Επικαλούμενο την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, από τη μια λόγω της φύσεως των σεξουαλικών αδικημάτων που στρέφονται κατά ανήλικων και από την άλλη ένεκα της αυξανόμενης συχνότητας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, το Εφετείο επικύρωσε την 5ετή ποινή φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο σε καταδικασθέντα. Ο καταδικασθείς κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, η ανήλικη παραπονούμενη και η μητέρα της, σε δώδεκα κατηγορίες.
Οι οκτώ από αυτές αφορούσαν αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και οι άλλες τέσσερις, οι οποίες είχαν ως βάση τον Νόμο περί Βίας στην Οικογένεια, άσεμνη επίθεση. Τα αδικήματα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διαπράχθηκαν μεταξύ Μαΐου του 2015 και Αυγούστου του 2015 στο σπίτι του κατηγορούμενου. Κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης των αδικημάτων η παραπονούμενη ήταν 11 χρονών. Όπως προκύπτει από τις αναφορές που υπάρχουν στην απόφαση του Εφετείου, ο κατηγορούμενος και η μητέρα της ανήλικης διατηρούσαν δεσμό και υπήρχαν περιπτώσεις που διέμεναν στην ίδια οικία.
Πέρα από τη μαρτυρία της ανήλικης, η οποία κρίθηκε καθόλα αξιόπιστη, αλλά και της μητέρας της η οποία επίσης ήταν καταπελτική εναντίον του κατηγορούμενου, ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατέθεσε και μια πρώην εργοδοτούμενη του κατηγορούμενου, η οποία, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου, «ήταν το πρόσωπο στην οποία ο καταδικασθείς στην παρουσία και ενός ακόμα μάρτυρα κατηγορίας, κοινού φίλου, εκμυστηρεύθηκε ότι κακοποίησε σεξουαλικά την ανήλικη σε τέσσερις περιπτώσεις».
Στο πλαίσιο της δίκης κατέθεσε ενόρκως και ο κατηγορούμενος, ενώ κάλεσε και μάρτυρες υπεράσπισης. Ο πυρήνας της υπερασπιστικής του γραμμής ήταν η κατ’ ισχυρισμόν σκευωρία σε βάρος του από τη μητέρα της ανήλικης, αποσκοπούσα σε οικονομικά οφέλη. Ο κατηγορούμενος κάθε άλλο παρά έπεισε για τους ισχυρισμούς του.
Ο καταδικασθείς προέβαλε μια σειρά από λόγους για τους οποίους θεωρούσε λανθασμένη την καταδικαστική απόφαση. Το Εφετείο ανέλυσε έναν προς έναν όλους τους λόγους έφεσης και δεν διαπίστωσε ότι υπήρχε περιθώριο ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης. Ούτε υπήρχε έδαφος για περιορισμό της ποινής την οποία ο καταδικασθείς θεωρούσε έκδηλα υπερβολική.