφθέντα μέτρα μειώσεως των αποδοχών εισάγουν διακρίσεις υπό το πρίσμα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Στην απάντησή του, ο C. Escribano Vindel ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας ή αρχαιότητας, δεδομένου ότι η μείωση των αποδοχών είναι πιο σημαντική για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5, που είναι η βαθμίδα εισόδου στο δικαστικό σώμα στην οποία καταλέγονται οι νεότεροι σε ηλικία δικαστές με τη μικρότερη αρχαιότητα. Ως εκ τούτου, μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη δημιουργεί δυσανάλογα αρνητικό αποτέλεσμα ανάλογα με την ηλικία ή την αρχαιότητα.
Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος που επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, η οποία απαγορεύεται από τον Χάρτη και την οδηγία 2000/78/ΕK. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι ο συντελεστής της μειώσεως των αποδοχών στην οποία προβαίνει η ρύθμιση αυτή είναι υψηλότερος για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5 και για τους δικαστές πρώτου βαθμού που υπηρετούν σε μονομελή δικαστήρια, οι οποίοι υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, από ό,τι για τις λοιπές κατηγορίες δικαστικών λειτουργών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι νεότεροι σε ηλικία και έχοντες μικρότερη αρχαιότητα δικαστές συμβάλλουν επομένως σε μεγαλύτερο βαθμό στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, χωρίς η ειδική αυτή επιβάρυνση που τους επιβάλλεται να δικαιολογείται από πρόσφορο αντικειμενικό λόγο.
Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η επίμαχη εθνική ρύθμιση παραβιάζει τη γενική αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι καθορίζει μείωση των αποδοχών σύμφωνα με κριτήρια τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε τα ασκούμενα καθήκοντα ούτε την αρχαιότητα και προβλέπει μεγαλύτερο ποσοστό μειώσεως των αποδοχών για τους δικαστικούς λειτουργούς με τις χαμηλότερες αποδοχές.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Catalunya αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ρωτήσει, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο, πρώτον, αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕK έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μειώσεως των μισθών τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους. Δεύτερον, ρωτά το αιτούν δικαστήριο αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης της προαναφερθείσας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία έχει καθορίσει τις ως άνω μισθολογικές μειώσεις των μελών του δικαστικού σώματος, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι το καθεστώς αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών λειτουργών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.
Ως προς το πρώτο υποβληθέν ερώτημα, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται ότι οι βασικές αποδοχές των διαφόρων κατηγοριών των μελών του δικαστικού σώματος στην Ισπανία μειώθηκαν ομοιόμορφα κατά 9,73 % και ότι η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει, αφενός, από τη λιγότερο σημαντική μείωση των πρόσθετων αποδοχών των μελών του δικαστικού σώματος και, αφετέρου, από τα διαφορετικά ποσοστά που αντιπροσωπεύουν, αναλόγως των μισθολογικών κλιμακίων, οι βασικές αποδοχές και οι πρόσθετες αποδοχές επί των συνολικών αποδοχών.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει διάκριση λόγω ηλικίας.
Επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, όσον αφορά την περίπτωση διακρίσεως λόγω αρχαιότητας, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κριτήριο αυτό δεν περιλαμβάνεται στα κριτήρια που απαριθμούνται στην απαγόρευση του άρθρου 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ. Αντιθέτως, το εν λόγω κριτήριο περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, τα οποία μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας. Αφετέρου, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί τεκμήριο ότι οι διάφορες κατηγορίες αποδοχών αντικατοπτρίζουν συγκεκριμένες κατηγορίες ως προς την αρχαιότητα.
Έτσι, το Δικαστήριο συνάγει ότι από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει διαφορετική μεταχείριση λόγω αρχαιότητας η οποία θα μπορούσε να προσκρούει στο άρθρο 21 του Χάρτη ή στο άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.
Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ έχουν την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία καθόρισε, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.
Στη συνέχεια, ως προς το δεύτερο ερώτημα, το Δικαστήριο, υπενθυμίζοντας την πάγια νομολογία του σχετικά με την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, παρατηρεί, με βάση τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του, ότι τα μέτρα μισθολογικής μειώσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης θεσπίσθηκαν λόγω επιταγών περί της εξαλείψεως του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος του οικείου κράτους μέλους και προέβλεπαν περιορισμένη μείωση του ύψους των αποδοχών, μέχρι ενός ποσοστού το οποίο ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο των αποδοχών αυτών. Τα ως άνω μέτρα δεν εφαρμόστηκαν μόνο στα μέλη των ισπανικών δικαστηρίων, αλλά ευρύτερα σε διάφορους δημόσιους λειτουργούς και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, προσομοιάζουν με μέτρα γενικής εφαρμογής που αποσκοπούν στη συμβολή ενός συνόλου μελών της εθνικής δημόσιας διοικήσεως στην προσπάθεια περιορισμού των δαπανών η οποία υπαγορεύεται από τις επιταγές περί περιορισμού του υπερβολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού του Ισπανικού Κράτους.
Το Δικαστήριο εκτιμά ακόμα πως, δεδομένου ότι ο C. Escribano Vindel ενεργεί αποκλειστικά για λογαριασμό του, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η δική του κατάσταση και εξ αυτού η εξέταση που πρέπει εν προκειμένω να γίνει υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει, κατ’ εφαρμογή της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, αποδοχές επιπέδου ανάλογου με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί.
Κατά το Δικαστήριο, δεν παρίστανται κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει, εν προκειμένω, να προβεί το αιτούν δικαστήριο η μέθοδος της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την προϋπηρεσία ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, ή το γεγονός ότι, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η μέθοδος αυτή αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για τα μέλη του δικαστικού σώματος που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο τονίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της ενώπιόν του διαφοράς, να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο C. Escribano Vindel συνάδει με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του.
Συνεπώς, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει παραβίαση της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών, όπως αυτή διασφαλίζεται με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους δεύτερους, εφόσον το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο προσφεύγων της κύριας δίκης τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA