Διεθνής δικαιοδοσία ημεδαπών δικαστηρίων σε διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων – Ευχέρεια του δικαστηρίου να απειλήσει με προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή τον γονέα που παρεμποδίζει την επικοινωνία
Με την υπ’ αριθμ. 137/2019 απόφαση του Μον. Εφετείου Πατρών (Α δημοσίευση ΤΝΠ Ισοκράτης) κρίθηκε ότι η ελληνική ιθαγένεια θεμελιώνει συντρέχουσα διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, ακόμα και όταν οι γονείς ή το τέκνο δεν έχουν ούτε είχαν κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα.
Παράλληλα, στην απόφαση επισημαίνεται ότι οι απώτεροι ανιόντες του ανήλικου τέκνου (παππούς και γιαγιά) έχουν δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με το εγγόνι τους ακόμη και σε περίπτωση θανάτου του ενός γονέα που είναι παιδί τους, ενώ το δικαστήριο έχει τη δυνητική ευχέρεια να απειλήσει κατά του γονέα, ο οποίος παρεμποδίζει την επικοινωνία του ανήλικου τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του ή παραβιάζει τους περί αυτήν τεθέντες υπό του δικαστηρίου όρους, προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή.
Διαβάστε επίσης: Δικαστήριο ΕΕ: Οι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα εγγόνια τους
Απόσπασμα της απόφασης
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 Κ.Πολ.Δ «Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου».
Ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων τίθεται η αρχή της εδαφικότητας με εξαίρεση τα πρόσωπα που απολαμβάνουν ετεροδικία. Με την παρούσα διάταξη καθιερώνεται ως κανόνας η Διεθνής δωσιδικία ων ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών εφ’ όσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους κατά τις διατάξεις γενικών ή ειδικών δωσιδικιών 22-40 Κ.Πολ,Δ και δη κατοικία ή διαμονή εναγομένου στην Ελλάδα. Ίσως και από λόγους δημόσιας τάξης θα μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων όπως λ.χ όταν υπάρχει αδυναμία πραγματική προσφυγής στον αλλοδαπό δικαστή και η απόκρουση της ημεδαπής δικαιοδοσίας θα αναιρούσε ουσιαστικά την έννομη προστασία του διαδίκου (Μ. Μαργαρίτη-Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» εκδ. 2η, αρθ. 3, σελ. 34-35, σημ. 1-2). Σύμφωνα δε με το άρθρο 23 Κ.Πολ.Δ «αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του». Τόπος διαμονής θεωρείται αυτός που διαμένει χωρίς την πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης, όπως για σπουδές, θεραπεία (αρθ. 53 Α.Κ), αν ουδέποτε υπήρξε γνωστή κατοικία ούτε διαμονή του εναγομένου αυτός ενάγεται στα δικαστήρια της πρωτεύουσας κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 24 Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 601 είναι ανάλογη του προϊσχύοντος άρθρου 622 και θεσπίζει, για τις διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων, μια ακόμα βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, εκτός από αυτήν της κατά τόπον αρμοδιότητας των άρθρων 3 παρ. 1 και 22-40 Κ.Πολ.Δ.
Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2201/2003 ο οποίος κατήργησε τον προγενέστερο Κανονισμό 1347/2000 επήλθε υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του, το πεδίο εφαρμογή του συρρικνώθηκε και εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό της διεθνούς δωσιδικίας μόνο στην περίπτωση που δεν ισχύει ο κανονισμός όταν δηλαδή η αλλοδαπή χώρα δεν είναι μέλος της ένωσης ή πρόκειται για την Δανία. Κατά την ορθότερη γνώμη, η διάταξη εφαρμόζεται εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 592 αρ. 2 διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων και στις διαφορές που αφορούν την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία με το τέκνο, οι οποίες σήμερα υπάγονται στο άρθρο 592 αρ.3 περίπτωση β’ και υπό το προϊσχύον δίκαιο στο άρθρο 681Β παρ. 1β’ Κ.Πολ.Δ. Και τούτο διότι η υπαγωγή των διαφορών για τη γονική μέριμνα στη διαδικασία του (πρώην) άρθρου 681Β του Κ.Πολ.Δ (υπαγωγή που θεσπίστηκε με το άρθρο 43 Ν 1329/1983, για λόγους διαδικαστικής ευχέρειας) και ήδη άρθρου 592 αρ.3 περίπτωση Β, δεν συνεπάγεται και την κατάργηση αντιστοίχου και της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων για τις διαφορές αυτές. Η δικαιοδοτική αυτή Βάση είναι η ελληνική ιθαγένεια κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, είτε του πατέρα, είτε της μητέρας, είτε του τέκνου και δη ανεξαρτήτου του εάν πρόκειται για ενάγοντα ή για εναγόμενο στην σχετική δίκη. Γίνεται μάλιστα δεκτό, ότι η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων θεμελιώνεται και στην περίπτωση κατά την οποία τα άνω πρόσωπα έχουν και αλλοδαπή ιθαγένεια εκτός από την ελληνική, διότι τότε υπερισχύει η ελληνική ιθαγένεια ως δικαιοδοτική Βάση.
Η ελληνική ιθαγένεια λειτουργεί εν προκειμένω ως αυτοτελής δικαιοδοτική Βάση υπό την έννοια ότι θεμελιώνει, συντρέχουσα πάντως και όχι αποκλειστική, διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων ακόμα και όταν οι γονείς ή το τέκνο δεν έχουν, ούτε είχαν κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα (Απαλαγάκη «Ερμην Κ.Πολ.Δ», 4η έκδοση, αρθ. 601, σελ.1617, σημ.3).
Κατά τη διατύπωση του άρθρου 1520 παρ. 2 Α.Κ, οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος.
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι απώτεροι ανιόντες του ανήλικου τέκνου (παππούς και γιαγιά) έχουν ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα, που πηγάζει ευθέως από το νόμο, προσωπικής επικοινωνίας με το τέκνο (εγγονό), ακόμη και σε περίπτωση θανάτου του ενός γονέα, που είναι παιδί τους. Σκοπός του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος, όπως άλλωστε και του ίδιου του γονέα με το ανήλικο τέκνο, είναι η ικανοποίηση του φυσικού αισθήματος αγάπης μεταξύ αυτών και η αποτροπή της αμοιβαίας αποξένωσης τους, η οποία θα ασκούσε βλαπτική επίδραση στο συμφέρον του παιδιού.
Ο αρνητικός τρόπος, με τον οποίο είναι διατυπωμένη η ανωτέρω διάταξη, εξηγείται από το ότι ο νόμος θέλησε να τονίσει την αυθυπαρξία του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντος (παππού ή γιαγιάς) με τον ανήλικο εγγονό ή εγγονή και ότι η ρυθμιζόμενη επικοινωνία των ανωτέρω προσώπων είναι δυνατόν κατ’ εξαίρεση να παρεμποδιστεί από το γονέα ή τους γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα, όταν συντρέχει κάποιος σοβαρός λόγος, ενώ παρόμοιος αποκλεισμός δεν είναι δυνατός, όταν πρόκειται για επικοινωνία του παιδιού με το γονέα του (ΑΠ 5/2005, Εφ. Λαρ. 138/2012 δημ. Νόμος).
Επομένως και το δικαστήριο, όταν ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής επικοινωνίας, πρέπει πάντοτε να αποφασίζει με οδηγό το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τελευταίου, λαμβάνοντας υπόψη του τις προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται η προσωπική αυτή επικοινωνία στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 534/1991 Ε.Δ 32.1505, Εφ.Θεσ 1560/2003 Αρμ 2003.1273, ΕφΑΘ 2758/1998 Ε.Δ 39.1646, Εφθεσ 2322/1997 Ε.Δ 40.358), επιβάλλοντας, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκηση της, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τρόπο και το χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκεια της, ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο λόγω ειδικών περιστάσεων.
Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση πρέπει να ρυθμίζει τα της επικοινωνίας κατά το δυνατό λεπτομερώς και πλήρως, να καθορίζει δηλαδή το είδος, τον τόπο παράδοσης και παραλαβής, τα τυχόν μεσολαβούντα πρόσωπα, με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου και όχι την ικανοποίηση των θελήσεων των δικαιούχων της επικοινωνίας ή των ασκούντων τη γονική μέριμνα, οι οποίοι, στη διαμάχη τους για την επικοινωνία, συχνά δεν κινούνται από πνεύμα προστασίας του συμφέροντος του τέκνου, αλλά από το πνεύμα ικανοποιήσεως του εγωισμού τους (ΕφΑΘ 416/1999 ΑρχΝ ΝΑ’ 357).
Εξάλλου το δικαστήριο έχει, σύμφωνα με τη διάταξη του 950 και 2 Κ.Πολ.Δ, δυνητική ευχέρεια κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 947 του ίδιου παραπάνω κώδικα, να απειλήσει κατά του γονέα, ο οποίος, ασκών τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου, παρεμποδίζει την επικοινωνία του τελευταίου με τους απώτερους ανιόντες του, ή παραβιάζει τους περί αυτήν τεθέντες υπό του δικαστηρίου όρους, προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή (ΑΠ 444/1990 ΕλλΔνη 31.996).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr