ΑΡΙΘΜΟΣ 1/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
– Επίδειξη εγγράφου. Παρά τον νόμο, κήρυξη ή μη ακυρότητας, έκπτωσης από το δικαίωμα ή απαραδέκτου. Αναίρεση υπέρ του νόμου. Αναιρείται υπέρ του νόμου η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδειξη (εγγράφου) μπορεί να ζητηθεί, εφόσον έχει την υποχρέωση αυτή ένας τρίτος με παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ αν έχει την υποχρέωση διάδικος, και με τις προτάσεις. Η παρεμπίπτουσα εν προκειμένω αίτηση επίδειξης πρέπει, αυτονόητα, να κριθεί πριν από την κύρια αξίωση, επειδή αποτελεί προϋπόθεση έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας του ενδίκου βοηθήματος. Περαιτέρω, εάν στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης κριθεί βάσιμη η παρεμπίπτουσα αίτηση περί επίδειξης εγγράφου και διαταχθεί η επίδειξη, η σχετική απόφαση, ενταγμένη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αποκτά μη οριστικό χαρακτήρα, διότι προετοιμάζει την επί της ουσίας έκδοση απόφασης. Από τη ρύθμιση του άρθρου 451 παρ. 2 ΚΠολΔ δυνάμει της οποίας η εκδίκαση της αίτησης επίδειξης ακολουθεί τη διαδικασία της κύριας δίκης, προκύπτει ότι και η απόφαση που διατάσσει την επίδειξη υπόκειται στα ένδικα μέσα που υπόκειται και η απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς. Τούτο σημαίνει ότι έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν καταστεί οριστική η επί της ουσίας απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
– Ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Αναφέρεται, αποκλειστικά, σε εκπτώσεις, ακυρότητες και δικαιώματα από το δικονομικό, αποκλειστικά, δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2001). Δικονομικές ακυρότητες είναι όσες αποτελούν νόμιμες κυρώσεις, που απαγγέλλονται για παράβαση διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων δηλαδή οι ακυρότητες, κατά την έννοια των άρθρων 159-161 ΚΠολΔ.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 557 ΚΠολΔ, “Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου κάθε απόφασης, ακόμη και αν δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι, για κάθε λόγο και χωρίς περιορισμό προθεσμίας. Η απόφαση που εκδίδεται για την αναίρεση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα για τους διαδίκους, εκτός αν στηρίζεται σε υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έλλειψη καθ’ ύλην αρμοδιότητας”. Με τη διάταξη αυτή που έχει δικαιολογητικό λόγο την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και την εξασφάλιση της πάγιας και ομοιόμορφης εφαρμογής των νόμων επιτρέπεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η άσκηση αναίρεσης κατά κάθε απόφασης και για κάθε λόγο αναίρεσης από τους προβλεπόμενους στον ΚΠολΔ, χωρίς περιορισμό από προθεσμία και, κατά κανόνα, χωρίς να παράγει αποτελέσματα και για τους διαδίκους, με εξαίρεση τις προαναφερόμενες δύο περιπτώσεις. Η υπέρ του νόμου αναίρεση έχει λόγο ύπαρξης κυρίως κατά των αποφάσεων που δεν υπόκεινται σε αναίρεση από τους διαδίκους, αφού στις λοιπές περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα στους τελευταίους να φέρουν το ζήτημα ενώπιον του ακυρωτικού. Τέλος, η επίλυση του νομικού ζητήματος από το προς τούτο ανώτατο δικαστήριο, που συνιστά εκπλήρωση της νόμιμης αποστολής του και μάλιστα κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στην επιταγή της ταχείας και αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ που κυρώθηκε, εκ νέου, με το ΝΔ 53/1974), δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπίτρεπτη επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστηρίων της ουσίας, στα οποία, αντιθέτως, προσφέρει ερμηνευτική βοήθεια (ΟλΑΠ 4/2018, ΟλΑΠ 26/2000).