Υποχώρηση στην κατάταξη με τους μακροβιότερους λαούς της Ευρώπης σημειώνει η Ελλάδα, η οποία μέσα σε 30 χρόνια έχασε σημαντικό έδαφος, σε σχέση με άλλες χώρες, στην «κούρσα» για την αύξηση του προσδόκιμου ζωής των κατοίκων της. Στο διάστημα μεταξύ 1990 και 2016 αυξήθηκε το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων από τα 77,2 έτη στα 81,5 έτη. Ωστόσο, η κατάταξη της χώρας μας σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. έπεσε από την 3η στη 12η θέση, καθώς μας προσπέρασαν κράτη που επένδυσαν σε πολιτικές πρόληψης και αγωγής υγείας προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής. Οπως ανέφερε ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ Γιάννης Τούντας σε πρόσφατη διάλεξη που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Kολλεγίου Ελλάδας, σύμφωνα με τρέχουσες έρευνες του 2019, η Ελλάδα πλέον κατατάσσεται ακόμα πιο χαμηλά, στη 18η θέση!
Σημείο-κλειδί για την αλλαγή αυτής της πορείας είναι η πρόληψη, η οποία στην Ελλάδα σταθερά τα τελευταία χρόνια είναι, σύμφωνα με τον κ. Τούντα, «υποβαθμισμένη στη συνείδηση των πολιτών, στην πρακτική των ιατρών και στις επιλογές της πολιτείας». Σύμφωνα με τα προσφάτως δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση στην Ελλάδα ήταν, το 2016, τα 81,5 έτη και συγκεκριμένα τα 78,9 έτη για τους άνδρες και τα 84 έτη για τις γυναίκες. Δέκα χρόνια νωρίτερα, τα αντίστοιχα έτη ως προσδόκιμο επιβίωσης ήταν στη χώρα μας 76,7 για τους άνδρες και 82,3 για τις γυναίκες. Από το 2013 και μετά ο δείκτης προσδόκιμου επιβίωσης στην Ελλάδα παραμένει στάσιμος, ενώ το 2015 ήταν η πρώτη χρονιά που καταγράφηκε και υποχώρηση (78,5 έτη για τους άνδρες και 83,7 έτη για τις γυναίκες) και η οποία «διορθώθηκε» το 2016. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) για την Yγεία στην Ευρώπη (Ηealth at a Glance), το 2016 η μέση προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση στις χώρες της Ε.Ε. ήταν τα 81 έτη, με τις Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία να καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις (83,5, 83,4 και 82,7 έτη αντίστοιχα).
Οπως ανέφερε κατά την ομιλία του ο καθηγητής Γ. Τούντας, η υψηλή κατάταξη που κατείχε η χώρα έως και πριν από 30 χρόνια οφειλόταν κυρίως στη μεσογειακή διατροφή, στο εύκρατο μεσογειακό κλίμα, στο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείτο με επαγγέλματα της υπαίθρου, καθώς και στη διατήρηση ισχυρών κοινωνικών δεσμών και θεσμών που επηρεάζουν όχι μόνο την κοινωνική ευεξία αλλά και τη σωματική υγεία και θνησιμότητα. Αυτό που έκαναν καλύτερα οι υπόλοιπες χώρες, οι οποίες αυξάνουν με μεγαλύτερο ρυθμό το προσδόκιμο επιβίωσης του πληθυσμού τους, ήταν όχι μόνο να βελτιώσουν τα συστήματα υγείας τους, αλλά αφενός να δώσουν έμφαση σε παράγοντες όπως είναι η στροφή στην υγιεινή ζωή, η οποία βασίζεται σε σωστή διατροφή, σωματική άσκηση και μείωση του καπνίσματος, και αφετέρου να θεσπίσουν ισχυρές πολιτικές για την πρόληψη και την κοινωνική αλληλεγγύη. Σύμφωνα άλλωστε με τον κ. Τούντα, έχει υπολογιστεί ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής, συνδυαστικά με τις συνθήκες του περιβάλλοντος, επιδρούν περίπου κατά 70% στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού, ενώ έπονται ως συντελεστές υγείας οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας και οι βιολογικοί παράγοντες.
Αιτίες θανάτου
Οι βασικότερες αιτίες θανάτου στην Ελλάδα είναι, σταθερά τα τελευταία χρόνια, τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (40,3% των θανάτων ετησίως στη χώρα) και τα νεοπλάσματα (25,6%). Εκτιμάται δε ότι οι κυριότεροι προδιαθεσικοί παράγοντες για θάνατο στην Ελλάδα είναι η υπέρταση (25%), το κάπνισμα (19,3%), η υψηλή χοληστερόλη (11,6%), η παχυσαρκία (8,3%), η ελλιπής σωματική άσκηση (5%) κ.ά., τα οποία μπορούν σε μεγάλο ποσοστό να ελεγχθούν και να αντιμετωπιστούν μέσω της πρόληψης.
Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα η προώθηση μέτρων που θα ευνοούν πιο υγιεινές συνήθειες δεν έχει λάβει την απαραίτητη έκταση, ενώ η μεσογειακή διατροφή δεν ακολουθείται στον βαθμό που θα έπρεπε. Οπως κατέδειξε πρόσφατη μελέτη (Ηellas Health VI, Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής), το 9% των Ελλήνων δεν καταναλώνει καμία μερίδα λαχανικών την ημέρα και το 15% δεν καταναλώνουν κανένα φρούτο. Σε ένα μεγάλο ποσοστό, που αγγίζει το 40%, οι Ελληνες δεν ασκούνται, ενώ μόνο το 41% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας έχει κανονικό βάρος.
