Παράνομη διέλευση υπηκόων τρίτων χωρών στα εσωτερικά σύνορα του Χώρου Σένγκεν και δίκαιο της ΕLawspot.gr
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 19-03-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι τα εσωτερικά σύνορα κράτους μέλους στα οποία οι έλεγχοι έχουν επαναφερθεί δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τα εξωτερικά σύνορα κατά την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η προβλεπόμενη στην οδηγία περί επιστροφής εξαίρεση εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας δεν αφορά την περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος συλλαμβάνεται πολύ κοντά στα εσωτερικά σύνορα και παραμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους, ακόμη και όταν το εν λόγω κράτος μέλος έχει επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορα αυτά, λόγω σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια στο εν λόγω κράτος μέλος.
Είναι αξιοσημείωτο πως το ΔΕΕ, με την απόφασή του αυτή, συντάσσεται με τις από 17-10-2018 δημοσιευθείσες προτάσεις του πρώτου γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ Maciej Szpunar, στις οποίες ο πρώτος γεν. εισαγγελέας είχε υποστηρίξει αφενός ότι δεν δύνανται να εξομοιώνονται τα «εσωτερικά» με τα «εξωτερικά» και αφετέρου ότι ένα κράτος μέλος πρέπει να εφαρμόσει τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, όπως ορίζονται στην «οδηγία για τις διαδικασίες επιστροφής», στην κατάσταση ενός υπηκόου τρίτης χώρας τον οποίον σταματούν ή διακόπτουν για παράνομη διέλευση εσωτερικών συνόρων, στα οποία σύνορα έχουν επαναφερθεί οι έλεγχοι εφαρμόζοντας τον Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο Abdelaziz Arib, μαροκινός υπήκοος, υποβλήθηκε σε έλεγχο στο γαλλικό έδαφος, κοντά στα χερσαία σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, επί υπεραστικού λεωφορείου προερχόμενου από το Μαρόκο. Σε βάρος του είχε εκδοθεί στο παρελθόν μέτρο απομάκρυνσης από το γαλλικό έδαφος. Επειδή υπήρχαν υπόνοιες ότι είχε εισέλθει παράνομα στο γαλλικό έδαφος, τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση και ο préfet des Pyrénées-Orientales (νομάρχης των Pyrénées-Orientales, Γαλλία) εξέδωσε απόφαση η οποία τον υποχρέωνε να εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος και διέτασσε να τεθεί υπό διοικητική κράτηση. Η απόφαση περί αστυνομικής κράτησης ακυρώθηκε από το tribunal de grande instance de Perpignan (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Perpignan, Γαλλία). Το cour d’appel de Montpellier (εφετείο Montpellier, Γαλλία) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και ο νομάρχης άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία).
Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός του χώρου Σένγκεν συνεπάγεται την κατάργηση των ελέγχων των προσώπων που διέρχονται τα εσωτερικά σύνορα μεταξύ των κρατών μελών. Ο επίμαχος έλεγχος πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2016, κατά τη διάρκεια της προσωρινής επαναφοράς στη Γαλλία των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα. Συγκεκριμένα, η Γαλλία είχε κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και είχε επαναφέρει τους ελέγχους στα εσωτερικά της σύνορα, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, λόγω σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη και την εσωτερική της ασφάλεια.
Στο πλαίσιο αυτό, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) επισημαίνει ότι η οδηγία περί επιστροφής επιτρέπει, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τη διαδικασία επιστροφής που η οδηγία αυτή προβλέπει στους υπηκόους τρίτων χωρών σε βάρος των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση περί απαγόρευσης εισόδου ή που συλλαμβάνονται ή υποβάλλονται σε έλεγχο κατά την παράνομη διέλευση εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους και στους οποίους δεν χορηγήθηκε, εν συνεχεία, άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος.
Το ανωτέρω δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινισθεί αν τα εσωτερικά σύνορα κράτους μέλους στα οποία οι έλεγχοι έχουν επαναφερθεί μπορούν να εξομοιωθούν με τα εξωτερικά σύνορα κατά την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής και, συνακόλουθα, αν η Γαλλία μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει στην περίπτωση του A. Arib τη διαδικασία επιστροφής που προβλέπει η οδηγία περί επιστροφής.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι στον A. Arib, μαροκινό υπήκοο, δεν απαγορεύθηκε η είσοδος στο γαλλικό έδαφος, αλλά αυτός υποβλήθηκε σε έλεγχο από τις γαλλικές αρχές, πολύ κοντά στα γαλλο-ισπανικά σύνορα, μετά την επαναφορά των ελέγχων στα σύνορα αυτά, βάσει του άρθρου 25 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, και, κατόπιν του ελέγχου αυτού, τέθηκε υπό αστυνομική κράτηση για τον λόγο ότι υπήρχαν υπόνοιες ότι διέπραξε το αδίκημα της παράνομης εισόδου στο γαλλικό έδαφος.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά το Δικαστήριο, πρέπει να εξακριβωθεί αν ο υπήκοος τρίτης χώρας που παραμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους και ο οποίος συνελήφθη πολύ κοντά στα εσωτερικά σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους εμπίπτει στην προβλεπόμενη εξαίρεση από την εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής, οσάκις το οικείο κράτος μέλος έχει επαναφέρει τους ελέγχους στα εν λόγω σύνορα βάσει του άρθρου 25 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του, η οδηγία περί επιστροφής έχει την έννοια ότι δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών για τον λόγο και μόνον της παράνομης εισόδου τους από εσωτερικά σύνορα. Επιπλέον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επαναφορά από κράτος μέλος των ελέγχων στα εσωτερικά του σύνορα δεν είναι ικανή να μεταβάλει το συμπέρασμα αυτό. Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ειδικότερα ότι ουδείς λόγος υπάρχει, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από την οδηγία σκοπού, να γίνεται διάκριση στην περίπτωση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος συλλαμβάνεται πολύ κοντά στα εσωτερικά σύνορα, ανάλογα με το αν οι έλεγχοι στα εν λόγω σύνορα έχουν επαναφερθεί ή όχι.
Το Δικαστήριο επισημαίνει, εν συνεχεία, ότι από τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν προκύπτει ότι τα εσωτερικά σύνορα στα οποία κράτος μέλος επανέφερε τους ελέγχους δεν εξομοιώνονται με τα εξωτερικά σύνορα κατά την έννοια του ίδιου κώδικα. Πράγματι, κατά τα οριζόμενα στον κώδικα συνόρων του Σένγκεν, οι έννοιες «εσωτερικά σύνορα» και «εξωτερικά σύνορα» αποκλείουν η μία την άλλη. Ο κώδικας προβλέπει απλώς ότι κατά την επαναφορά από κράτος μέλος των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα εφαρμόζονται κατ’ αναλογία μόνον οι διατάξεις για τα εξωτερικά σύνορα του εν λόγω κώδικα που είναι σχετικές. Το Δικαστήριο κρίνει, επομένως, ότι το ίδιο το γράμμα του κώδικα συνόρων του Σένγκεν αποκλείει την εξομοίωση των εσωτερικών συνόρων, στα οποία οι έλεγχοι επαναφέρθηκαν, με τα εξωτερικά σύνορα.
Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση από την εφαρμογή της οδηγίας περί επιστροφής που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία δεν αφορά την περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος συλλαμβάνεται πολύ κοντά στα εσωτερικά σύνορα και παραμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους, ακόμη και όταν το εν λόγω κράτος μέλος έχει επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορα αυτά, λόγω σοβαρής απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια στο εν λόγω κράτος μέλος.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA