Aπαιτητικό, αλλά καλοπληρωμένο είναι το επάγγελμα του ευρωβουλευτή. Συμπεριλαμβάνει πολλά ταξίδια, ώρες επί ωρών σε επιτροπές και συνεδριάσεις, μελέτη για τα θέματα που αναλαμβάνουν, αλλά και την πολιτική ευθύνη που φέρει μια θέση εκλεγμένου στο μοναδικό ευρωπαϊκό όργανο αιρετών. Επιδιώκοντας τη διαφάνεια και –κυρίως – την αμεροληψία και την ακεραιότητα των εκπροσώπων των κρατών-μελών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δίνει στον καθέναν από αυτούς τη διαχείριση περίπου 20.000 ευρώ το μήνα, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού τους μισθού, των επιδομάτων τους και των εξόδων του γραφείου.
Από τον Ιούλιο του 2009, όλοι οι ευρωβουλευτές έχουν τον ίδιο μισθό. Οι μηνιαίες τους αποδοχές ανέρχονται σε 8.484,05 προ φόρων, ενώ καθαρά στην τσέπη κάθε ευρωβουλευτή αυτό το ποσό γίνεται 6.611,42 ευρώ. Κάποια κράτη-μέλη μπορεί να έχουν περαιτέρω φορολόγηση. Γενικά πάντως, ο βασικός μισθός του ευρωβουλευτή υπολογίζεται στο 38,5% του βασικού μισθού ενός δικαστή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Πέρα όμως του μισθού, οι ευρωβουλευτές λαμβάνουν και κάποια επιδόματα. Όπως για παράδειγμα, τα μεταφορικά τους έξοδα για να πάνε από τη χώρα τους στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο. Και επιπλέον κάποια σταθερά χρήματα, βάσει της απόστασης και της διάρκειας του ταξιδιού για την κάλυψη των άλλων εξόδων (όπως διοδίων, υπέρβαρο αποσκευών και τελών κράτησης). Εννοείται ότι αν πραγματοποιήσουν ταξίδι στο πλαίσιο αποστολής του Ευρωκοινοβουλίου, λαμβάνουν τα έξοδά τους.
Για τις δραστηριότητες εκτός του κράτους μέλους όπου εκλέγονται, τα μέλη της Ευρωβουλής μπορούν να λαμβάνουν τα έξοδα ταξιδίου, διαμονής και συναφή έξοδα μέχρι ανώτατο ετήσιο ποσό ύψους 4.358 ευρώ. Για τις δραστηριότητες στο κράτος μέλος εκλογής τους επιστρέφονται μόνο τα έξοδα ταξιδίου και το ανώτατο ετήσιο ποσό που καθορίζεται ανά χώρα. Γενικά, όλα τα ταξιδιωτικά τους είναι καλυμμένα.
Επιπλέον, το Κοινοβούλιο καταβάλλει αποζημίωση ύψους 313 ευρώ ημερησίως σε κάθε ευρωβουλευτή για την κάλυψη όλων των άλλων δαπανών που βαρύνουν τους βουλευτές κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών περιόδων, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύουν τη συμμετοχή τους υπογράφοντας ένα χαρτί που κάθε φορά υπάρχει στο Κοινοβούλιο. Με άλλα λόγια, για κάθε μέρα που ένας ευρωβουλευτής βρίσκεται στο πόστο του, λαμβάνει αυτό το ποσό. Αρκεί να υπογράψει!
Βέβαια, εάν ένας βουλευτής δεν συμμετέχει σε περισσότερες από τις μισές Ολομέλειες, το επίδομα μειώνεται στο ήμισυ όταν εμφανίζεται. Στην περίπτωση των συνεδριάσεων που διοργανώνονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το επίδομα ανέρχεται σε 156,5 ευρώ (υπό την προϋπόθεση της υπογραφής σχετικού χαρτιού), ενώ τα έξοδα διαμονής επιστρέφονται ξεχωριστά.
Υπάρχει και το επίδομα για τα γενικά έξοδα περιλαμβάνει κόστος διαχείρισης γραφείου, τηλεφωνικούς λογαριασμούς, ταχυδρομικά έξοδα και τη συντήρηση του γραφείου. Αυτό ανέρχεται σε 4. 416 ευρώ το μήνα. Σημειώνεται ότι γι’ αυτά τα έξοδα, ο ευρωβουλευτής δεν οφείλει να κρατάει αποδείξεις και να δίνει λογαριασμό.
Συνεργάτες
Πέραν όλων αυτών των επιδομάτων, οι ευρωβουλευτές λαμβάνουν και 24.943 ευρώ το μήνα για τις πληρωμές των συνεργατών τους, τους οποίους επιλέγουν οι ίδιοι. Επίσης, οι ευρωβουλευτές επιλέγουν πόσο θα δώσουν σε κάθε βοηθό τους, με βάση πάντως κάποια ποσόστωση που προβλέπεται από το Κοινοβούλιο. Η πληρωμή τους γίνεται μέσω λογιστή (τον λένε εντολοδόχο πληρωμών) που διαχειρίζεται τις πληρωμές και υπάρχει λογοδοσία και έλεγχος από το Ευρωκοινοβούλιο.
