Με την υπ’ αρίθμ. 30/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου ανετράπη η πρώτη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία κρίθηκε υπαίτιο για υπεξαιρέσεις που τέλεσε με ιδιαίτερα τεχνάσματα ο πρώην διευθυντής του κεντρικού υποκαταστήματος της τράπεζας Πειραιώς στην Ρόδο, το πιστωτικό ίδρυμα, και κυρίως εκείνες που φέρονται να τελέστηκαν πριν την συγχώνευσή του με την υπό εκκαθάριση πλέον Marfin Egnatia Bank!!
Το δευτεροβάθμιο πολιτικό δικαστήριο εξέτασε συγκεκριμένα την έφεση της τράπεζας που εκπροσωπήθηκε από τους δικηγόρους κ.κ. Γιάννη Καρατζαφέρη και Ιωάννη Ρωμαίο κατά ενός κατοίκου της Ρόδου, που εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο κ. Παντελή Αποστολά.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου σε βάρος (και) της εκκαλούσας την από 22 Ιανουαρίου 2016 αγωγή και το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 161/2017 οριστική του απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Στην αγωγή του ο ενάγων εξέθεσε ότι διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς σε υποκαταστήματα της τράπεζας Marfin Egnatia Bank, την οποία διαδέχθηκε η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε., όπου διευθυντής ήταν, δυνάμει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ο δεύτερος εναγόμενος (μη διάδικος στο Εφετείο), με τον οποίο συνδεόταν με σχέση μακρόχρονης φιλίας. Ότι ο τελευταίος, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που απέρρεε από τη φιλική αυτή σχέση, καθώς και τη θέση του στην πρώτη εναγομένη, αφαιρούσε από τους λογαριασμούς του σημαντικά χρηματικά ποσά για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς ο ενάγων να το αντιληφθεί, καθώς ο δεύτερος εναγόμενος φρόντιζε να καλύπτει τη δραστηριότητά του μετερχόμενος ποινικά κολάσιμες πράξεις.
Ότι για τις καταθέσεις που τηρούσε στους παραπάνω λογαριασμούς, είχε συνάψει με την πρώτη εναγομένη, δια του δεύτερου εναγομένου υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, 4 συμβάσεις προθεσμιακής κατάθεσης, που αντιστοιχούσαν στα χρηματικά ποσά που υπήρχαν στους λογαριασμούς του, λαμβάνοντας και τους αντίστοιχους τίτλους, εκ των οποίων όμως μόνον οι δύο τίτλοι ήταν γνήσιοι, καθώς οι τίτλοι που αφορούσαν στις λοιπές δύο προθεσμιακές καταθέσεις, ήταν προϊόντα πλαστογραφίας. Ότι με βάση τις συμβάσεις προθεσμιακής κατάθεσης που συνήψε με την πρώτη εναγομένη, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο που εμφάνιζε ο λογαριασμός του τον Ιούνιο του 2015, οπότε και αποκαλύφθηκε η εγκληματική δράση του δεύτερου εναγομένου, ο δεύτερος εναγόμενος είχε αφαιρέσει με παράνομες πράξεις το συνολικό ποσό των 432.485,66 ευρώ.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου με την απόφασή του επισημαίνει ότι ο ενάγων συνδεόταν με τον δεύτερο εναγόμενο της αγωγής (και μη διάδικο) με σχέση μακρόχρονης φιλίας.
Ο τελευταίος, ήταν διευθυντής στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «Cyprus Popular Bank Public Co Ltd», (Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, όπως μετονομάστηκε η κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία “Marfin Populas Bank Public Co Ltd”, η οποία διατηρούσε στην Ελλάδα υποκαταστήματα με την επωνυμία “Marfin Egnatia Bank”) ειδική διάδοχος της οποίας, δυνάμει της από 26-3- 2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, κατέστη η πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, “Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.”, η οποία συμβλήθηκε με την ιδιότητα της αγοράστριας.
Ειδικότερα, δυνάμει της ως άνω σύμβασης, η πρώτη εναγόμενη μεταξύ άλλων συμφώνησε με την πωλήτρια (Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου) να αναλάβει σωρευτικά κατά το χρόνο μεταβίβασης την υποχρέωση καταβολής των καταθέσεων προς τους αντίστοιχους καταθέτες και η αγοράστρια συμφωνεί να αποζημιώσει την πωλήτρια για οποιαδήποτε υποχρέωση σε σχέση με τις καταθέσεις ή οποιοδήποτε άλλο θέμα ή πράγμα που έγινε ή παραλείφθηκε από την αγοράστρια σε σχέση με αυτές μετά το χρόνο μεταβίβασης.
Σύμφωνα με τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς του ενάγοντος, ο τελευταίος διατηρούσε δύο λογαριασμούς στην τράπεζα “Marfin Egnatia Bank”, εκ των οποίων ο δεύτερος από 18 Νοεμβρίου 2013 και εντεύθεν απέκτησε αριθμό της Τράπεζας Πειραιώς, οι δε συνολικές καταθέσεις του έφθαναν στο ποσό των 910.286,98 ευρώ.
Η ουσιαστική βασιμότητα όμως του παραπάνω ισχυρισμού, αναφορικά με το ύψος των καταθέσεων του ενάγοντος, όπως έκρινε το Εφετείο δεν αποδείχθηκε.
Επισημαίνει ότι, δεν αποδείχθηκε ότι είτε κατά την ημερομηνία υπογραφής της προαναφερόμενης σύμβασης πώλησης μεταξύ των 2 τραπεζικών ιδρυμάτων (26-3-2013) και εντεύθεν, είτε πριν από αυτή, ο ενάγων διέθετε τις καταθέσεις που αντιστοιχούν στα ποσά των προθεσμιακών καταθέσεων, ώστε τα αντίστοιχα υπόλοιπα να είναι περασμένα στα βιβλία της πωλήτριας τράπεζας και να γεννούν υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει τα αντίστοιχα ποσά.
Από το αντίγραφο λογαριασμού της Τράπεζας Πειραιώς για το χρονικό διάστημα από 4-4-2013 έως 24-8-2015, που προσκομίζουν και επικαλούνται αμφότεροι οι διάδικοι, προκύπτει σαφώς η πίστωση και η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού με τα ποσά των 127.801,32 ευρώ και των 350.000 ευρώ, που αφορούν δύο προθεσμιακές καταθέσεις, και η χρεώσεις και πιστώσεις των ποσών αυτών κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες έναρξης και λήξης που αναγράφονται στις αποδείξεις των προθεσμιακών αυτών καταθέσεων.
Από το σύνολο δε των χρεώσεων και πιστώσεων του λογαριασμού, καθ’ όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, προκύπτει μόνον η ύπαρξη χρηματικού ποσού ίσου ή λίγο ανώτερου από τις 300.000 ευρώ, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο προθεσμιακής κατάθεσης που ανανεώθηκε αρκετές φορές.
Περαιτέρω, ο ενάγων, ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 έως τον Ιούνιο του 2015, ο δεύτερος εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος την απεριόριστη εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο ίδιος, υπεξαίρεσε από τους λογαριασμούς του το συνολικό ποσό των 342.486,66 ευρώ, κάνοντας παράνομες αναλήψεις.
Το Εφετείο έκρινε εξάλλου ότι αν και ο ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή ότι ο δεύτερος εναγόμενος παρέδιδε σε αυτόν ένα πλαστό βιβλιάριο καταθέσεων, με σκοπό να αποκρύψει την παράνομη ανάληψη που είχε ο ίδιος προηγουμένως πραγματοποιήσει, εντούτοις δεν προσκομίστηκε κανένα τέτοιο βιβλιάριο, από το οποίο να προκύπτει οποιαδήποτε κίνηση του λογαριασμού ή των λογαριασμών του ενάγοντος.
Περαιτέρω, έκρινε ότι ο δεύτερος εναγόμενος μετά τη σύναψη της ως άνω σύμβασης πώλησης – μεταβίβασης μεταξύ της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου και της πρώτης εναγομένης, προέβη σε τρεις παράνομες αναλήψεις μετρητών από το λογαριασμό του ενάγοντος, συνολικού ύψους 90.000 ευρώ, θέτοντας στα σχετικά παραστατικά υπογραφές, διαφορετικές από αυτές του ενάγοντος.
Τα παραπάνω ποσά, τα οποία κατέβαλε η πρώτη εναγομένη στον δεύτερο εναγόμενο, εξαιτίας των παρανόμων πράξεων που τέλεσε ο τελευταίος, είναι υποχρεωμένη να καταβάλει η πρώτη εναγομένη στον ενάγοντα, με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση χρηματικής κατάθεσης.
Εκρινε δηλαδή ότι ο δεύτερος εναγόμενος αφαίρεσε το χρηματικό ποσό των 90.000 ευρώ, για το οποίο είχε συναφθεί μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης σύμβαση κατάθεσης, με αποτέλεσμα η τελευταία να είναι υποχρεωμένη να του αποδώσει το ποσό αυτό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το συνολικό ποσό που το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ανέρχεται σε 95.000 ευρώ, όχι δε αυτό των 447.485,66 ευρώ που επιδικάστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου.