Στην κρίση του SSM τίθεται το προσεχές διάστημα η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι τράπεζες με την κυβέρνηση για το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας που θα διαδεχθεί τον νόμο Κατσέλη.
Ξεκινώντας τον υπολογισμό για τις επιπτώσεις από την εφαρμογή του νέου πλαισίου προστασίας δανειοληπτών στο ύψος των προβλέψεων που έχουν σχηματίσει, οι τράπεζες ετοιμάζουν και την επιχειρηματολογία τους για την παρουσίαση του σχεδίου και την έγκρισή του από τον SSM.
Στο πλαίσιο αυτό, καλούνται να πείσουν τον SSM ότι την πόρτα του νέου νόμου Κατσέλη δεν θα περάσουν στρατηγικοί κακοπληρωτές, καθώς επίσης και ότι οι επιπτώσεις του νόμου στην κεφαλαιακή κατάσταση των τραπεζών θα είναι απολύτως διαχειρίσιμες.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, οι τράπεζες θα αναφέρουν στον SSM ότι το σύνολο των πελατών τους, οι οποίοι έχουν “κόκκινα” δάνεια (σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών) με εξασφάλιση την πρώτη κατοικία, ανέρχεται σε 240.000 δανειολήπτες εκ των οποίων το 80% πληροί τα κριτήρια υπαγωγής στο νέο πλαίσιο προστασίας. Συνολικά, οι 240.000 δανειολήπτες έχουν οφειλές 25 δισ. ευρώ, όμως το υπόλοιπο των δανείων που θα είναι επιλέξιμα για τον νέο νόμο Κατσέλη δεν ξεπερνούν τα 10 – 11 δισ. ευρώ. Από τα δάνεια αυτά, τα 8 δισ. ευρώ είναι αμιγώς στεγαστικά δάνεια και τα υπόλοιπα επαγγελματικά/επιχειρηματικά.
Τα επιχειρηματικά δάνεια, όπως θα υποστηρίξουν οι τράπεζες τον SSM, είναι κατά πλειοψηφία δάνεια μικροοφειλετών, μικρού ύψους και χαμηλής υπολειπόμενης αξίας, τα οποία δεν εμφανίζουν χαρακτηριστικά στρατηγικών κακοπληρωτών.
Οι τελευταίοι διακρίνονται από τις τράπεζες από τον υψηλό δανεισμό τους παράλληλα με την διαμονή σε υψηλής αξίας πρώτη κατοικία, ενώ την ίδια στιγμή δηλώνουν έλλειψη εισοδήματος για την εξυπηρέτηση του δανείου τους.
Καθώς το θέμα του αποκλεισμού των στρατηγικών κακοπληρωτών και της αποκατάστασης κουλτούρας πληρωμών είναι το μείζον για τον SSM, οι τράπεζες θα επιχειρηματολογήσουν ότι σε αντίθεση με τον ισχύοντα νόμο Κατσέλη, ο οποίος πρόσφερε μία “παθητική” προστασία και συντάχθηκε υπό την πίεση των “κόκκινων” δανείων και χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, ο νέος νόμος έχει διαφορετική φιλοσοφία.
Στοχεύει στην ενεργητική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με προστασία για τους πραγματικά αδύναμους δανειολήπτες. Και σε κάθε περίπτωση, το τελικό ζητούμενο για τις τράπεζες είναι να δώσουν βιώσιμες λύσεις σε δάνεια που είναι προβληματικά στην εξυπηρέτησή τους, κατά τρόπο ώστε αυτά να μην ξαναγυρίσουν στο “κόκκινο”.
Πάντως, οι τράπεζες θα πρέπει να εξαντλήσουν τις ικανότητες πειθούς τους έναντι του SSM.
Όσο οι διαπραγματεύσεις για την διαμόρφωση του νέου πλαισίου βρίσκονταν σε εξέλιξη, οι εποπτικές αρχές είχαν τηρήσει σαφείς αποστάσεις, χωρίς να παρέμβουν με σχόλια ή κατευθύνσεις. Ωστόσο, ήδη πριν από τα τέλη του 2018 και ενώ ο νόμος Κατσέλη όδευε προς τη λήξη του, η ΕΚΤ/SSM είχε διαμηνύσει στις τράπεζες ότι ένα πλαίσιο προστασίας των αδύναμων δανειοληπτών θα έπρεπε να έχει πολύ στενό εύρος προστασίας της πρώτης κατοικίας, το οποίο οριοθετούσε ατύπως σε 75.000 – 80.000 ευρώ.
Η μακρά διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση είχε από την πλευρά των τραπεζών ως συζητούμενο όριο προστασίας αξία ακινήτων στις 100.000 ευρώ, επίπεδο που θα μπορούσε να ανέβει κατά τη διαπραγμάτευση μέχρι τις 120.000 ευρώ. Τελικώς, η προστατευόμενη αντικειμενική αξία με το νέο πλαίσιο προστασίας δανειοληπτών συμφωνήθηκε στις 250.000 ευρώ, συνδυαστικά με ύψος δανεισμού του οφειλέτη, το οποίο έχει ως εξασφάλιση την πρώτη κατοικία, τις 130.000 ευρώ.
Παράλληλα, σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από αυτά που είχαν τεθεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση (ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα 20.000 ευρώ), διαμορφώνονται τα εισοδηματικά κριτήρια με βάση τα οποία θα παρέχεται με τον νέο νόμο η προστασία της πρώτης κατοικίας.
Το ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα για τον άγαμο διαμορφώνεται στα 12.500 ευρώ και για το ζευγάρι στα 21.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 5.000 για κάθε παιδί μέχρι τα τρία (δηλ. συνολική ανώτατη κάλυψη στα 36.000 ευρώ).