Δικαστήριο ΕΕ: Έχουν εφαρμογή οι ενωσιακοί κανόνες περί καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις με καταναλωτές – Ο μεν εργαζόμενος συνιστά «καταναλωτή» η δε επιχείρηση «επαγγελματία»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 21-03-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι ο υπάλληλος επιχείρησης και ο/η σύζυγός του, οι οποίοι συνάπτουν με την επιχείρηση αυτή σύμβαση πίστωσης απευθυνόμενη, κατά κύριο λόγο, μόνο στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης και προοριζόμενη να χρηματοδοτήσει την αγορά ακινήτου για ιδιωτικούς σκοπούς, πρέπει να θεωρηθούν «καταναλωτές», κατά τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (οδηγία 93/13/ΕΟΚ).
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η εν λόγω επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί «επαγγελματίας», κατά τις διατάξεις της ως άνω οδηγίας, όταν συνάπτει τέτοια σύμβαση πίστωσης στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η χορήγηση πιστώσεων δεν αποτελεί την κύρια δραστηριότητά της.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 3 Απριλίου 1995, η EDF χορήγησε στον Η. Pouvin, υπάλληλο της εταιρίας αυτής, και στη σύζυγό του (δανειολήπτες) δάνειο υπαγόμενο στη ρύθμιση περί ενισχύσεως της προσβάσεως στην αγορά κατοικίας, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την αγορά της κύριας κατοικίας τους, ύψους 57.625,73 ευρώ, και εξοφλούμενο σε 240 μηνιαίες δόσεις κατανεμημένες σε δύο περιόδους αποπληρωμής, διάρκειας δέκα ετών έκαστης, με επιτόκιο 4,75 % και 8,75 % αντιστοίχως (σύμβαση δανείου).
Το άρθρο 7 της εν λόγω σύμβασης δανείου όριζε ότι η σύμβαση λύεται αυτοδικαίως σε περίπτωση που ο δανειολήπτης παύσει, για οποιονδήποτε λόγο, να υπάγεται στο προσωπικό της EDF. Η ρήτρα αυτή είχε ως αποτέλεσμα να καθίσταται άμεσα απαιτητό το κεφάλαιο του δανείου σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας, έστω και αν οι δανειολήπτες είχαν τηρήσει τις απορρέουσες από τη δανειακή σύμβαση υποχρεώσεις τους.
Μετά την παραίτηση του Η. Pouvin από την EDF την 1η Ιανουαρίου 2002, οι δανειολήπτες έπαυσαν να καταβάλλουν τις δόσεις του δανείου.
Στις 5 Απριλίου 2012, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας περί αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασης δανείου σε περίπτωση που ο δανειολήπτης παύσει να υπάγεται στο προσωπικό της EDF, η τελευταία άσκησε αγωγή κατά των δανειοληπτών ζητώντας την καταβολή ποσού ύψους 50.238,37 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο ανεξόφλητο κεφάλαιο και τους τόκους από 1ης Ιανουαρίου 2002, καθώς και ποσού 3 517 ευρώ, λόγω κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας.
Με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2013, το tribunal de grande instance de Saint-Pierre (πρωτοδικείο Saint-Pierre, Γαλλία) έκρινε καταχρηστική τη ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασης σε περίπτωση που ο δανειολήπτης παύσει να υπάγεται στο προσωπικό της EDF. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο αυτό απέρριψε το αίτημα της EDF να διαπιστωθεί η αυτοδίκαιη λύση της εν λόγω σύμβασης. Ταυτόχρονα, το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίμαχη σύμβαση είχε λυθεί επειδή οι δανειολήπτες δεν κατέβαλαν τις δόσεις του δανείου και τους υποχρέωσε να καταβάλουν στην EDF αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 44.551,84 ευρώ, πλέον τόκων με επιτόκιο 6 % από τις 5 Απριλίου 2012, καθώς και ποσό ύψους 3.118,63 ευρώ, πλέον τόκων με επιτόκιο 6 % από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, λόγω των ζημιών που υπέστη η EDF εξαιτίας της παράλειψης των δανειοληπτών.
Με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2014, το cour d’appel de Saint-Denis (εφετείο Saint-Denis, Γαλλία) εξαφάνισε την απόφαση της 29ης Μαρτίου 2013 και αποφάνθηκε ότι η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης επήλθε την 1η Ιανουαρίου 2002. Κατά συνέπεια, υποχρέωσε τους δανειολήπτες να καταβάλουν στην EDF το ποσό των 50 238,37 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων με επιτόκιο 6 % από 1ης Ιανουαρίου 2002, αφαιρουμένων των ποσών που καταβλήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή. Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό υποχρέωσε τους δανειολήπτες να καταβάλουν στην EDF το ποσό των 3.517 ευρώ, πλέον νόμιμων τόκων από 1ης Ιανουαρίου 2002, λόγω κατάπτωσης της συμβατικής ποινικής ρήτρας.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το άρθρο L. 132-1 του γαλλικού κώδικα προστασίας του καταναλωτή δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η EDF είχε συνάψει τη σύμβαση δανείου υπό την ιδιότητα της εργοδότριας και δεν μπορούσε, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί «επαγγελματίας», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.
Οι δανειολήπτες άσκησαν αναίρεση κατά της απόφασης αυτής, υποστηρίζοντας ότι ενήργησαν ως καταναλωτές και επικαλούμενοι τη νομολογία του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) σύμφωνα με την οποία είναι καταχρηστική η ρήτρα η οποία προβλέπει λύση του δανείου για λόγο μη σχετιζόμενο με τη σύμβαση.
Το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) κρίνει ότι τα ζητήματα που εγείρει ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, και από τα οποία εξαρτάται η επίλυση της διαφοράς της αναιρετικής δίκης, απαιτούν ομοιόμορφη ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να ζητήσει, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι, αφενός, ο υπάλληλος επιχείρησης και ο/η σύζυγός του, οι οποίοι συνάπτουν με την επιχείρηση αυτή σύμβαση πίστωσης απευθυνόμενη, κατά κύριο λόγο, μόνο στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης και προοριζόμενη να χρηματοδοτήσει την αγορά ακινήτου για ιδιωτικούς σκοπούς, πρέπει να θεωρηθούν «καταναλωτές», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, στοιχείο βʹ, και, αφετέρου, αν, όσον αφορά τη χορήγηση της εν λόγω πίστωσης, η ίδια αυτή επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί «επαγγελματίας», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, στοιχείο γʹ.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, «καταναλωτής» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η εν λόγω οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Επιπλέον, «επαγγελματίας» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η οδηγία, ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής.
Όσον αφορά, πρώτον, την έννοια του «καταναλωτή», το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να αποδέχεται τους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους.
Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι1, ακόμη και ένα δικηγόρος, καίτοι γίνεται δεκτό ότι διαθέτει υψηλό επίπεδο ειδικών γνώσεων, μπορεί να θεωρηθεί ως «καταναλωτής», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όταν συνάπτει σύμβαση που δεν έχει σχέση με την επαγγελματική του δραστηριότητα.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αυτή η ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «καταναλωτή», κατά την εν λόγω διάταξη της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καθιστά δυνατή την εξασφάλιση της προστασίας που παρέχει η οδηγία αυτή σε όλα τα φυσικά πρόσωπα τα ευρισκόμενα στην ασθενέστερη θέση.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ένα φυσικό πρόσωπο συνάπτει με τον εργοδότη του σύμβαση –πλην της συμβάσεως εργασίας– δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του προσώπου αυτού ως «καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το γεγονός ότι ορισμένα είδη καταναλωτικών συμβάσεων απευθύνονται αποκλειστικά σε ορισμένες ομάδες καταναλωτών δεν στερεί από τους τελευταίους την ιδιότητα του «καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι μια σύμβαση πίστωσης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν ρυθμίζει κάποια σχέση εργασίας ούτε και αφορά όρους εργασίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σύμβαση εργασίας», αποκλειόμενη από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Όσον αφορά, δεύτερον, τον όρο «επαγγελματίας», το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια αυτή καλύπτει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα, «είτε δημόσια είτε ιδιωτική». Ως εκ τούτου, το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ μπορεί να εφαρμοστεί στους οργανισμούς κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείονται οι φορείς που είναι επιφορτισμένοι με αποστολή γενικού συμφέροντος.
Κατά το Δικαστήριο, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία ένας εργοδότης, νομικό πρόσωπο, συνάπτει με έναν από τους υπαλλήλους του, φυσικό πρόσωπο, και, κατά περίπτωση, με τον/τη σύζυγο του υπαλλήλου αυτού, σύμβαση πίστωσης προοριζόμενη να χρηματοδοτήσει την αγορά ακινήτου για ιδιωτικούς σκοπούς, έστω και αν η κύρια δραστηριότητα του εργοδότη συνίσταται όχι στην παροχή χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά στην παροχή ενέργειας, ο εργοδότης αυτός διαθέτει πληροφόρηση και τεχνογνωσία, καθώς και ανθρώπινους και υλικούς πόρους που ένα φυσικό πρόσωπο, ήτοι ο αντισυμβαλλόμενος, δεν αναμένεται να έχει.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι όπως ακριβώς η έννοια του «καταναλωτή» του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, έτσι και η έννοια του «επαγγελματία» του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από τη δραστηριότητα την οποία ο επαγγελματίας αποφασίζει να αντιμετωπίσει ως κύρια ή δευτερεύουσα και παρεπόμενη δραστηριότητά του.
Ακόμα, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι αφενός, η εκ μέρους του εργοδότη παροχή στους υπαλλήλους του της δυνατότητας να συνάψουν με αυτόν τέτοια σύμβαση πίστωσης, και ως εκ τούτου να αποκτήσουν το πλεονέκτημα της πρόσβασης στην αγορά κατοικίας, εξυπηρετεί την προσέλκυση και τη διατήρηση καταρτισμένου και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που συμβάλλει στην επιτυχή άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργοδότη. Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη ή η απουσία ενδεχόμενου άμεσου εισοδήματος για τον εργοδότη βάσει της σύμβασης αυτής δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό του εν λόγω εργοδότη ως «επαγγελματία», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Αφετέρου, η ευρεία ερμηνεία της έννοιας «επαγγελματίας», κατά την εν λόγω διάταξη, εξυπηρετεί την υλοποίηση του σκοπού της οδηγίας αυτής ο οποίος συνίσταται στην προστασία του καταναλωτή ως ασθενούς μέρους της σύμβασης που έχει συναφθεί με επαγγελματία και στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει, πρώτον, ότι ο υπάλληλος επιχείρησης και ο/η σύζυγός του, οι οποίοι συνάπτουν με την επιχείρηση αυτή σύμβαση πίστωσης απευθυνόμενη, κατά κύριο λόγο, μόνο στα μέλη του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης και προοριζόμενη να χρηματοδοτήσει την αγορά ακινήτου για ιδιωτικούς σκοπούς, πρέπει να θεωρηθούν «καταναλωτές», και, δεύτερον, ότι η εν λόγω επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί «επαγγελματίας», όταν συνάπτει τέτοια σύμβαση πίστωσης στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η χορήγηση πιστώσεων δεν αποτελεί την κύρια δραστηριότητά της.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA