Αντιμέτωπη με σοβαρούς κινδύνους, οι οποίοι μάλιστα, έχουν ενταθεί το τελευταίο διάστημα, βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με την πρώτη έκθεση της μεταμνημονιακής παρακολούθησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δόθηκε στη δημοσιότητα.
«Η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται, αλλά η δυναμική των μεταρρυθμίσεων επιβραδύνεται και οι κίνδυνοι αυξάνονται», αναφέρει η έκθεση.
Οι κίνδυνοι αυτοί, σύμφωνα με το Ταμείο, προέρχονται από το τραπεζικό σύστημα, λόγω των κόκκινων δανείων, αλλά και από τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες απειλούν με ένα εφάπαξ κόστος 9 δις ευρώ, όπως υπολογίζει. Οι εγγυήσεις που έχει δώσει το ελληνικό δημόσιο αφορούν άλλα 11 δις ευρώ, εξάλλου, σημειώνει, καθώς και εδώ υπάρχει ο κίνδυνος καταπτώσεων. Το Ταμείο επικρίνει, ακόμη, την πρόσφατη απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%, αναφέροντας ότι υπερβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ενώ κάνει αναφορά γενικότερα σε μεταρρυθμιστική κόπωση και τάση αναστροφής των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόσθηκαν επί μνημονίου. Αναφέρεται ακόμη στην αβεβαιότητα λόγω εκλογών, σημειώνει ότι οι επενδύσεις ήταν απογοητευτικές τον προηγούμενο χρόνο και προειδοποιεί για επιδείνωση του ισοζύγιου, καθώς θα αυξάνονται οι εισαγωγές.
Το Ταμείο εκτιμά ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους φτάνουν τα 30 δισ. ευρώ και τα στελέχη του δεν ανησυχούν για την ικανότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα χρέη του προς αυτό, που φτάνουν τα 7,7 δις ευρώ, καθώς έχει προτιμησιακό καθεστώς.
Σχολιάζει, επίσης, το Ταμείο τις προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης , όπως οι περαιτέρω προσλήψεις, επισημαίνοντας ότι ήδη τα όρια έχουν παραβιαστεί τα δύο προηγούμενα χρόνια.
Ακόμη, τάσσεται κατά των ρυθμίσεων για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε 120 δόσεις σε εφορία και ασφαλιστικά Ταμεία.
Για τις τράπεζες αφιερώνει μεγάλο μέρος της έκθεσής του, σημειώνοντας ότι -εκτός των άλλων- αποτελούν και δημοσιονομικό ρίσκο, καθώς το κράτος έχει μετοχές, καταθέσεις και υποχρεώσεις έναντι αυτών.
Το Ταμείο τάσσεται υπέρ της εφαρμογής των φορολογικών μέτρων του 2020, με μείωση του αφορολόγητου , αλλά ταυτόχρονα και μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης μισθών και κερδών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ:
Η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα επιταχύνεται και διευρύνεται. Η ανάπτυξη αναμένεται να φτάσει σύμφωνα με τις προβλέψεις στο 2,4% φέτος (ποσοστό μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις για 2,1% το 2018) κάτι που υποστηρίζεται από τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, καθώς βελτιώνεται το κλίμα. Η σταδιακή ανάκαμψη στις ιδιωτικές καταθέσεις έχει διευκολύνει την περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων διαχείρισης ροής κεφαλαίου αν και ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει σε αρνητικό επίπεδο. Μεσοπρόθεσμα, η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί και να ξεπεράσει ελάχιστα το 1%.
Σε ό,τι αφορά την ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα παραμένει επαρκής, αλλά εξακολουθεί να υπόκειται σε εντεινόμενους κινδύνους εν μέσω σημαντικών ευπαθειών. Η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει σε καθοδική τροχιά μεσοπρόθεσμα, χάρη στα συνεχιζόμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους, την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και την ελάφρυνση του χρέους, τα οποία παρέχουν ένα ουσιαστικό προληπτικό μαξιλάρι ρευστότητας και χαμηλές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι (τόσο οι εσωτερικοί όσο και οι εξωτερικοί) έχουν ενταθεί και τα κληροδοτήματα της κρίσης -μεταξύ των οποίων το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό ιδιωτικό χρέος- καθώς και η αδύναμη πειθαρχία στις πληρωμές εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικά ευάλωτα σημεία.
Το ΔΝΤ καλωσορίζει την αξιέπαινη πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμβάλλει στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της ανάπτυξης, τη μείωση της ανεργίας, τη βελτίωση βιωσιμότητας του χρέους και την επάνοδο στις αγορές. Παράλληλα, καλεί τις αρχές να καταπολεμήσουν σημαντικές ευπάθειες και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας βελτιώνοντας την ευελιξία στην αγορά εργασίας, εξισορροπώντας το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής και ενισχύοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών, ώστε να υποστηριχθεί η βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Αν και το Ταμείο αναγνωρίζει την επάρκεια της Ελλάδας στην ικανότητα αποπληρωμής μεσοπρόθεσμα, σημειώνει τους αναδυόμενους κινδύνους, που απαιτούν περαιτέρω δράση για την ενίσχυση της οικονομίας.
Εξάλλου, το ΔΝΤ σημειώνει ότι είναι αναγκαίες επιπλέον προσπάθειες για να «κλειδώσουν» τα κέρδη ανταγωνιστικότητας, να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να διασφαλιστεί η ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Παράλληλα, εκφράζει την ανησυχία του για τους κινδύνους στον τομέα της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού που ήταν πολύ πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Κοιτώντας στο μέλλον το Ταμείο ενθαρρύνει τις αρχές να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους και να ενισχύσουν την παραγωγικότητα αλλά και να μειώσουν τα μη μισθολογικά κόστη. Συστήνουν επίσης περαιτέρω βήματα για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα αλλά και να διευκολυνθούν οι πιο διαφοροποιημένες επενδύσεις, μεταξύ των οποίων οι βαθύτερες μεταρρυθμίσεις της αγοράς προϊόντων που στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας και του ανταγωνισμού.
Το Ταμείο κάνει αναφορά και στην ανάγκη για ένα καλύτερο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο θα είναι πιο φιλικό ως προς την ανάπτυξη και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς. Ειδικότερα, καλούν για επιπλέον δημοσιονομική ισορροπία σε συνδυασμό με την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων, που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το ΔΝΤ τάσσεται υπέρ της προγραμματισμένης μείωσης του αφορολόγητου το 2020, με προτεραιότητα τους χαμηλότερους άμεσους φόρους σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Συστήνουν ακόμη τη δημιουργία μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου για τις δημόσιες επενδύσεις και πιο στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες. Προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι αναγκαία η επιτάχυνση της μεταρρύθμισης που αφορά τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και οι προσπάθειες για φορολογική συμμόρφωση αντιμετωπίζοντας τις διαρθρωτικές αιτίες των οφειλών.
Απαιτείται επίσης, τονίζει το Ταμείο, καλύτερος σχεδιασμός απέναντι στην πιθανότητα να ενταθούν οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι αλλά και μια πιο περιεκτική και καλύτερα συντονισμένη προσέγγιση για την ενίσχυση των τραπεζικών ισολογισμώνκαι την αναζωογόνηση του δανεισμού που ευνοεί την ανάπτυξη.
Σημειώνοντας τέλος το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), καλούν τις αρχές να φέρουν κοντά τους βασικούς ενδιαφερόμενους και να στηρίξουν τα όποια μέτρα αξιολογώντας τις επιλογές για τη μείωση αυτών (NPE’s) με στόχο την εξοικονόμηση κόστους, εξετάζοντας παράλληλα την επίδραση των επικείμενων αλλαγών στη νομοθεσία και των σχετικών δημοσιονομικών επιπτώσεων. Ακόμη ζητούν τη νομική ενίσχυση για τη διευκόλυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που βασίζεται στον ιδιωτικό τομέα προτού εξεταστεί η κρατική στήριξη, ενώ θεωρείται αναγκαίο να αποφευχθούν μέτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη συνέπεια στις πληρωμές και θα βελτιώσουν την εσωτερική λειτουργία των τραπεζών. Η απελευθέρωση των μέτρων διαχείρισης ροής κεφαλαίου, σημειώνεται, θα πρέπει να συνεχιστεί σε αρμονία με όσα έχουν συμφωνηθεί.
Ακολουθεί ο πίνακας με επιλεγμένους οικονομικούς δείκτες