ΝΙΟΥΤΟΝ. Το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας Κονέκτικατ των ΗΠΑ αποφάσισε ότι οι οικογένειες των παιδιών που σκοτώθηκαν το 2012 στο μακελειό στο δημοτικό σχολείο Σάντι Χουκ μπορούν να μηνύσουν την αμερικανική εταιρεία κατασκευής όπλων Remington. Η πρώτη προσφυγή των γονέων το 2016, με την οποία ζητούσαν αποζημίωση από τη Remington και τη θυγατρική της Bushmaster, που παράγει το ημιαυτόματο τουφέκι AR-15 (το οποίο μετονομάστηκε σε XM-15 στην έκδοση που πωλείται τώρα), είχε απορριφθεί σε πρώτο βαθμό.
Το όπλο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Ανταμ Λάνζα, ο οποίος στις 14 Δεκεμβρίου 2012 σκότωσε 26 ανθρώπους, εκ των οποίων 20 παιδιά, στο σχολείο Σάντι Χουκ στο Νιούτον του Κονέκτικατ. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε στο μακελειό στο Λας Βέγκας το 2017, με 58 νεκρούς, και σε αυτό στο σχολείο του Πάρκλαντ της Φλόριντα, με 17 νεκρούς το 2018. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Κονέκτικατ αποτελεί μια σπάνια ήττα για μια εταιρεία κατασκευής όπλων σε υπόθεση μαζικών πυροβολισμών. Η προσφυγή των συγγενών εννέα θυμάτων και ενός επιζώντα από το μακελειό στο Σάντι Χουκ τονίζει το «μιλιταριστικό» μάρκετινγκ του τουφεκιού AR-15. «Στόχος των οικογενειών ήταν πάντα να ρίξουν φως στη στοχευμένη και βασισμένη στο κέρδος στρατηγική της Remington να επεκτείνει την αγορά του AR-15 και να προσελκύσει υψηλού κινδύνου χρήστες, και όλα αυτά εις βάρος της ασφάλειας των Αμερικανών», δήλωσε ο Τζος Κόσοφ, δικηγόρος των οικογενειών των θυμάτων. Βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας, οι κατασκευαστές όπλων και οι πωλητές προστατεύονται από νομικές ευθύνες.
Εξαιρέσεις γίνονται, ωστόσο, μόνο σε περιπτώσεις επιζήμιου μάρκετινγκ. Η διαδικασία είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον τόσο υποστηρικτών μέτρων κατά της οπλοκατοχής όσο και της πανίσχυρης Εθνικής Ενωσης για την Οπλοκατοχή (NRA), καθώς θα μπορούσε να δημιουργήσει νομικό προηγούμενο και να συμπαρασύρει και άλλους συγγενείς σε προσφυγές κατά της βιομηχανίας όπλων.