Απόφαση 308 / 2019 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)ΑΡΙΘΜΟΣ 308/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥZ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΣυγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα και Ιωάννη Μαγγίνα – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Z., κάτοικο ….
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 59/5-11-2018 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γ. Σ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1397/18.Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Όλγα Σμυρλή εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη με αριθμό 3/7-1-2019, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:”Εισάγω ενώπιον του δικαστηρίου Σας (ως Συμβούλιο), σύμφωνα με τα άρθρα 485 ΚΠΔ, προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως, την υπ αριθμ. 59/5-11-2018 αίτησή μου με την οποία ζητώ να αναιρεθεί το υπ’ αριθμ. 1549/5-10-2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς το μέρος που αφορά στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως σε βάρος του κατηγορουμένου Z., κατοίκου …, για την πράξη της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με ζημία του Δημοσίου ανωτέρα του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, φερομένη ως τελεσθείσα στην … στις 5-6-1995 (το Συμβούλιο Εφετών προηγουμένως μετέβαλε τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως από εξακολουθητική απάτη, πραγματωθείσα επί μακρό χρόνο και δη από την ανωτέρω ημερομηνία έως τις 15-10-2013, σε εφάπαξ τοιαύτη), ήτοι για παράβαση των άρθρων 13 γ’- στ’, 263 Α, 386 § 3-1 ΠΚ, 1 Νόμου 1608/1950. Η αναίρεση ασκήθηκε για τους λόγους της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1β’- δ’ ΚΠΔ), ως προς δε την βασιμότητα των λόγων αναιρέσεως αναφέρομαι στο περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. 59/5-1 1-2018 σχετικής αιτήσεώς μου αναιρέσεως, με την προσθήκη της υπ’ αριθμ. 681/2016 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, στην νομολογία περί της αναγωγής της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, ως πηγής της ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως “από προτέρα ενέργεια του δράστη”, στην αθέμιτη παρασιώπηση αληθών γεγονότων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΠροτείνω: να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτησή μου αναιρέσεως και να αναιρεθεί το υπ’ αριθμ. 1549/5-10-2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς το μέρος με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Z., κατοίκου …, για την πράξη της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με ζημία του Δημοσίου ανωτέρα του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, φερομένη ως τελεσθείσα στην … στις 5-6-1995 (αφού προηγουμένως το Συμβούλιο Εφετών μετέβαλε τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξεως από εξακολουθητική απάτη, πραγματωθείσα επί μακρό χρόνο και δη από την ανωτέρω ημερομηνία έως τις 15-01-2013, σε εφάπαξ τοιαύτη), ήτοι για παράβαση των άρθρων 13 γ’- στ’ , 263Α, 386 § 3-1 ΠΚ, 1 νόμου 1608/1950. Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα.Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Προβατάρης”Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που ανέφερε ότι δεν συντάσσεται με την παραπάνω εισαγγελική πρόταση, ζήτησε να απορριφθεί η ως άνω αναίρεση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟI. Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα λόγους, μεταξύ των οποίων η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα και η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 ΚΠοινΔ.Στην προκείμενη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την κρινόμενη από 5-11-2018 (αρ. εκθ. 59/2018) αίτησή του ζητεί την εν μέρει αναίρεση του υπ’ αριθμό 1549/2018 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε στις 5-10-2018, και μάλιστα μόνον ως προς τη διάταξη αυτού, με την οποία το ανωτέρω Συμβούλιο αποφάνθηκε, ότι πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Z., κατοίκου …, για την πράξη της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με ζημία του Δημοσίου ανώτερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, φερόμενη ως τελεσθείσα στη … στις 5-06-1995 και ως προς την οποία το άνω Συμβούλιο, προηγουμένως, μετέβαλε τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης από εξακολουθητική απάτη πραγματωθείσα επί μακρό χρόνο και δη από 5-10-1995 έως τις 15-1-2013, σε εφάπαξ τοιαύτη τελεσθείσα στις 5-6-1995. Η εν λόγω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου εντός ενός μηνός από την έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, καθόσον αυτό μεν εκδόθηκε στις 5-10-2018, αυτή δε ασκήθηκε στον αρμόδιο γραμματέα του Ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου στις 5-11-2018 και περιέχει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας και την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ και β’ ΚΠοινΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.II. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, “Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: 1) Παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, η οποία συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε στην αθέμιτη απόκρυψη είτε στην παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, 2) πρόκληση στον παθόντα, από την παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, πλάνης, δηλαδή ανεπίγνωτης διάστασης μεταξύ της βούλησης και της δήλωσης βούλησης, ή διατήρηση ή ενίσχυση της υπάρχουσας (πλάνης), 3) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή στον παθόντα, 4) πράξη, παράλειψη ή ανοχή, εξαιτίας της πλάνης, από τον παθόντα, η οποία (πράξη κλπ) ενέχει περιουσιακή διάθεση, 5) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλάνης του παθόντος και της περιουσιακής διάθεσης, 6) επέλευση, εξαιτίας της περιουσιακής διάθεσης που έγινε από εκείνον που παραπλανήθηκε, βλάβης στην περιουσία αυτού ή άλλου, η οποία συνίσταται είτε στη μείωση είτε στη χειροτέρευση της περιουσίας του παθόντος και 7) δόλος του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των στοιχείων του εγκλήματος και του μεταξύ αυτών αιτιώδους συνδέσμου, καθώς και σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι όμως και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού. Η κατά τα προεκτεθέντα παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται με τρεις, υπαλλακτικά μικτούς, τρόπους (παράσταση, απόκρυψη, παρασιώπηση), οι οποίοι κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα και διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. Οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος συνιστά περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς με παράλειψη, δηλαδή με την παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων. Η παράσταση ψευδών γεγονότων συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό, στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη. Η απόκρυψη αληθινών γεγονότων συνιστά θετική συμπεριφορά, με την οποία μεταβάλλεται η πραγματική κατάσταση και ο πλανώμενος παρεμποδίζεται να λάβει γνώση της αλήθειας. Η παρασιώπηση συνίσταται σε παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων. Η απόκρυψη και η παρασιώπηση πρέπει να είναι αθέμιτες. Αθέμιτη, όμως, μπορεί να είναι η παράλειψη μόνο, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να πηγάζει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια του υπαιτίου. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 του ΑΚ επιβαλλόμενη στο συναλλασσόμενο συμπεριφορά κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας, την οποία είχε προ της διάθεσης που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει, έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τέλεσης της απάτης θεωρείται εκείνος, κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Επίσης, ναι μεν δεν υπάρχει βλάβη, όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη, την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, πλην αυτό προϋποθέτει, ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη. Στην περίπτωση, όπου κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο, επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή και, συνεπώς, να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα, και για το λόγο αυτό προσλήφθηκε παρανόμως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών της θέσης που παρανόμως κατέλαβε έχει ισοσταθμισθεί από την παροχή της (μη νόμιμης) εργασίας του και ότι, επομένως, δεν έχει τελεσθεί το έγκλημα της απάτης. Άλλωστε, ενόψει της ενότητας του δικαίου, τούτο επιβεβαιώνεται και από τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 1 ΑΚ, όπου ορίζεται, ότι “Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο…” και κατά την ορθή της έννοια, απαγορεύεται η πρόταση συμψηφισμού στον οφειλέτη από αδίκημα, δηλαδή στο δράστη, ενώ αντίθετα το θύμα, δηλαδή ο δικαιούχος απαίτησης από το αδίκημα, μπορεί να προτείνει την ένσταση συμψηφισμού, για να αποσβέσει άλλη οφειλή του απέναντι στον αδικήσαντα. Στη σύμβαση εργασίας, που είναι αμφοτεροβαρής σύμβαση και υπάρχουν εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, το Δημόσιο, ως εργοδότης με την ιδιότητα του δανειστή, έχοντας απαίτηση αποζημίωσης από διαπραχθείσα εις βάρος του αδικοπραξία, δικαιούται να την προβάλλει σε συμψηφισμό προς απόσβεση άλλης απαίτησής του κατά του αδικήσαντος, δεν παρέχεται όμως δικαίωμα συμψηφισμού (ισοστάθμισης) της απαίτησης του εργαζομένου κατά του εργοδότη από την παροχή εργασίας, όταν αυτή προήλθε από αδίκημα. Άλλωστε, όταν ο εργοδότης παραπλανάται ως προς τις γνώσεις και ικανότητες του προσλαμβανόμενου, λόγω ψευδών παραστάσεων του τελευταίου (“απάτη περί την πρόσληψη”), η ζημία του συνίσταται: α) στην εκ μέρους του ανάληψη της υποχρέωσης να καταβάλει αμοιβή υπερβαίνουσα την ποιότητα των προσδοκώμενων υπηρεσιών και β) στο γεγονός, ότι η παρεχόμενη από το δράστη εργασία δεν ανταποκρίνεται στον καταβαλλόμενο μισθό.Συνεπώς, αν ο εργοδότης έχει αποβλέψει σε συγκεκριμένες ικανότητες του προσλαμβανομένου, τότε η από τον τελευταίο παρεχόμενη εργασία δεν αντισταθμίζει την παρεχόμενη αμοιβή και υπάρχει περιουσιακή ζημία. Δηλαδή, σε περίπτωση πρόσληψης προσώπου σε δημόσια θέση, εξαιτίας αξιόποινης παραπλάνησης εκ μέρους του ως προς τις απαιτούμενες, να συντρέχουν στο πρόσωπο του, προϋποθέσεις για την κατάρτιση σύμβασης εργασίας, η περιουσιακή βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου συνίσταται αντικειμενικά στη δαπάνη που υποβλήθηκε για την απασχόληση προσώπου διαφορετικού από εκείνο που, σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να απασχοληθεί, δεν μπορεί δε να κρίνεται ότι νομίμως, ευλόγως και αζημίως για το Ελληνικό Δημόσιο λαμβάνει αυτός μισθό εκ του λόγου και μόνον, ότι δεν απολύθηκε ή ότι προσέρχεται στην εργασία του (κατά την καθορισμένη ώρα και, αναλόγως, αποχωρεί), γιατί τα ανωτέρω δεν συνιστούν, άνευ άλλου, ισάξια αντιπαροχή, αφού, βάσει των συγκεκριμένων αναγκών και επιδιώξεων, ο εργοδότης απέβλεπε σε συγκεκριμένες ιδιότητες, προσδιοριζόμενες μάλιστα από το νόμο, που εξασφαλίζουν ένα minimum ηθικών και άλλων εγγυήσεων στο δημόσιο τομέα, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι κρίσιμο στοιχείο της σύμβασης εργασίας είναι, εκτός άλλων, η αυτοπρόσωπη και προσήκουσα παροχή εργασίας. Για το λόγο αυτό, στο μεν άρθρο 1 του Ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Διοικητικών Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ) ορίζεται, ότι “Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι η καθιέρωση ενιαίων και ομοιόμορφων κανόνων που διέπουν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, σύμφωνα ιδίως με τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης και την ανάγκη διασφάλισης της μέγιστης δυνατής απόδοσης κατά την εργασία τους”, στο δε άρθρο 12 του ίδιου νόμου, ότι “Η πλήρωση των θέσεων διέπεται από τις αρχές της ίσης ευκαιρίας συμμετοχής, της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της διαφάνειας και της δημοσιότητας”. Επομένως, η κατάρτιση συμβάσεων εργασίας, είτε ύστερα από παραπλάνηση των εκπροσώπων του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου και τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων από την πλευρά των συμβληθέντων με αυτό, είτε κατά παράβαση των όρων του Ν. 2190/1994 (Προσλήψεις – Επαναπροσλήψεις – Απολύσεις) και σε αντίθεση με το άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, δεν συνιστά απλώς “παρατυπία” στη διαδικασία των προσλήψεων, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί θεμελιώδη, και για το κύρος ακόμα των συμβάσεων, παρανομία, που τις καθιστά, αντιστοίχως, είτε ακυρώσιμες είτε άκυρες. Άλλωστε, ναι μεν στη θεωρία του αστικού/εργατικού δικαίου, προβάλλεται η θέση, ότι η ακύρωση της συμβατικής εργασιακής σχέσης επηρεάζει μόνο τη μελλοντική εξέλιξη αυτής (ex nunc) και δεν επενεργεί αναδρομικά (ex tunc) από τον χρόνο του γεγονότος που προκαλεί την ακύρωσή της, πλην όμως στο χώρο του ποινικού δικαίου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, το κρίσιμο δεν είναι ότι πρόκειται για άκυρη (κατά την έννοια των άρθρων 904 επ. Α.Κ. για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) εργασία, αλλά ότι πρόκειται για παράνομη εργασία, με την εντεύθεν συνέπεια της, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, απαγόρευσης του συμψηφισμού και ισοστάθμισης της εργασίας αυτής (μη νόμιμης) με τη ζημία που επήλθε στον εργοδότη από την καταβολή αποδοχών για την παρανόμως καταληφθείσα θέση, μη αποκλειομένης έτσι, στην περίπτωση αυτή, της ύπαρξης ζημίας, ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης. Στη συνέχεια, από τις διατάξεις του άρθρου 98 του ΠΚ, το οποίο έχει θεσπιστεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει, ότι κατ’εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, οι οποίες απέχουν χρονικά μεταξύ τους, προσβάλλουν διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους, δηλαδή με ενότητα δόλου του δράστη. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, υπάρχει μία πράξη και όχι περισσότερες, που τελούνται εξακολουθητικά, όταν, συνεπεία της άπαξ προκληθείσας πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Αντίθετα, υπάρχουν περισσότερες πράξεις, οι οποίες, αν συνδέονται και με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους, αποτελούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση του ίδιου εγκλήματος, της απάτης, αν κάθε επιζήμια για τον εξαπατηθέντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης αυτού, η οποία προκαλείται από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του υπαιτίου. Έτσι, επί απάτης, που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές από τον εξαπατηθέντα, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή επιδόματος, μισθού κτλ, συντρέχει περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, όταν η αρχική παραπλάνηση του παθόντος πραγματώθηκε με τη θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος ως αληθινού, στη συνέχεια, όμως, ο υπαίτιος, παρόλο που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, απορρέουσα από προηγούμενη ενέργειά του, συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης εγκληματικού αποτελέσματος, ή από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παραλείπει, εκμεταλλευόμενος και την υφιστάμενη αρχική πλάνη του παθόντος και αξιοποιώντας τις προηγηθείσες επιζήμιες περιοδικές περιουσιακές διαθέσεις του τελευταίου προς αυτόν, να ανακοινώνει στον παθόντα το αληθινό γεγονός και να προκαλεί, εξαιτίας της παράλειψης αυτής, νέα πλάνη, δηλαδή παράσταση στη συνείδηση του παθόντος, μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα ως προς συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό και συνιστάμενη στο ότι ο υπαίτιος εξακολουθεί να είναι δικαιούχος των επιζήμιων περιοδικών περιουσιακών διαθέσεων, στις οποίες συνεχίζει να προβαίνει ο παθών χωρίς υποχρέωση. Ειδικότερα, επί απάτης που τελέσθηκε με την υποβολή πλαστών πιστοποιητικών, δια της ψευδούς παράστασης, ότι πρόκειται περί γνησίων, με σκοπό την πρόσληψη ή την υπηρεσιακή αναβάθμιση υπαλλήλου, χρόνος τέλεσης της εν λόγω πράξης είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης και των πλαστών δικαιολογητικών (ήτοι ο χρόνος πραγμάτωσης της αρχικής συμπεριφοράς), ως και ο χρόνος κάθε παρασιώπησης πριν από τη μηνιαία καταβολή του μισθού, που συνιστά κάθε φορά νέα πράξη απάτης, δεδομένου ότι κάθε νέα καταβολή θεμελιώνεται στην παράλειψη του δράστη να την αποτρέπει, δημιουργώντας έτσι νέα πλάνη στον παθόντα περί του δικαιώματος εκείνου (δράστη) επί του μισθού, αν και έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αποτροπή της τουλάχιστον από την προγενέστερη επικίνδυνη ενέργειά του (αρχική απάτη) αλλά και από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οπότε πρόκειται για απάτη κατ’ εξακολούθηση. Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του Π.Κ. προκύπτει, ότι οι πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης συρρέουν αληθώς (πραγματικά) μεταξύ τους και καμία απ’ αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, διότι η καθεμία είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από ιδιαίτερα περιστατικά χωρίς να αποτελεί η μία συστατικό στοιχείο της άλλης ή επιβαρυντική περίσταση, ούτε και αναγκαίο μέσο διάπραξης αυτής. Εξάλλου, ο ν. 1608/1950 δεν καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλει τους όρους και τα στοιχεία που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις του ΠΚ για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ 1 ν. 1608/1950, αλλά απλώς επαυξάνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ποινή και καθιστά την πράξη κακουργηματική. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον το όφελος που επέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε άλλο νομικό πρόσωπο από όσα αναφέρονται στο άρθρο 263 Α’ ΠΚ υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Έτσι, όταν η απάτη στρέφεται κατά του Δημοσίου [ή κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των λοιπών νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α’ ΠΚ] και το όφελος που επέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε σ’ αυτά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, τότε, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950 (όπως τροπ. με το άρθρο 36 παρ. 1 ν. 2172/1993, 24 παρ. 3 ν. 2298/1995 και 4 παρ. 3 περ. α’ ν. 2408/1996) και ανεξάρτητα από τη συνδρομή των περιπτώσεων της παρ. 3 του άρθρου 386 ΠΚ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι αναγκαία η επέλευση της ζημίας (αρκεί η απειλή ζημίας) και, όταν πρόκειται για έγκλημα κατ’ εξακολούθηση, για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιδιώχθηκε ή της ζημίας που απειλήθηκε, καθώς και για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 ν.δ. 2576/1953, η οποία αφορά μόνο τα εγκλήματα του άρθρου 1 ν. 1608/1950, δεν έχει καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά από καμία διάταξη νόμου και, ως ειδική, κατισχύει της νεότερης και γενικής διάταξης του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2721/1999 (κατά την οποία, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό). Επομένως, όταν πρόκειται για έγκλημα κατ’ εξακολούθηση και έχει εφαρμογή το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950, δεν ανακύπτει ζήτημα επιεικέστερου νόμου, αφού, σ’ αυτή την περίπτωση, ισχύει και μετά τη θέσπιση του ν. 2721/1999 η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, και όχι εκείνη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ (ΟλΑΠ 5/2002). Η δε κρίση, αν η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη αφορά ζήτημα ουσίας και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση το μέγεθος της ζημίας. Τέλος, έλλειψη της από το άρθρο 139 ΚΠοινΔ ειδικής αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ λόγο αναίρεσης του απαλλακτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν περιέχονται σ’ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και αποκλείουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, τα αποδεικτικά μέσα^από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων έκρινε το Συμβούλιο, ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν συνιστούν ενδείξεις ή επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ’ άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β’ του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.III. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμό 1549/2018 Βούλευμά του, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Z. κατοικ. …, για τις πράξεις: α) της πλαστογραφίας με χρήση από υπαίτιο που ενεργεί κατ’ επάγγελμα από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ με ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ, που φέρεται να τέλεσε στη … μεταξύ 5-6-1995 και 2-8-1995, β) της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ, με ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ, που φέρεται να τέλεσε στη … στις 5-6-1995. Για να καταλήξει το παραπάνω Συμβούλιο στην προαναφερθείσα κρίση για οριστική παύση της ποινικής δίωξης κατά του ως άνω κατηγορουμένου για τις προπαρατεθείσες πράξεις, δέχθηκε, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος που εξέδωσε, οτι από τη μη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που συγκεντρώθηκαν κατά την προδικασία, προέκυψαν τα ακόλουθα, επί λέξει: “…με την …/20-07-1994 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αποφασίστηκε η πλήρωση 5 θέσεων διαφόρων ειδικοτήτων στο …, που είχε αποφασιστεί με τη …/28-3-1994 απόφαση του ΔΣ του …. Με την …/ΔΙΟΕ …/30-5-1995 Κοινή Απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εθνικής Οικονομίας συστάθηκε ειδική επιτροπή επιλογής προσωπικού, ενώ προβλέφθηκε ότι οι προσλήψεις πρέπει να λάβουν χώρα, με βάση τα ειδικά προσόντα που απαιτούνται για κάθε θέση, όπως αυτά περιγράφονταν στην …7/702/…-3-1995 προκήρυξη – Κοινή Απόφαση Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εθνικής Οικονομίας. Μεταξύ των θέσεων αυτών ήταν και η θέση του Τεχνικού Υπεύθυνου του Κέντρου Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, για την οποία αναγκαίο προσόν ήταν η κατοχή από κάθε υποψήφιο πτυχίου επιστήμης υπολογιστών ή εφαρμοσμένης πληροφορικής ή πληροφορικής ΑΕΙ ή ισότιμης σχολής της αλλοδαπής ή συναφής με το αντικείμενο απασχόλησης μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών. Ο Κατηγορούμενος υπέβαλε προς το … τη με αριθμό πρωτοκόλλου …-6-1995 αίτηση – υπεύθυνη δήλωση για την πρόσληψη του στη θέση αυτή, δηλώνοντας ότι είναι κάτοχος πτυχίου χημικού μηχανικού και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην επιστήμη των υπολογιστών. Με την αίτηση αυτή συνυπέβαλε, μεταξύ των λοιπών εγγράφων, μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην επιστήμη των υπολογιστών από το Πανεπιστήμιο της …, το οποίο φερόταν να του έχει απονεμηθεί τον Οκτώβριο του 1988, με αριθμό 85… και ημερομηνία 19-11-1988 και με θεώρηση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στ …, μετάφραση του τίτλου στα ελληνικά και την …/15-2-1993 Πράξη του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΙΚΑΤΣΑ για την αναγνώριση του τίτλου αυτού. Με βάση τα προσκομισθέντα έγγραφα η επιτροπή επιλογής προσωπικού επέλεξε, στις 2-8- 1995, τον κατηγορούμενο, ως τον μόνο που κατείχε τα αναγκαία προσόντα, να καταλάβει τη θέση του Τεχνικού Υπεύθυνου του Κέντρου Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, ενώ με απόφαση του ΔΣ του … που περιέχεται στο 6/28-8-1995 απόσπασμα πρακτικού εγκρίθηκε η πρόσληψή του. Ο κατηγορούμενος απασχολήθηκε στο … από 5-10-1995 έως 15-1-2013, οπότε και υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Επίσης, για ένα διάστημα και δη από τις 17-7-2007 έως τις 31-3-2009 εργάστηκε ως αποσπασμένος στο ΥΠΕΧΩΔΕ, με την ιδιότητα του χημικού μηχανικού. Στα πλαίσια της εργασίας του έλαβε συνολικά αποδοχές 372.198,53 ευρώ, ενώ εισέπραξε και 42.786,69 ευρώ κατά τη διάρκεια εργασίας του στο ΥΠΕΧΩΔΕ. Ωστόσο, μετά από έρευνα που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι τόσο η πράξη αναγνώρισης του ΔΙΚΑΤΣΑ, όσο και ο μεταπτυχιακός τίτλος του Πανεπιστημίου της … ήταν πλαστά έγγραφα, πράξη άλλωστε που και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, κατά την απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας, ομολόγησε. Με δεδομένο ότι ο πλαστός μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών του Πανεπιστημίου της … και η Πράξη του ΔΣ του ΔΙΚΑΤΣΑ για την ισοτιμία συνυποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο μαζί με την ως άνω αίτηση και τα λοιπά δικαιολογητικά στις 5-6- 1995, χωρίς έκτοτε να γίνει χρήση τούτου, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα ως προς το ζήτημα αυτό στην εισαγγελική πρόταση, η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της πλαστογραφίας τελέστηκε μεταξύ 5-6-1995 και 2-8- 1995 (οπότε και βεβαιωμένα βρίσκεται στο φάκελο του). Κατά συνέπεια, λόγω της παρόδου μέχρι σήμερα είκοσι τριών (23) ετών περίπου, το ανωτέρω έγκλημα έχει υποπέσει σε παραγραφή. Αναφορικά με την πράξη (κακούργημα) της απάτης που αποδίδεται στον κατηγορούμενο προκύπτει, όπως προαναφέρεται, ότι αυτός, με την υποβολή της αίτησης – υπεύθυνης δήλωσης προς το … (5-6-1995) και συνυποβάλλοντας τα συγκεκριμένα πλαστά έγγραφα, παρέστησε προς τους αρμόδιους υπαλλήλους, ψευδώς, ότι είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην επιστήμη υπολογιστών, του, οποίου η ισοτιμία είχε νόμιμα αναγνωριστεί από το ΔΙΚΑΤΣΑ, προκειμένου να τους παραπλανήσει ως προς γεγονός που έχει έννομη σημασία, ήτοι ως προς την ιδιότητα του ως κατόχου μεταπτυχιακού τίτλου στην επιστήμη των υπολογιστών και ότι πληροί τα αναγκαία προσόντα για τον διορισμό του στη συγκεκριμένη θέση, ώστε να πετύχει τον διορισμό του, λαμβάνοντας τις αντίστοιχες αποδοχές που συνιστούν παράνομο όφελος για