Το πόρισμα της ανεξάρτητης επιτροπής που συστάθηκε με απόφαση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα μετά την πολύνεκρη πυρκαγιά στο Μάτι για την ανάλυση των αιτίων και τη διερεύνηση των προοπτικών διαχείρισης των μελλοντικών πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα, παρέλαβε και έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, ο πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης.
Στη μακροσκελή έκθεση των 150 και πλέον σελίδων, η εξαμελής επιστημονική επιτροπή με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ και διευθυντή του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών, καθηγητή δρ. Γιόχαν Γκέοργκ Γολντάμερ (dr. Johann Georg Goldammer), αποτυπώνει λεπτομερώς την υφιστάμενη κατάσταση σε ό,τι αφορά την πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα, καταγράφει τα μελανά σημεία του διαχειριστικού μηχανισμού και καταθέτει ολοκληρωμένη πρόταση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φυσικού φαινομένου στο μέλλον.
«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι καταθέτετε τις προτάσεις και τις απόψεις σας για ένα θέμα όπως η Πολιτική Προστασία, που δεν είναι μόνο της Ελλάδας ή της Ευρώπης, αλλά και διεθνές και σχετίζεται παράλληλα με κρίσιμα θέματα που άπτονται των επικίνδυνων κλιματικών αλλαγών» τόνισε ο κ. Βούτσης παραλαμβάνοντας το πόρισμα από τον Γερμανό καθηγητή και προανήγγειλε ότι θα μελετηθεί από τους προέδρους και τα μέλη των αρμόδιων κοινοβουλευτικών Επιτροπών. Ακολούθως, τα μέλη της ανεξάρτητης επιτροπής θα προσκληθούν σε ακροάσεις με τη συμμετοχή και άλλων αρμόδιων φορέων, έτσι ώστε να προκύψει κοινή αντίληψη για τη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την Πολιτική Προστασία.
Από την πλευρά του, ο κ. Γκολντάμερ υπογράμμισε μεταξύ άλλων, ότι στο πόρισμα περιλαμβάνονται οι προτάσεις της επιτροπής για τις επείγουσες δράσεις που πρέπει να αναλάβει η ελληνική πολιτεία, προκειμένου να ενισχύσει τον ευαίσθητο τομέα της Πολιτικής Προστασίας.
Στη μακροσκελή έκθεση σημειώνεται ότι οι πυρκαγιές δασών και υπαίθρου αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του φυσικού, πολιτισμικού και περιαστικού-βιομηχανικού τοπίου στην Ελλάδα και ότι το πρόβλημα επιδεινώνεται λόγω των κοινωνικοοικονομικών (χρήσεων γης, δημογραφικών) και κλιματολογικών αλλαγών, της έλλειψης μη κατάλληλων θεσμικών μέτρων, του ανεπαρκούς και παλαιωμένου εξοπλισμού και της αναποτελεσματικής οργάνωσης, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά και του συνδυασμού των αλληλεπιδράσεων όλων των παραπάνω παραγόντων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι υπάρχει αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών και των καμένων δασικών εκτάσεων στη χώρα από τη δεκαετία του ’80 και μετά, φθάνοντας μάλιστα τα 2.700.000 καμένα στρέμματα κατά τη δραματική χρονιά του 2007 -περίπου πενταπλάσια του μέσου όρου των τελευταίων σαράντα ετών. Επίσης, από τα στατιστικά στοιχεία, που παρουσιάζονται στην έκθεση, προκύπτει ότι 75% των καμένων εκτάσεων είναι από πυρκαγιές που ξεπερνούν τα 10.000 στρέμματα και αντιστοιχούν σε 4% του συνόλου των πυρκαγιών, δείχνοντας ότι υπάρχει σαφώς ένα πρόβλημα μεγάλων δασικών πυρκαγιών.
Όσον αφορά τους λόγους για την επιδείνωση του προβλήματος, σημαντικό ρόλο παίζει η αύξηση της ποσότητας της καύσιμης ύλης, εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της ελλιπούς διαχείρισης των δασών λόγω περιορισμού των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και η άνευ σχεδιασμού, οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη πολλών περιοχών. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιών στις παρυφές των αστικών περιοχών, των οικισμών της υπαίθρου, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των τουριστικών περιοχών. Τα περιστατικά της τελευταίας δεκαετίας και ιδιαιτέρως η καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, καταδεικνύουν ότι η ανθρώπινη ασφάλεια και υγεία, ιδιωτικά και δημόσια αγαθά, καθώς και κρίσιμες υποδομές, βρίσκονται υπό την απειλή τέτοιων καταστροφικών πυρκαγιών.
Όπως τονίζεται στο πόρισμα, οι αδυναμίες στο κομμάτι της αποτελεσματικής πρόληψης, μπορούν να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, «στην έλλειψη ενιαίου και κοινού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, στην απουσία εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων, στη δυσκολία να υιοθετηθεί η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και επιστημονικών μεθόδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, στην άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και τη δημιουργία ζωνών μείξης δασών οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα. Επίσης, στην περιστασιακή ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών και την αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού, αλλά και στη μεγάλη δυσαρμονία των κονδυλίων που διατίθενται για την πρόληψη σε σχέση με τα πολλαπλάσια κονδύλια που δαπανώνται για την καταστολή των πυρκαγιών».
Για το θέμα της καταστολής, το πόρισμα της επιτροπής επισημαίνει ότι «τα αυξανόμενα κονδύλια της τελευταίας εικοσαετίας δεν οδήγησαν σε αντίστοιχη αύξηση στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του μηχανισμού», ενώ «τα επί μέρους προβλήματα αφορούν τόσο τις δυνάμεις και τα μέσα (επίγεια, εναέρια), όσο και τον τρόπο συνεργασίας των φορέων μεταξύ τους».
Γενικότερα, η πεποίθηση που σχηματίσθηκε από τη μελέτη της νομοθεσίας, τα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν ειδικοί εμπειρογνώμονες και οι εμπλεκόμενοι φορείς, αλλά και από τις δια ζώσης επαφές με εκπροσώπους των φορέων αυτών, είναι ότι θεσμικό πλαίσιο και η εφαρμογή στην πράξη της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα, αποτελούν τους κύριους λόγους για αναποτελεσματική διακυβέρνηση σχετικά με την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η επιτροπή στιγματίζει την πληθώρα των φορέων που εμπλέκονται στο έργο της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Είναι ενδεικτικό ότι στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών συμμετέχουν 45 συναρμόδιοι φορείς που πρέπει να συντονιστούν σε ένα κοινό πλαίσιο. Ο συντονισμός της πρόληψης θα έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με το Ν.2612/1998 από τη Δασική Υπηρεσία, κάτι το οποίο λόγω νομικού κενού (μη ενεργοποίηση του άρθρου 100 του Ν.4249/2014) δεν γίνεται. Για την καταστολή των πυρκαγιών πρέπει να συνεργαστούν 17 φορείς, που ανήκουν σε 6 υπουργεία, προκειμένου να ασκήσουν 11 διαφορετικές αρμοδιότητες».
Η επιτροπή προτείνει την αντιμετώπιση των πυρκαγιών από την πολιτεία «ενιαία, μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου, και όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής. Ο συνολικός και ενιαίος σχεδιασμός θα πρέπει να αφορά την πρόληψη και καταστολή των πυρκαγιών, καθώς και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων σε μία λυσιτελή διαδικασία με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας όλων των παραγόντων που πρέπει να προστατευτούν (κοινωνία, οικονομία, περιβάλλον). Είναι ανάγκη να αξιοποιούνται οι νομοθετικές προβλέψεις, με την ενσωμάτωσή τους στον επιχειρησιακό σχεδιασμό στο πλαίσιο ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου προστασίας και ασφάλειας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου. Η αντιμετώπιση όλων των παραπάνω ζητημάτων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός επιστημονικού, συμβουλευτικού και συντονιστικού οργανισμού για τη συστηματική οργάνωση της διαχείρισης των Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου (ΟΔΙΠΥ) σε εθνικό επίπεδο. Ο οργανισμός αυτός θα πρέπει να λειτουργεί επιτελικά και συνεργατικά με τους άλλους αρμόδιους φορείς έχοντας ρόλο συμβουλευτικό, συντονιστικό και επιτελικό σε θέματα διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα και την αποστολή να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να δίνει ρυθμό στο επιχειρησιακό έργο της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου».
Οι επιστήμονες της έκθεσης καθιστούν σαφές ότι «χωρίς έναν τέτοιο μηχανισμό δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί, ούτε η συνεχής και ουσιαστική προσπάθεια για την πρόληψη, ούτε το απαραίτητο κλίμα και πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς».
Όπως τονίζεται στο πόρισμα, η λειτουργία του ΟΔΙΠΥ θα πρέπει να διέπεται από διεπιστημονικότητα και καινοτομία, ολιστική, ολοκληρωμένη προσέγγιση, συνοχή, συνεκτικότητα και συντονισμό, καθώς η εφαρμογή των δράσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Πυρκαγιών θα πρέπει να συντονίζεται συστηματικά και αποτελεσματικά.
Ειδικότερα, ο ΟΔΙΠΥ θα πρέπει να εργαστεί ώστε να διασφαλιστούν, μεταξύ άλλων:
– Δημιουργία του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης πυρκαγιών δασών και υπαίθρου που θα περιλάβει τον ενιαίο και κοινό σχεδιασμό μέτρων και δράσεων διαχείρισης των πυρκαγιών σε όλα τα επίπεδα διοίκησης με τη συμμετοχή και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων.
– Αναθεώρηση της διάρκειας και της έναρξης-λήξης αντιπυρικής περιόδου σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα και τις προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή.
– Δημιουργία ενός επιστημονικά τεκμηριωμένου εθνικού συστήματος εκτίμησης κινδύνου δασικών πυρκαγιών.
– Εξισορρόπηση της σχέσης και εξορθολογισμός των δαπανών μεταξύ πρόληψης και καταστολής των δασικών πυρκαγιών.
– Αξιοποίηση της χρήσης όλων των πόρων βάσει κεντρικού σχεδιασμού και με έμφαση στη βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας του συστήματος της δασοπυρόσβεσης.
– Διενέργεια κοινών ετήσιων και περιοδικών ασκήσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών για εξοικείωση των συμμετεχόντων όσον αφορά ρόλους και διαδικασίες (ειδικότερα με τους κανόνες εμπλοκής), για εκπαιδευτικούς σκοπούς (στο πλαίσιο πιστοποιημένης εκπαίδευσης) και για αξιολόγηση της ετοιμότητας των εμπλεκόμενων φορέων.
– Σε συνεργασία με την ΓΓΠΠ (ΕΥΔΕΑ), ανάπτυξη ενοποιημένου και κοινού συστήματος διοίκησης περιστατικών καταστολής των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου (NIMS/ICS) βασισμένο στις αρχές της επιχειρησιακής συνεργασίας, τη διάθεση και την αξιοποίηση των πόρων και των δυνατοτήτων (υπηρεσιών) όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
– Ανάπτυξη κεντρικού συστήματος αναφοράς ημερήσιας ετοιμότητας (αντιπυρική περίοδος) των εμπλεκόμενων φορέων σε θέματα αντιπυρικής προστασίας και συστήματος καταγραφής και χαρτογράφησης χρηματοδοτούμενων έργων πρόληψης (π.χ. ΟΤΑ).
– Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού με σκοπό την καλλιέργεια της αντίληψης ασφάλειας (από τις πυρκαγιές) και την ενίσχυση της εθελοντικής συμμετοχής των πολιτών στον κύκλο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου.
Για την επιτροπή, σημαντικό στοιχείο του νέου συστήματος θα πρέπει να είναι και η ουσιαστική αναδιοργάνωση της δασικής υπηρεσίας η οποία θα πρέπει να υποστηριχθεί κατάλληλα σε μέσα και πόρους. «Χωρίς διαχείριση του αγρο-δασικού χώρου το πρόβλημα των πυρκαγιών νομοτελειακά θα αυξάνει ξεπερνώντας τις όποιες μονόπλευρες πολιτικές ενίσχυσης του μηχανισμού καταστολής» σημειώνει.
Σε ό,τι αφορά το Πυροσβεστικό Σώμα, «που θα συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του όσον αφορά τη δασοπυρόσβεση, αποτελώντας ως προς το μέγεθος των δυνάμεών του, τον κεντρικό πυλώνα του μηχανισμού της καταστολής στη χώρα», στο πόρισμα καταγράφονται σειρά πρωτοβουλιών για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του.
Επιπλέον, ζητείται:
– Τάχιστη ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάρτισης και θεσμοθέτησης των δασικών χαρτών και του δασολογίου και ανάκληση των ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στους ψηφισμένους νόμους (Ν.4280/2014 και Ν.4315/2014), οι οποίοι αυξάνουν την ένταση και τον αριθμό των χρήσεων που επιτρέπονται στα ελληνικά δάση.
– Άμεση επίλυση των χρόνιων προβλημάτων και τροποποίηση της δασικής νομοθεσίας όσον αφορά την αλλαγή χρήσης γης των εκτάσεων που χαρακτηρίσθηκαν ως ΑΔ (δασωθέντες αγροί) στο κτηματολόγιο, ώστε να μειωθεί η συνέχεια και το φορτίο της καύσιμης ύλης.
– Τροποποίηση της νομοθεσίας αναφορικά με τη διαδικασία αδειοδότησης για παρεμβάσεις στη φυσική βλάστηση εντός ιδιοκτησιών (γηπέδων, οικοπέδων κ.λπ.).
– Συμβολή των ΟΤΑ στη δημιουργία μιας κεντρικής και ενιαίας βάσης δεδομένων Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) Πολιτικής Προστασίας με τα μέσα, εργαλεία και προσωπικό όλων των εμπλεκόμενων φορέων που διατίθενται για επιχειρησιακή χρήση στη διαχείριση των πυρκαγιών.
– Νομοθετική ρύθμιση για την εκπόνηση από τους ΟΤΑ ολοκληρωμένων τοπικών σχεδίων αντιπυρικής προστασίας σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος και των πολεοδομικών τους συγκροτημάτων.