Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) απεφάνθη σήμερα ότι οι αιτούντες άσυλο έχουν δικαίωμα να αρνηθούν να μεταφερθούν σε άλλη χώρα μέλος της ΕΕ, εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης εκεί είναι ιδιαίτερα σκληρές.
Αυτό ενδέχεται να ισχύει σε περιπτώσεις “ακραίας φτώχειας”, εξαιτίας των οποίων ο αιτών άσυλο θα στερηθεί βασικές του ανάγκες, όπως η τροφή, η υγιεινή και η στέγαση, επεσήμανε το Δικαστήριο στην ανακοίνωσή του.
Βάσει του κανονισμού του Δουβλίνου η χώρα της ΕΕ από την οποία εισήλθε ένας πρόσφυγας στην Ευρώπη είναι υπεύθυνη να επεξεργαστεί την αίτησή του για την παροχή ασύλου. Όμως εν μέσω πολλών διαφωνιών για τη μετεγκατάσταση προσφύγων, η πολιτική αυτή φαίνεται να χρήζει αναθεώρησης.
Το Δικαστήριο της ΕΕ έλαβε την απόφαση αυτή αφού εξέτασε μεταξύ άλλων την υπόθεση ενός πρόσφυγα από τη Γκάμπια ο οποίος αρχικά έφτασε στην Ιταλία, αλλά στη συνέχεια μετέβη στη Γερμανία όπου υπέβαλε αίτηση για την παροχή ασύλου. Όταν οι γερμανικές αρχές του ζήτησαν να επιστρέψει στην Ιταλία, προσέφυγε στο δικαστήριο ζητώντας να παραμείνει στη χώρα με την αιτιολογία ότι οι συνθήκες διαβίωσης στην Ιταλία δεν είναι ικανοποιητικές.
Αν και οι συνθήκες διαβίωσης στην Ιταλία είναι χειρότερες σε σχέση με αυτές στη Γερμανία, αυτό δεν είναι αρκετό για να γίνει δεκτή η προσφυγή του, εκτίμησε το Δικαστήριο με έδρα το Λουξεμβούργο, ενώ πρόσθεσε ότι οι συνθήκες διαβίωσης στη χώρα εισόδου θα πρέπει να ισοδυναμούν με ακραία φτώχεια για να αποφευχθεί η επιστροφή ενός αιτούντα άσυλο σε αυτή.
“Ο μεγάλος βαθμός ανασφάλειας ή η σημαντική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης δεν φτάνουν αυτό το επίπεδο”, τονίζει το Δικαστήριο.
Η απόφαση αυτή αφορά και τέσσερις ακόμη υποθέσεις που αφορούν αιτούντες άσυλο από τη Συρία και τη Ρωσία.