Δικαστήριο ΕΕ: Ακύρωσης της απόφασης περί αναστολής άσκησης καθηκόντων του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας μέλους του ΕΣΚΤ
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 26-02-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακυρώνει την απόφαση περί αναστολής άσκησης καθηκόντων του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.
Κατά το ΔΕΕ, η Λεττονία δεν προσκόμισε την παραμικρή απόδειξη ότι η απαλλαγή του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζάς της από τα καθήκοντά του στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών ενδείξεων περί διάπραξης, εκ μέρους του, βαρέως παραπτώματος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο της απόφασης στο οποίο το ΔΕΕ επισημαίνει ότι, το ΕΣΚΤ συνιστά, στο δίκαιο της Ένωσης, πρωτότυπο νομικό μόρφωμα στο πλαίσιο του οποίου συνδέονται και συνεργάζονται στενά ορισμένα εθνικά όργανα, δηλαδή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, και ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, δηλαδή η ΕΚΤ, και το οποίο χαρακτηρίζεται από διαφορετική διάρθρωση και λιγότερο σαφή διάκριση μεταξύ της έννομης τάξης της Ένωσης και των εσωτερικών έννομων τάξεων.
Ιστορικό της υπόθεσης
Με την απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2018, το Korupcijas novēršanas un apkarošanas birojs (Γραφείο Πρόληψης και Καταπολέμησης της Διαφθοράς, Λεττονία) επέβαλε διάφορους περιοριστικούς όρους σε βάρος του Ilmārs Rimšēvičs, Διοικητή της Latvijas Banka (Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας), ήτοι την απαγόρευση άσκησης των καθηκόντων λήψης αποφάσεων, ελέγχου και εποπτείας τα οποία ασκούσε στην Κεντρική Τράπεζα της Λεττονίας και συγκεκριμένα του απαγόρευσε να παραμείνει στη θέση του διοικητή της κεντρικής αυτής τράπεζας, την υποχρέωση καταβολής εγγύησης καθώς και την απαγόρευση προσέγγισης ορισμένων προσώπων και εξόδου από τη χώρα χωρίς προηγούμενη άδεια. Οι εν λόγω περιοριστικοί όροι επιβλήθηκαν σε βάρος του Ι. Rimšēvičs προσωρινά, στο πλαίσιο κινήσεως προκαταρκτικής ποινικής έρευνας εναντίον του, καθώς θεωρείται ύποπτος τέλεσης των πράξεων παθητικής δωροδοκίας και διαφθοράς το 2013, υπό την ιδιότητά του ως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.
Οι ασκηθείσες προσφυγές από τον Ι. Rimšēvičs (C-202/18) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (C-238/18) κατά της απόφασης αυτής αποτελούν τις πρώτες υποθέσεις επί των οποίων επιλαμβάνεται το Δικαστήριο βάσει της αρμοδιότητας να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων απαλλαγής από τα καθήκοντά τους των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών μελών, η οποία του απονέμεται με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 14.2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ή αλλιώς το Καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.
Απονέμοντας απευθείας στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα αυτή, τα κράτη μέλη εξέφρασαν τη σημασία την οποία αποδίδουν στην ανεξαρτησία των Διοικητών των εθνικών Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίοι βεβαίως συνιστούν εθνικές αρχές, αλλά ενεργούν στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ. Όταν δε είναι Διοικητές Κεντρικής Τράπεζας κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ, όπως η Λεττονία, είναι αυτοδικαίως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, το οποίο είναι το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων του Ευρωσυστήματος και το μόνο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφαίνεται, εν πρώτοις, ότι η απαγόρευση άσκησης κάθε καθήκοντος σχετικού με τη θέση του διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας, έστω και εάν δεν τερματίζει τυπικώς τον νομικό και θεσμικό δεσμό του διοικητή με την εν λόγω τράπεζα όντας προσωρινό μέτρο όπως στην υπόθεση εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθεί ισοδύναμη με απαλλαγή από τα καθήκοντά του, κατά την έννοια του άρθρου 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, και εξ αυτού του λόγου το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της νομιμότητας της απαγόρευσης αυτής.
Στη συνέχεια, στο κείμενο της απόφασης αναφέρεται ότι η προσφυγή του άρθρου 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ αποσκοπεί στην ακύρωση της πράξης εθνικού δικαίου που ελήφθη προκειμένου να απαλλαγεί διοικητής εθνικής κεντρικής τράπεζας από τα καθήκοντά του.
Το δε άρθρο 14.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ είναι απόρροια του πολύ ολοκληρωμένου αυτού συστήματος που επέλεξαν οι συντάκτες των Συνθηκών για το ΕΣΚΤ και, ειδικότερα, του διπλού λειτουργικού ρόλου του διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας, ο οποίος βεβαίως συνιστά εθνική αρχή, αλλά ενεργεί στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ και συμμετέχει, όταν είναι διοικητής εθνικής κεντρικής τράπεζας κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ, στο κύριο διοικητικό όργανο της ΕΚΤ. Ακριβώς λόγω του υβριδικού αυτού καθεστώτος και προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργική ανεξαρτησία των διοικητών των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ, είναι, κατ’ εξαίρεση, δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά απόφασης η οποία λαμβάνεται από εθνική αρχή και απαλλάσσει έναν από τους διοικητές αυτούς από τα καθήκοντά του.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αυτή παρεκκλίνει από τη γενική κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του εθνικού δικαστή και του δικαστή της Ένωσης όπως αυτή προβλέπεται στις Συνθήκες και ιδίως στοάρθρο 263 ΣΛΕΕ. Η παρέκκλιση αυτή εξηγείται από το ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο του ΕΣΚΤ στο οποίο αυτή εντάσσεται: το ΕΣΚΤ συνιστά, στο δίκαιο της Ένωσης, πρωτότυπο νομικό μόρφωμα στο πλαίσιο του οποίου συνδέονται και συνεργάζονται στενά ορισμένα εθνικά όργανα, δηλαδή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, και ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, δηλαδή η ΕΚΤ, και το οποίο χαρακτηρίζεται από διαφορετική διάρθρωση και λιγότερο σαφή διάκριση μεταξύ της έννομης τάξης της Ένωσης και των εσωτερικών έννομων τάξεων.
Τέλος, το Δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση της ουσίας των προσφυγών.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν εναπόκειται στο ίδιο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής βάσει του άρθρου 14.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, να υποκαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια τα οποία είναι αρμόδια να αποφανθούν επί της ποινικής ευθύνης του εμπλεκόμενου διοικητή ούτε βεβαίως να επέμβει στην προκαταρκτική ποινική έρευνα που έχει κινηθεί εναντίον του εν λόγω διοικητή από τις αρμόδιες δυνάμει του δικαίου του οικείου κράτους μέλους διοικητικές ή δικαστικές αρχές. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει, πάντως, ότι για τις ανάγκες μιας τέτοιας έρευνας, και ιδίως για να αποτραπεί η παρεμπόδισή της από τον ενδιαφερόμενο διοικητή, μπορεί να είναι αναγκαίο να αποφασιστεί η προσωρινή αναστολή άσκησης των καθηκόντων του τελευταίου.
Αντιθέτως, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το άρθρο 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, να εξακριβώσει ότι τυχόν προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο διοικητή μόνον εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.
Εν προκειμένω, ο Ι. Rimšēvičs υποστηρίζει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν έχει διαπράξει κανένα από τα παραπτώματα για τα οποία κατηγορείται. Φρονεί, όπως και η ΕΚΤ, ότι η Λεττονία δεν προσκομίζει την παραμικρή απόδειξη για τα παραπτώματα αυτά. Συγκεκριμένα, κατά την έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποτελεί αρχή αποδείξεως των κατηγοριών για δωροδοκία στις οποίες στηρίχθηκε η κίνηση της έρευνας και η έκδοση της επίδικης απόφασης.
Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ζήτησε από τους εκπροσώπους της Λεττονίας, οι οποίοι δεσμεύθηκαν σχετικώς, να υποβάλουν στο Δικαστήριο εντός σύντομης προθεσμίας τα έγγραφα που δικαιολογούν την επίδικη απόφαση. Ωστόσο, κανένα από τα έγγραφα που προσκόμισε η Λεττονία μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν περιέχει αποδεικτικά στοιχεία περί της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ως προς το βάσιμο των κατηγοριών εναντίον του Ι. Rimšēvičs.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Λεττονία δεν απέδειξε ότι η απαλλαγή του Ι. Rimšēvičs από τα καθήκοντά του στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών ενδείξεων περί διάπραξης, εκ μέρους του, βαρέως παραπτώματος κατά την έννοια του άρθρου 14.2, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο ακυρώνει την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που απαγορεύει στον Ι. Rimšēvičs να ασκεί τα καθήκοντά του ως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Λεττονίας.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA