Η πρόεδρος
δεν του ανακοίνωσε το δικαίωμά του για αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, ούτε για τη δυνατότητα αναβολής της δίκης, ούτως ώστε να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, είναι βάσιμος.
Απόφαση 1115 / 2017 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1115/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Αναστασάκο και Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 19 Mαΐου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Γ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Φαρίνη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 19230/2016 αποφάσεως του Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Ζ. που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Διονυσίου Καραλή. Το Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2017 αίτηση αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 460/2017.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και εν συνεχεία να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ’ Κ.Ποιν.Δ. και 6 της ΕΣΔΑ και 14 του ΔΣΑΠΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστηρίου να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 423 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., η οποία (διάταξη) ισχύει μόνον επί εκδικάσεως πλημμελημάτων κατά την αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 417 επόμ. Κ.Ποιν.Δ., εκείνος που διευθύνει τη συνεδρίαση ανακοινώνει στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του να ζητήσει αναβολή της δίκης και το διορισμό συνηγόρου υπερασπίσεως. Η παράλειψη επομένως του διευθύνοντος να ανακοινώσει στο κατηγορούμενο τα δικαιώματά του επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το ανωτέρω άρθρο 171 παρ.1 δ’ Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει τον απ ό το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, η πρόεδρος του Δικαστηρίου, μετά την απαγγελία της κατηγορίας, δεν ανακοίνωσε στον κατηγορούμενο, ως όφειλε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 423 Κ.Ποιν.Δ., τα δικαιώματα αυτού και συγκεκριμένα τα δικαιώματά του να ζητήσει, εάν επιθυμεί, την αναβολή της δίκης και να διορίσει συνήγορο υπερασπίσεως, με συνέπεια, εξ αυτού του λόγου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το δικάσαν Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε με την αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 417 επ. και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν του ανακοίνωσε το δικαίωμά του για αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, ούτε για τη δυνατότητα αναβολής της δίκης, ούτως ώστε να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, είναι βάσιμος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., “όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δε μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο”, ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου “ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του, στο τέλος και αν τούτο δε ζητηθεί. Η παράβαση δε της διατάξεως αυτής, ως αναφερομένης στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση δικαιώματος που του παρέχεται ρητά από το νόμο, επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Η διευθύνουσα τη συζήτηση Πλημμελειοδίκης, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα προκειμένου να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, η οποία πρότεινε την ενοχή του με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ Π.Κ. και ακολούθως έδωσε το λόγο στον πληρεξούσιο του πολιτικώς ενάγοντος, χωρίς στη συνέχεια να δώσει το λόγο, όπως είχε υποχρέωση, και στον κατηγορούμενο, ακόμη και αν δεν το ζήτησε ο ίδιος. Έτσι, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού έπρεπε να δοθεί ο λόγος στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, έστω, ως ελέχθη, και αν το λόγο δεν ζήτησε αυτός.
Συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η Διευθύνουσα τη συζήτηση μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα και τον πολιτικώς ενάγοντα, πλην όμως, παρέλειψε να δώσει το λόγο στον ίδιο, παραβιάζοντας, έτσι, τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή των ως άνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη από 13.3.2017 αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 19230/2016 απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 19230/2016 απόφαση του Αυτοφώρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 6 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