Σε χθεσινή ομιλία του στη Φρανκφούρτη ο απερχόμενος τον Οκτώβριο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, δεν δίστασε να επαναλάβει την προσωπική ανησυχία του για την οικονομία της Ευρωζώνης πρώτον “εάν η εξωτερική ζήτηση πρόκειται να παραμείνει αδύναμη και δεύτερον εάν αυτό πρόκειται να επεκταθεί και στην εσωτερική (σ.σ. στην Ευρωζώνη) ζήτηση.”.
Την ίδια στιγμή βέβαια, κλείνοντας την παρέμβασή του, διαβεβαίωσε το ακροατήριό του για την “ετοιμότητα αντίδρασης” της ΕΚΤ σε περίπτωση που οι μεσοπρόθεσμης διάρκειας δυσκολίες “συνεχίσουν να επιδεινώνονται σημαντικά”. Δεσμεύθηκε μάλιστα ότι “και σε αυτή την περίπτωση επίσης, η ΕΚΤ θα υιοθετήσει όλες εκείνες τις δράσεις νομισματικής πολιτικής που είναι αναγκαίες για να πετύχει τους στόχους της”, για να προσθέσει επίσης ότι δεν λείπουν στην ΕΚΤ τα “εργαλεία” για να παίξει με επάρκεια τον ρόλο της…
Βέβαια παρά τις διαβεβαιώσεις του, η ΕΚΤ έχει ήδη απολέσει το βασικότερο των “εργαλείων” νομισματικής πολιτικής, δηλ. τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων, αφού αυτά παραμένουν στο –0,4%, ήτοι σε αρνητικό επίπεδο ασκώντας ισχυρές πιέσεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα αποτελούν πλέον τον μεγαλύτερο μέρος του κατακόρυφα αυξανόμενου όγκου ομολόγων που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά με αρνητικά επιτόκια. Ας σημειωθεί ότι από τα 6 περίπου τρισ. ευρώ, τα αρνητικών επιτοκίων ομόλογα τον περασμένο Οκτώβριο, έχουν εκτιναχθεί στα 10 τρισ. ευρώ με συνεχή τάση αύξησης.
Η τάση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο μετά την πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ, η οποία μπροστά στην αβεβαιότητα των οικονομικών – και πολιτικών – εξελίξεων στην Ευρωζώνη, μετέθεσε “τουλάχιστον” μέχρι και το τέλος του 2019 το ενδεχόμενο οποιασδήποτε αλλαγής στο ύψος των επιτοκίων, αναβάλλοντας παράλληλα και τον ορίζοντα μείωσης του ενεργητικού της που έχει ξεπεράσει τα 4,3 τρισ. ευρώ μέσω του QE.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Macroprudential Bulletin του Μαρτίου που δημοσιεύθηκε χθες από την ΕΚΤ, σε ειδικό άρθρο παρουσίασης των αποτελεσμάτων του Μακροπροληπτικού Stress Τest που έγινε στις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης (με στοιχεία 2018), εντοπίζονται τέσσερις παράγοντες ως οι χαρακτηριστικοί για ενα δυσμενές σενάριο εξελίξεων στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα (έναντι του βασικού σεναρίου). Και από τους παράγοντες αυτούς δύο έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στον ορίζοντα.
Το δυσμενές σενάριο, σύμφωνα με το συγκεκριμένη τοποθέτηση της ΕΚΤ προϋποθέτει την πραγματοποίηση τεσσάρων κινδύνων χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως τουλάχιστον αυτοί προσδιορίσθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου ως οι μεγαλύτερες σημαντικές απειλές για τον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ.
Ο πρώτος από αυτούς τους κινδύνους είναι ο απότομος και σημαντικός επαναπροσδιορισμός των ασφαλίστρων κινδύνου στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Η υλοποίηση ενός τέτοιου κινδύνου θα μπορούσε να διαχυθεί στις ευρωπαϊκές χώρες μέσω των χρηματοπιστωτικών αγορών και της εξωτερικής ζήτησης για την οποία χθες ο κ. Ντράγκι διατύπωσε την μεγάλη ανησυχία του.
Ο δεύτερος κίνδυνος σχετίζεται με τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ. Αυτός ο κίνδυνος θα επηρεάσει ιδιαίτερα τις χώρες που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικές προκλήσεις στον τραπεζικό τους τομέα. Όμως ήδη η Κομισιόν έχει επιβεβαιώσει την εμφάνιση αυτού του κινδύνου με την δραστική αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της Ευρωζώνης, εκτίμηση που έχει υιοθετήσει και η ΕΚΤ.
Ο τρίτος κίνδυνος αφορά την αυξημένη πολιτική αβεβαιότητα, αλλά και την αναζωπύρωση των ανησυχιών όσον αφορά τη διατηρησιμότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους. Ο κίνδυνος αυτός έχει υπογραμμισθεί πολλές φορές τελευταία εν όψη των ευρω-εκλογών και των μεγάλων πολιτικών ανατροπών που αυτές ενδέχεται πλέον να φέρουν…
Τέταρτον, οι κίνδυνοι ρευστότητας που μπορεί να εκδηλωθούν στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα και οι οποίοι αν πραγματωθούν θα μεταφερθούν στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όπως υπογραμμίζεται στο άρθρο αυτό “η υλοποίηση των τεσσάρων κινδύνων αναμένεται να οδηγήσει σε σοβαρή ύφεση…”.
Βέβαια όπως τόνισε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς Ντε Γκουίντος στην παρουσίαση του Macroprudential Bulletin, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα ακόμα και στο δυσμενές σενάριο έχει ισχυρές αντοχές και μόνο το 26% των συστημικών τραπεζών θα εμφανίσει προβλήματα κεφαλαίων, που αναμένεται να αντιμετωπισθούν στο θεσμικό πλαίσιο του ευρωσυστήματος. Αυτού που του οποίου την επάρκεια χθες αμφισβήτησε δημόσια με δηλώσεις της η κα. Λαγκάρντ από πλευράς ΔΝΤ.