Σύμφωνα με απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 21 Μαρτίου, οι ελληνικές αρχές εμφανίζονται ανίκανες να παράσχουν σε πρόσφυγες που αιτούνται άσυλο ακόμη και τα στοιχειώδη.
Χαμένες …στη μετάφραση εμφανίζονται για μια ακόμη φορά οι ελληνικές αρχές σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου σε πρόσφυγες και μετανάστες που εισέρχονται στη χώρα, όπως προκύπτει από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) την οποία παρουσιάζει το «Lawandorder».
Σύμφωνα με την απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 21 Μαρτίου, οι ελληνικές αρχές εμφανίζονται να μην είναι σε θέση να παράσχουν σε πρόσφυγες που αιτούνται άσυλο ούτε τα στοιχειώδη. Δηλαδή, να τους εξασφαλίσουν νομική προστασία και να τους προμηθεύουν με έγγραφα μεταφρασμένα σε γλώσσα που μπορούν να κατανοήσουν.
Η απόφαση, όμως του ΕΔΑΔ (αριθμός 103/2019) έχει και πολιτικό «στίγμα» καθώς σε αυτή τα μέλη του δικαστηρίου, (στη σύνθεση του συμμετείχε και Έλληνας δικαστής), αναφέρουν πως η ελληνική κυβέρνηση δεν έδωσε ποτέ εξηγήσεις σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης νομικής συνδρομής στους αιτούντες άσυλο πρόσφυγες. Συγκεκριμένα, δε διευκρίνισε «αν ο αριθμός των δικηγόρων και τα κονδύλια που ήταν διαθέσιμα για τις ΜΚΟ ήταν επαρκή για την κάλυψη όλων των αναγκών των προσφύγων που διέμεναν στο κέντρο ΒΙΑΛ (Χίος)», το οποίο κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που εξέτασε το δικαστήριο (2016) φιλοξενούσε περισσότερους από 1000 μετανάστες.
Αξίζει να σημειωθεί πως το ΕΔΑΔ δεν αποτελεί όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο είναι υπερεθνικός οργανισμός και έχει αρμοδιότητα για ζήτημα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ακόμη και για την Τουρκία και την Ρωσία.
Στην απόφαση καταγράφεται ένα σκηνικό ασυνεννοησίας, καθυστερήσεων και πλημμελειών εκ μέρους των ελληνικών αρχών, και λόγω αυτών η Ελλάδα καταδικάζεται για παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που αφορά το δικαίωμα προσώπων που τελούν υπό κράτηση σε ταχεία έκδοση αποφάσεων.
Η συγκεκριμένη υπόθεση απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κατόπιν προσφυγής τεσσάρων Αφγανών που είχαν εισέλθει στη Χίο με τις οικογένειες τους στις 21 Μαρτίου του 2016. Με την είσοδό τους στη χώρα, όλοι συνελήφθησαν από τις αρμόδιες αρχές του νησιού και μεταφέρθηκαν στο κέντρο ΒΙΑΛ για καταγραφή και ταυτοποίηση.
Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος διοικητής του αστυνομικού τμήματος Χίου διέταξε την κράτησή τους και στις 24 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς την απέλασή τους, καθώς και την παράταση της κράτησης τους μέχρι την απέλασή τους, το ανώτερο για έξι μήνες.
Ωστόσο, στις 4 Απριλίου του 2016 οι αιτούντες ζήτησαν άσυλο από τη χώρα μας και ως εκ τούτου στις 7 Μάιου, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές «πάγωσαν» την απέλασή τους μέχρι να ολοκληρωθεί η εξέταση των αιτήσεων τους για άσυλο.
Στη συνέχεια, οι ελληνικές αρχές όφειλαν, όπως προβλέπεται από την ΕΣΔΑ, να αιτιολογούν τους λόγους επέκτασης της κράτησής τους και να τους παρέχουν σε γλώσσα που κατανοούν τα σχετικά έγγραφα. Αυτό δεν έγινε και οι τέσσερις Αφγανοί προσέφυγαν στο ΕΔΑΔ, το οποίο και τους δικαίωσε.
Όπως αναφέρει η απόφαση, η Ελλάδα δεν παρείχε στους τέσσερις προσφεύγοντες πρόσβαση σε ένδικα μέσα, ώστε να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις που διέταζαν την απέλασή τους αλλά και την επέκταση της κράτησής τους. Οι προσφεύγοντες, σύμφωνα με την απόφαση ήταν υπήκοοι του Αφγανιστάν που κατανοούσαν μόνο τη γλώσσα τους (φαρσί).
Ωστόσο, τα έγγραφα που τους δόθηκαν από τις ελληνικές αρχές ήταν στα ελληνικά και δεν ξεκαθάριζαν ποιο διοικητικό δικαστήριο είχε αρμοδιότητα να κρίνει τις αποφάσεις που διέταζαν την απέλασή τους αλλά και την παράταση της κράτησης τους μέχρι την απέλαση .
Επιπλέον, οι πρόσφυγες δεν είχαν, όπως προβλέπεται, ούτε πρόσβαση σε δικηγόρο και οι ίδιοι δεν είχαν νομικές γνώσεις για να κατανοήσουν το φάκελο που τους παρείχαν οι ελληνικές αρχές. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, δεν εκπροσωπήθηκαν ούτε από δικηγόρο ΜΚΟ που υπήρχε στη ΒΙΑΛ (και) για αυτό το λόγο.
Υπό το πρίσμα αυτό το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση των άρθρων 5 παρ. 4 και 5 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και την υποχρέωσε να καταβάλλει 650 ευρώ σε κάθε ένα από τους τέσσερις προσφεύγοντες Αφγανούς ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αλλά και 1000 ευρώ συνολικά (σε όλους τους προσφεύγοντες) για την κάλυψη των δικαστικών εξόδων.