Με την υπ’ αριθμ. 34/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκάνησου έγινε δεκτή εν μέρει η έφεση που άσκησε η Τράπεζα Πειραιώς κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που επεδίκασε αποζημίωση σε πελάτη της, που έπεσε θύμα υπεξαίρεσης από τον πρώην διευθυντή της στο κεντρικό κατάστημα της πόλεως Ρόδου.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος για την βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία του προστιθέντος υπαλλήλου της τράπεζας κάνοντας δεκτή την ένσταση συνυπαιτιότητας της τράπεζας Πειραιώς.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει σύμφωνα με την απόφαση ως εξής:
Αρχές του μηνός Απριλίου του 2015, ο ενάγων μετέβη στο υποκατάστημα που διατηρεί η δεύτερη εναγόμενη επί της οδού Εθνάρχου Μακαρίου στην πόλη της Ρόδου, όπου κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο τη θέση του διευθυντή κατείχε ο πρώτος εναγόμενος, έχοντας πρόθεση να ανοίξει εκεί ένα προθεσμιακό λογαριασμό, με την κατάθεση του ποσού των 15.000 ευρώ.
Ο πρώτος εναγόμενος, με τον οποίο ο ενάγων γνωριζόταν προσωπικά από αρκετά χρόνια, ανέφερε στον τελευταίο ότι τη στιγμή εκείνη τα συστήματα της τράπεζας δεν λειτουργούσαν και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το άνοιγμα του λογαριασμού, παρά ταύτα όμως τον έπεισε να του παραδώσει το ανωτέρω ποσό, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα άνοιγε τον λογαριασμό αμέσως μόλις θα αποκαθίστατο το πρόβλημα.
Ο ενάγων δέχθηκε, ως εξασφάλιση δε της καταβολής αυτής έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο επιταγή της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 25-5-2015, ποσού 15.000 ευρώ, έκδοσης του πρώτου εναγομένου, και αποχώρησε.
Στο προσεχές χρονικό διάστημα, χωρίς να έχουν αποδειχθεί ειδικότερα συγκεκριμένα χρονικά σημεία, ο ενάγων μετέβη εκ νέου στην τράπεζα προκειμένου να λάβει τα αποδεικτικά έγγραφα της κατάθεσής του, πλην όμως ο πρώτος εναγόμενος απέφευγε με διάφορες προφάσεις να του παραδώσει οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο.
Έτσι, σε χρονικό σημείο που δεν εξακριβώθηκε, πάντως εντός του πρώτου 15νθημέρου του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο ενάγων μετέβη σε άλλο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς, όπου κατόπιν σχετικής ερώτησής του, πληροφορήθηκε ότι ουδείς λογαριασμός υπήρχε στο όνομά του, γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος εναγόμενος ιδιοποιήθηκε τα χρήματα που του είχε παραδώσει.
Εν συνεχεία, απέστειλε την από 17-9-2015 αναφορά – καταγγελία του, με την οποία αφού εξιστορούσε προς τους υπεύθυνους της δεύτερης εναγομένης όλα τα παραπάνω, ζήτησε από την τελευταία να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, ως ευθυνόμενη παράλληλα με τον πρώτο εναγόμενο – υπάλληλό της.
Η δε δεύτερη εναγόμενη, με εξώδικη απάντησή της, αρνήθηκε οποιαδήποτε γνώση ή ανάμιξή της με τις συναλλαγές του ενάγοντος με τον (ήδη) πρώην υπάλληλό της, πρώτο εναγόμενο.
Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, ζημίωσε με πρόθεση τον ενάγοντα, αφού ιδιοποιήθηκε παράνομα το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ που ο τελευταίος του παρέδωσε, χωρίς να προβεί στην έκδοση λογαριασμού προθεσμιακής κατάθεσης σύμφωνα με την επιθυμία του ενάγοντος, συνεπώς ευθύνεται προς αποζημίωσή του και κατά τη συγκεκριμένη συναλλαγή, ο πρώτος εναγόμενος είχε την ιδιότητα του προστηθέντος από τη δεύτερη εναγόμενη κατά την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω, καθώς μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του πρώτου και της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί από τη δεύτερη εναγομένη, υπήρχε εσωτερική αιτιώδης συνάφεια, με την έννοια ότι το ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη συνδρομή στο πρόσωπό του της συγκεκριμένης ιδιότητας (διευθυντή του υποκαταστήματος).
Και τούτο, διότι ο ενάγων, πέραν της προσωπικής σχέσης που διατηρούσε με τον πρώτο εναγόμενο, απέβλεψε και σε πιο ευνοϊκούς όρους για τη συναλλαγή που επιθυμούσε, τους οποίους θεωρούσε ότι θα του εξασφάλιζε ο πρώτος εναγόμενος λόγω της θέσης την οποία κατείχε.
Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων συνετέλεσε και ο ίδιος με τη συμπεριφορά του στην επέλευση της ζημίας που τελικά υπέστη, για τους ακόλουθους λόγους:
Από τη στιγμή που ο πρώτος εναγόμενος γνωστοποίησε στον ενάγοντα ότι υπήρχε τεχνικό πρόβλημα που εμπόδιζε το άνοιγμα του λογαριασμού, δεν υπήρχε κανένας λόγος, ούτε άλλωστε ο ενάγων επικαλείται οποιοδήποτε λόγο, ώστε να επιμείνει ο ενάγων να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή εκείνη την ημέρα.
Η ενέργειά του να παραδώσει σε μετρητά το ποσό των 15.000 ευρώ, χωρίς να υπάρχει κάποια επείγουσα περίσταση η οποία να επέβαλλε την πραγματοποίηση της συναλλαγής αυθημερόν, αντίκειται στους κανόνες της κοινής λογικής και στα συναλλακτικά ήθη και αποτελεί συμπεριφορά που συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία.
Η παραπάνω θέση επιτείνεται από το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ο ενάγων διατείνεται στην αγωγή, ενώ επιθυμούσε κάποιας μορφής εξασφάλιση για τα χρήματα που θα έδινε, ο πρώτος εναγόμενος του πρότεινε για του βεβαιώσει το γεγονός της καταβολής σε ένα απλό χαρτί, ο ίδιος δε αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να λάβει την προσωπική επιταγή του πρώτου εναγομένου, ώστε να νιώθει εξασφαλισμένος.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό της αποζημίωσης για τη θετική ζημία που υπέστη ο ενάγων, πρέπει να καθοριστεί, όσον αφορά στη δεύτερη εναγομένη, στο ποσό των 7.500 ευρώ ενώ του επεδίκασε και αποζημίωση για ηθική βλάβη ύψους 500 ευρώ.
Η τράπεζα εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο κ. Ιωάννη Ρωμαίο.