Αλλαγές που «προσθέτουν» 10 χρόνια
Δέκα επιπλέον χρόνια ζωής στον πληθυσμό θα μπορούσε να επιφέρει μια συνολική προσέγγιση πολιτικών προαγωγής υγείας οι οποίες θα περιλάμβαναν παρεμβάσεις στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Την ίδια στιγμή που σε παγκόσμιο επίπεδο έχει γίνει σαφές ότι η προαγωγή υγείας –η οποία επικεντρώνεται στην εκπαίδευση του πληθυσμού για σωστή αντιμετώπιση των θεμάτων υγείας του και στην τροποποίηση παραγόντων που επηρεάζουν αρνητικά (φτώχεια, περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, ανεργία κ.ά.)– είναι μονόδρομος, στην Ελλάδα αδυνατούμε να εφαρμόσουμε ακόμα και τον ψηφισμένο εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία νόμο για την απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους.
Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφή της ΕΛΣΤΑΤ για το 2017, 25,8% των Ελλήνων είναι συστηματικοί καπνιστές, ενώ το ποσοστό των νέων ηλικίας 16-24 ετών που καπνίζουν καθημερινά είναι 12,7%. Περιστασιακά καπνίζει το 7,1% των ενηλίκων και το 8,1% των νέων ηλικίας 16-24 ετών. Αν και έχει σημειωθεί μεγάλη μείωση στα ποσοστά των καπνιστών στη χώρα μας (έφταναν το 40% το 2006), οι Ελληνες παραμένουν μεταξύ των πιο «θεριακλήδων» της Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος των καπνιστών είναι στο 20%. Μάλιστα, οι Ελληνες κατατάσσονται στη δεύτερη θέση σε ποσοστά καπνιστών μετά τους Βούλγαρους (28%).
Οπως τόνισε άλλωστε ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ Γιάννης Τούντας στη διάλεξη του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας με θέμα «Πρόληψη και προληπτικές εξετάσεις», η μείωση του καπνίσματος, το οποίο αποτελεί έναν από τους αιτιολογικούς παράγοντες που καθορίζουν τα επίπεδα και την πορεία της υγείας μας, εντάσσεται στην πρωτογενή πρόληψη. Υπάρχει όμως και η δευτερογενής πρόληψη, η οποία αφορά κυρίως τον προληπτικό έλεγχο με εξετάσεις.
Ούτε σε αυτόν τον τομέα οι επιδόσεις της χώρας μας είναι καλές. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία που αφορούν την εξέταση Παπανικολάου για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Τούντας, την εξέταση έχει κάνει τα τελευταία τρία χρόνια μόλις το 60% των γυναικών ηλικίας 21 έως 69 ετών, όταν το ποσοστό αυτό θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 90%. Ο κ. Τούντας διευκρίνισε ότι «είναι λάθος να θεωρούμε ότι ο προληπτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση. Πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το προσωπικό προφίλ, το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, η ηλικία, το φύλο και μια σειρά άλλων παραγόντων που μας υποδεικνύει πάντα ο θεράπων ιατρός μας».
Περιοδικός έλεγχος
Ενδεικτικά, βάσει διεθνών επιστημονικών δεδομένων που έχουν υιοθετήσει οι περισσότερες δυτικές χώρες για τον περιοδικό συμπτωματικό έλεγχο, εξετάσεις πρέπει να γίνονται ως εξής:
• Βασικός εργαστηριακός έλεγχος και εξέταση για αρτηριακή πίεση ανά τριετία και ανά διετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών.
• Κολονοσκόπηση ανά δεκαετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών.
• Οστική πυκνότητα ανά διετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών.
• Εξέταση PSA ανά τριετία για τους άνδρες άνω των 50 ετών.
• Τεστ Παπανικολάου και γυναικολογική εξέταση ανά διετία για τις γυναίκες 21-70 ετών.
• Μαστογραφία ανά διετία για τις γυναίκες 40-75 ετών.
Οι οδηγίες αυτές διαφοροποιούνται σημαντικά στην περίπτωση που η πρώτη φάση των εξετάσεων αναδείξει παθολογικά ευρήματα.
Συρρικνώνεται ο πληθυσμός
Δυσοίωνο προδιαγράφεται το μέλλον για τον ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος διαρκώς συρρικνώνεται. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ειδικής επιστημονικής επιτροπής της Βουλής για το Δημογραφικό, έως το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί, στην καλύτερη περίπτωση, κατά 800.000 άτομα και στη χειρότερη, κατά 2,5 εκατομμύρια άτομα. Το 2050, το ποσοστό των Ελλήνων άνω των 65 ετών θα κυμαίνεται από 30,1% έως 33,3% έναντι 20,9% που ήταν το 2015, και το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 85 ετών, από 4,9% έως 6,5% έναντι 2,8% που ήταν το 2015. Ο δε πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας φθίνει διαρκώς. Ειδικότερα, από 7,1 εκατομμύρια άτομα που ήταν το 2015 όσοι ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 20 έως 69 ετών, δεν αναμένεται να ξεπερνούν τα 5,7 εκατομμύρια το 2050. Μεταξύ των αιτίων για την αρνητική αυτή πορεία και η οποία μάλιστα, σύμφωνα με την Επιτροπή, δεν αναμένεται να αναταχθεί, είναι η μετανάστευση των νέων αλλά και η υπογεννητικότητα. Στην Ελλάδα, ο μέσος όρος γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,26 και συνολικά στις χώρες της Ε.Ε. 1,49, όταν είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός μιας χώρας πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι τουλάχιστον 2,1. Σύμφωνα δε με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2017 οι γεννήσεις στην Ελλάδα ήταν κατά 35.948 λιγότερες σε σχέση με τους θανάτους.