τον ίδιο και ζημία για το … και το Δημόσιο, αφού το … αρχικά και έως το 1998 ήταν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και έκτοτε μετατράπηκε σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκε στο ελληνικό Δημόσιο. Στον κατηγορούμενο, εξάλλου, απαγγέλθηκε, μετά την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης, στις 26-2-2018 και η κατηγορία ότι την πράξη της απάτης, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου τέλεσε κατ’ εξακολούθηση και με την επιβαρυντική περίσταση της επί μακρόν τέλεσης, όπως προβλέπεται από την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, καθόσον αυτός, έχοντας πετύχει τον κατά τα προεκτεθέντα διορισμό του, πριν από κάθε μηνιαία καταβολή του μισθού του, αθέμιτα παρασιώπησε την αλήθεια, ότι, δηλαδή, τα προαναφερόμενα έγγραφα ήταν πλαστά, από την ημερομηνία του διορισμού του, στις 5-10-1995 έως την ημερομηνία αποχώρησης, στις 15-1-2013, μολονότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώσει την αλήθεια, απορρέουσα από την τέλεση προγενέστερης άδικης πράξης, καθώς και τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, αποκομίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το συνολικό ποσό των 414.985,22 ευρώ, ζημιώνοντας το ελληνικό Δημόσιο. Πλην όμως, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, ο κατηγορούμενος τέλεσε την ως άνω αξιόποινη πράξη (απάτη) άπαξ, στις 5-6-1995, οπότε μαζί με την αίτησή του προς το … δήλωσε, ότι είναι κάτοχος των συγκεκριμένων προσόντων και υπέβαλε και τα ως άνω πλαστά έγγραφα, οι δε εκ μέρους τούτου, κατά τον χρόνο καταβολής σ’ αυτόν κάθε μίας εκ των μηνιαίων αποδοχών και επιδομάτων, αποσιωπήσεις της προηγηθείσης απατηλής συμπεριφοράς του, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόσληψη του, δεν συνιστούν αυτοτελείς απάτες και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεσης απάτης. Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι δεν προέκυψε χρήση ή επίκληση εκ μέρους του κατηγορουμένου του ως άνω πλαστού τίτλου σπουδών και της πράξης αναγνώρισης, αφού για την απόσπαση τούτου στο ΥΠΕΧΩΔΕ σε θέση ΠΕ χημικού μηχανικού, λήφθηκαν υπόψη οι γνήσιοι τίτλοι σπουδών του.Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση με ζημία του ελληνικού Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ, τελεσθείσα επί μακρό χρόνο, που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο και η πράξη αυτή πρέπει, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, να μετατραπεί σε απάτη τελεσθείσα άπαξ και δη με την υποβολή της αίτησης στο … στις 5-6-1995, κατ’ επάγγελμα με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 30.000 ευρώ και με ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ. Η πράξη αυτή, λόγω της παρόδου μέχρι σήμερα χρόνου πλέον της 15ετίας και του γεγονότος, ότι τιμωρείται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, έχει υποπέσει σε παραγραφή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 111 §§ 1,2 περ. α’ Π.Κ.”.IV. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, ειδικά ως προς την πράξη της κακουργηματικής απάτης, που αποδίδεται στον αμέσως παραπάνω κατηγορούμενο, σε σχέση με την οποία πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα με την κρνόμενη αίτηση αναίρεσης, δεν διέλαβε σ’αυτό (προσβαλλόμενο βούλευμα)την επιβαλλόμενη με την προαναφερθείσα έννοια ειδική αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς
αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ανυπαρξία επαρκών σε βάρος του εν λόγω κατηγορουμένου ενδείξεων για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης κατ’ εξακολούθηση, με ζημία του Ελληνικού Δημοσίου άνω των 150.000 €, τελεσθείσα επί μακρό χρόνο, ενώ, κάνοντας εσφαλμένη ερμηνεία και λανθασμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, μετέτρεψε το νομικό χαρακτηρισμό της κατηγορίας της απάτης από τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση σε διαπραχθείσα εφ’ άπαξ και δη με την υποβολή της αίτησης στο … στις 5-6-1995, κατ’ επάγγελμα με συνολικό όφελος και ζημία άνω των 30.000 € και με ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 € και επιπλέον απάλειψε την επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης της πράξης αυτής επί μακρό χρόνο, άνευ συνδρομής των προϋποθέσεων για τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού, ενώ, λόγω παρόδου, μέχρι της έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος, χρόνου μεγαλύτερου της δεκαπενταετίας, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη της παραπάνω πράξης λόγω παραγραφής. Κατά τις μη ορθές παραδοχές του βουλεύματος το ένδικο έγκλημα της απάτης σε βάρος του Δημοσίου πραγματώνεται μόνο στο χρόνο της προσκόμισης του πλαστού τίτλου και της πρόσληψης του κατηγορουμένου, χωρίς να αιτιολογείται ειδικώς η απουσία ενδείξεων για τη συγκρότηση της εν λόγω πράξης με τη μεταγενέστερη, επί σειρά ετών, παρασιώπηση της πλαστότητας του ίδιου τίτλου κατά την είσπραξη κάθε φορά από τον παρανόμως προσληφθέντα του μηνιαίου του μισθού, που δεν δικαιούτο, γιατί εξακολουθούσε να μη έχει τα προσόντα για την θέση που παρανόμως κατέλαβε. Αγνοείται και παραβλέπεται από το προσβαλλόμενο βούλευμα, ενόψει των προεκτεθεισών ανέλεγκτων αναιρετικώς ουσιαστικών παραδοχών του, ότι: α) ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δεν ήταν κάτοχος πτυχίου ηλεκτρονικών υπολογιστών, για το οποίο ουσιαστικά προσλήφθηκε, αφού, τόσο το σχετικό πτυχίο της αλλοδαπής, όσο και η αναγνώριση αυτού από το ΔΙΚΑΤΣΑ, που προσκόμισε για να προσληφθεί και τελικά προσλήφθηκε, ήσαν πλαστά, πράγμα που και ο ίσδιος αποδέχεται, δηλαδή αυτός δεν είχε καθόλου τα προσόντα και τις γνώσεις για να προσφέρει την εργασία, για την οποία προσλήφθηκε με παραπλάνηση των οργάνων του Δημοσίου, αλλά απλώς απέβλεπε στον πορισμό μόνιμων και σταθερών απολαβών, των οποίων τελικά επωφελήθηκε, με το συνολικό άθροισμα αυτών να ανέρχεται σε 414.985,22 €, β) ο τελευταίος έπεισε τα αρμόδια όργανα με την, εν γνώσει του, παρασιώπηση της αλήθειας, που ήταν το ότι δεν διέθετε τον απαιτούμενο για το διορισμό του στη συγκεκριμένη θέση μεταπτυχιακό τίτλο του Πανεπιστημίου της … και συνεπώς η παροχή της εργασίας του δεν ήταν νόμιμη, γ) αποκλείστηκε και ζημιώθηκε αυτός που έχοντας τα νόμιμα προσόντα, δεν κατέλαβε την θέση, καθώς και η ευθύνη του Δημοσίου απέναντι στον πραγματικό δικαιούχο της θέσης αυτής, δ) η βλάβη της περιουσίας του … και κατ’ επέκταση του Ελληνικού Δημοσίου με την εν γνώσει παρασιώπηση από τον κατηγορούμενο αληθινών γεγονότων και την παράλειψη της ανακοίνωσης αυτών στους εκάστοτε αρμόδιους υπαλλήλους, που προσωποποιούν το παθόν νομικό πρόσωπο που τον προσέλαβε, οι οποίοι είχαν την ευθύνη της απασχόλησής του και έκριναν την εκάστοτε υπηρεσιακή του κατάσταση ως υπαλλήλου, καθώς και σε εκείνους που ήταν αρμόδιοι για την καταβολή των μηνιαίων του αποδοχών, ε) η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση που είχε ο κατηγορούμενος να ανακοινώσει στις αρμόδιες υπηρεσίες το γεγονός, ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την πρόσληψή του και την λήψη αντίστοιχου μισθού εν συνεχεία κατά τα προαναφερθέντα και ότι η υποχρέωσή του αυτή απέρρεε από τη σχέση εργασίας του (361 ΑΚ), από τον Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων (Ν. 3528/2007), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 25 του οποίου (και στα αντίστοιχα άρθρα των προϊσχυσάντων Ν. 2683/1999 και ΠΔ 611/1977), οι υπάλληλοι είναι υπεύθυνοι για τη νομιμότητα των υπηρεσιακών ενεργειών, καθώς επίσης και από τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη (άρθ. 197, 288 και 330 ΑΚ), στ) με την ως άνω συμπεριφορά του, ο κατηγορούμενος είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ζημιώνοντας την περιουσία του Δημοσίου κατά ποσό που υπερβαίνει συνολικά τις 150.000 €, το οποίο και επέτυχε ζ) συνέχισε να εργάζεται στην θέση του Τεχνικού Υπευθύνου του Κέντρου Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του … από 5-10-1995 έως 15-1-2013, αποκρύπτοντας από τους εκάστοτε αρμόδιους υπαλλήλους, ότι δεν διαθέτει το προαναφερθέντα μεταπτυχιακό τίτλο, παρότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ανακοινώσει σε αυτούς το γεγονός, ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την πρόσληψή του και τη λήψη μισθού εν συνεχεία, η) προσκομίζοντας ο κατηγορούμενος τον πλαστό μεταπτυχιακό τίτλο και την αναγνώριση γι’ αυτόν από το ΔΙΚΑΤΣΑ παρήγαγε στα αρμόδια όργανα την αντίστοιχη πλάνη, ώστε αυτοί να του καταβάλουν τον αντίστοιχο μισθό, συνέχισε δε τις ψευδείς παραστάσεις αποσιωπώντας την πραγματική του κατάσταση στις εν γένει πληρωμές και συνέχισε να αμείβεται για τις υπηρεσίες του έως τις 15-1-2013, βλάπτοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, θ) εξαιτίας του εγκλήματος της απάτης, η περιουσιακή ζημία του Δημοσίου ισούται με το ποσό των αποδοχών που του καταβλήθηκαν και, δεδομένου ότι η πρόσληψή του δεν ήταν νόμιμη, δεν μπορεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ζημία αυτή να αντισταθμιστεί με την παρασχεθείσα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, εργασία του κατηγορουμένου, την οποία διέθεσε στο Δημόσιο, ι) η αντιπαροχή του κατηγορουμένου δεν είναι νόμιμη, ως προερχόμενη από άδικη πράξη, οπότε απαγορεύεται σ’ αυτόν η πρόταση συμψηφισμού, αφού είναι οφειλέτης από αδίκημα, ια) επί απάτης που τελέσθηκε με την υποβολή πλαστού πιστοποιητικού, δια της ψευδούς παράστασης, ότι πρόκειται περί γνησίου, με σκοπό την πρόσληψη ή την υπηρεσιακή αναβάθμιση υπαλλήλου, χρόνος τέλεσης της πράξης είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης και της κατάθεσης του πλαστού δικαιολογητικού, δηλαδή ο χρόνος πραγμάτωσης της αρχικής συμπεριφοράς, καθώς και ο χρόνος κάθε παρασιώπησης πριν από τη μηνιαία καταβολή του μισθού, που συνιστά κάθε φορά νέα πράξη απάτης, δεδομένου ότι κάθε νέα καταβολή θεμελιώνεται στην εκ μέρους του δράστη παράλειψη αποτροπής της απατηλής παράστασης, δημιουργώντας έτσι νέα πλάνη στον παθόντα περί του δικαιώματος εκείνου (δράστη) επί του μισθού, αν και έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αποτροπή της ψευδούς απεικόνισης τουλάχιστον από την προγενέστερη επικίνδυνη ενέργειά του (αρχική απάτη) αλλά και από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οπότε πρόκειται για απάτη κατ’ εξακολούθηση, ιβ) με το άρθρο 16 παρ. 2 ν. 2756/1953 έχει καταργηθεί η αυτοτέλεια των μερικότερων εξακολουθητικών πράξεων, οπότε καθεμία από αυτές δεν παραγράφεται αυτοτελώς (ως πλημμέλημα) αλλά ανάγεται σε κακούργημα και εξαλείφεται λόγω παραγραφής μόνο με την πάροδο του χρόνου για το ενιαίο, κατ’ εξακολούθηση, έγκλημα, ιγ) ενόψει του γενόμενου δεκτού χρονικού διαστήματος τέλεσης του επίδικου εγκλήματος σε βαθμό κακουργήματος (5-10-1995 έως 15-1-2013), για το οποίο προβλέπεται ποινή ισόβιας κάθειρξης, ενόψει της συνδρομής της ιδιαζόντως επιβαρυντικής περίστασης της επί μακρό χρόνο εξακολούθησης της τέλεσης αυτού (αρθρ. 1 παρ.1 εδ.τελευταίο Ν.1608/1950), κατά το χρόνο δημοσίευσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος (5-10-2018) δεν είχε συμπληρωθεί, για το τμήμα των επί μέρους πράξεων από τις 5-10-1998 έως 15-1-2013, η προβλεπόμενη, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2 περ. α’ και 112 Π.Κ., εικοσαετής παραγραφή του. Με βάση τα προεκτεθέντα, το Συμβούλιο Εφετών ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98, 386 ΠΚ, 1 του Ν. 1608/1950 σε συνδυασμό με τα άρθρα 111, 112 ΠΚ, αποφανθέν όχι ορθώς, ότι η επί σειρά ετών είσπραξη ανά μήνα του μισθού υπό του κατηγορουμένου εν γνώσει, ότι δεν κέκτηται τα προσόντα της καταληφθείσας θέσης, κάτι που αθέμιτα αποσιωπούσε, δεν έχει αυτοτελή αξιόποινο χαρακτήρα, με την μορφή της κατ’ εξακολούθηση απάτης σε βαθμό κακουργήματος, εμπίπτουσας στο άρθρο 1 του νόμου 1608/1950 “περί καταχραστών Δημοσίου”, υπό την επιβαρυντική περίσταση της επί μακρό χρόνο τέλεσης. Για τον ίδιο λόγο το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από το νόμο ειδική αιτιολογία, μετατρέποντας το νομικό χαρακτηρισμό της κατηγορίας της απάτης από τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση σε εφ’ άπαξ και απαλείφοντας την επιβαρυντική περίσταση της επί μακρό χρόνο τέλεσης, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη μεταβολή του εν λόγω νομικού χαρακτηρισμού. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το πληττόμενο υπ’ αριθμό 1549/2018 βούλευμα, λανθασμένα, α) εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 98, 386 ΠΚ, 1 νόμου 1608/1950 σε συνδυασμό με τα άρθρα 111, 112 ΠΚ, αφού δέχθηκε μη εξακολουθητική τέλεση της απάτης και μη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 1 νόμου 1608/1950 για την τέλεση της πράξης επί μακρό χρόνο, β) προέβη σε αλλαγή του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης της απάτης, ως πραγματωθείσας όχι εξακολουθητικά αλλά εφ’ άπαξ, χωρίς την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 νόμου 1608/1950 για τέλεση της πράξης επί μακρό χρόνο και παράθεση της προβλεπόμενης ειδικής αιτιολογίας της ως είρηται αλλαγής, για την οποία δεν υφίσταντο οι νόμιμες προϋποθέσεις και γ)εσφαλμένα και χωρίς την απαιτουμένη αιτιολογία, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της απάτης, λόγω παραγραφής, καίτοι το ποινικό αδίκημα είχε πραγματωθεί κατ’ εξακολούθηση και το τμήμα των επί μέρους πράξεων από τις 5-10-1998 μέχρι τις 15-01-2013, μία εικοσαετία πριν την έκδοση του βουλεύματος (5-10-2018), δεν είχε υποκύψει σε παραγραφή. Σημειώνεται, ότι το αιτιολογικό του βουλεύματος είναι κοινό για τις πράξεις της απάτης και πλαστογραφίας με χρήση, από τις οποίες όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης αναίρεσης. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ’ και β’ του ΚΠοινΔ, λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Συνακόλουθα, κατά παραδοχή της αίτησης αυτής, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα και δη μόνο κατά το προαναφερθέν προσβαλλόμενο μέρος του και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τα άρθρα 485 παρ.1 και 519 του ΚΠοινΔ. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στη μείζονα σκέψη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950, δεν ανακύπτει ζήτημα επιεικέστερου νόμου, αφού, σ’ αυτή την περίπτωση, ισχύει και μετά τη θέσπιση του v.2…/1999 η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953, κατά την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αφού προσδιορίζονται με βάση το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΑΝΑΙΡΕΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ το υπ’ αριθμό 1549/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δη μόνον κατά το μέρος του, με το οποίο αποφαίνεται να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Z., κατοίκου …, για την πράξη της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με ζημία του Δημοσίου ανώτερη των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, φερόμενη ως τελεσθείσα στην … στις 5-06-1995 και ως προς την οποία το άνω Συμβούλιο, προηγουμένως, μετέβαλε τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης από εξακολουθητική απάτη, πραγματωθείσα επί μακρό χρόνο και δη από τις 5-10-1995 έως τις 15-01-2013, σε εφάπαξ τοιαύτη.-ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστικού Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν αποφανθεί προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην … στις 13 Φεβρουαρίου 2019.Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΕκδόθηκε στην … στις 15 Φεβρουαρίου 2019.Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΠαρέμεινε η ποινή κάθειρξης 6 ετών σε 38χρονο Καλύμνιο