Οι βοηθοί μπορεί να χωρίζονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Υπάρχουν οι «διαπιστευμένοι» συνεργάτες (Accredited assistants), που έχουν έδρα στις Βρυξέλλες ή το Στρασβούργο, οι οποίοι υπάγονται απευθείας στη διοίκηση του Κοινοβουλίου, υπό το καθεστώς του μη μόνιμου υπαλλήλου. Κάθε ευρωβουλευτής μπορεί να προσλάβει τρεις βοηθούς και σε αυτούς πηγαίνει το λιγότερο το ένα τέταρτο του συνολικού μπάτζετ, δηλαδή 7.000 ευρώ.
Πέραν των «διαπιστευμένων», υπάρχουν και οι πάροχοι υπηρεσιών (με μπλοκάκι μόλις 25%) και οι ντόπιοι βοηθοί, οι local assistants, που έχουν έδρα στο κράτος μέλος από το οποίο εκλέγεται ο ευρωβουλευτής, καθώς και οι νέοι που κάνουν πρακτική (τους λέμε stagier). Πρόκειται για συνεργάτες που προσλαμβάνονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας και έχουν την ασφάλιση της χώρας, όπου άλλωστε και φορολογούνται. Μέχρι και το 75% του ποσού, μπορεί να διατεθεί σε αυτούς.
Υπάρχουν διάφοροι περιορισμοί για τους τοπικούς βοηθούς, αλλά το κυριότερο είναι πως πλέον γίνεται έλεγχος προσόντων για τις προσλήψεις και το ύψος των αμοιβών αυτών. «Από το 2009, οι ευρωβουλευτές δεν μπορούν να απασχολούν στενούς συγγενείς τους στα γραφεία τους. Επίσης, οι βοηθοί πρέπει να αποφεύγουν παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες που μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων», εξήγησε στο «Εθνος» πηγή των Βρυξελλών, που γνωρίζει πολύ καλά πώς ακριβώς λειτουργούν τα πράγματα στο Ευρωκοινοβούλιο.
Σύμφωνα με τους κανόνες εφαρμογής του καταστατικού των βουλευτών, οι βουλευτές του ΕΚ ως εργοδότες είναι επίσημα και στην πράξη υπεύθυνοι για τους τοπικούς βοηθούς και το έργο που εκτελούν. Οι ίδιοι άλλωστε τους επιλέγουν και διαπραγματεύονται μαζί τους το μισθό που θα λαμβάνουν.
Η διοίκηση του Ευρωκοινοβουλίου πραγματοποιεί τακτικούς διοικητικούς ελέγχους σε όλους τους ευρωβουλευτές κατά την ανανέωση, την επέκταση και τον τυχαίο έλεγχο των συμβάσεων, ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή την ομάδα του βουλευτή.
«Με άλλα λόγια, ο ευρωβουλευτής είναι υπεύθυνος για τα καθήκοντα που δίδονται στον τοπικό βοηθό. Εάν τα καθήκοντα αυτά δεν σχετίζονται με την εντολή του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή εάν δεν είναι δυνατόν να συνδυαστούν με εξωτερικές δραστηριότητες από τη σύμβαση, τότε θα ζητηθούν από τον ευρωβουλευτή πρόσθετες πληροφορίες από τη διοίκηση. Εάν οι πληροφορίες που παρέχονται θεωρούνται επαρκείς, η υπόθεση θα κλείσει. Αν κριθούν ανεπαρκείς, αυτό μπορεί να οδηγήσει τη διοίκηση να επανεξετάσει τη σύμβαση, να εξετάσει την αναστολή μιας τρέχουσας σύμβασης και, ενδεχομένως, να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων που καταβλήθηκαν από το Κοινοβούλιο», εξήγησε η ίδια πηγή.
Μετά το τέλος της θητείας τους, οι βοηθοί δικαιούνται ταμείου ανεργίας από το ΕΚ, διάρκειας ίσης με το 1/3 της εργασίας μας στο ΕΚ. Με τη συμπλήρωση των δέκα ετών (δύο ολόκληρες θητείες) εργασίας στο Ευρωκοινοβούλιο θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Το ποσό, που θα είναι αναλογικό των χρόνων που υπηρέτησαν, θα λάβουν μετά τη συμπλήρωση του συνταξιοδοτικού τους έτους, το οποίο είναι στα 67 για άνδρες και γυναίκες και ανεξάρτητα από το πότε θα συνταξιοδοτηθούν στο κράτος-μέλος. Αν την αιτηθούν νωρίτερα, η σύνταξη είναι σαφώς μειωμένη.
Σύμφωνα με το καταστατικό του ΕΚ, οι πρώην ευρωβουλευτές δικαιούνται σύνταξη γήρατος από την ηλικία των 63 ετών. Η σύνταξη ισούται με το 3,5% του μισθού για κάθε πλήρες έτος άσκησης θητείας αλλά όχι περισσότερο από 70% συνολικά. Το κόστος αυτών των συντάξεων καλύπτεται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.