Κατά την υπ’αρ. 1000/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος και δη για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών υπό τη μορφή αγοράς, κατοχής, πωλήσεως και αποθηκεύσεως ινδικής κάνναβης.
Στο εν λόγω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο κατηγορούμενος δια του πληρεξουσίου του προέβαλε, μεταξύ άλλων, αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως της ειλικρινούς μεταμελείας κατ’ άρθρ. 84 παρ. 2 περ. δ’ Π.Κ. Ο ισχυρισμός αυτός κατά την υπεράσπιση , στηριζόταν στο γεγονός ότι ο δράστης αυτοβούλως αποκάλυψε κατά την σύλληψή του στους αστυνομικούς τον τόπο αποθήκευσης των ναρκωτικών ουσιών, τόπος ο οποίος ήταν άγνωστος στις αστυνομικές αρχές, καθότι η ανώνυμη πληροφορία που ελήφθη αναφορικά με τη δράση του νυν αναρεσείοντος ουδεμία αναφορά εμπεριείχε περί του τόπου φύλαξης. Ως εκ τούτου, κατά το ως άνω σκεπτικό , ο κατηγορούμενος δια της αποκαλύψεως της τοποθεσίας, ανέλαβε την ευθύνη των πράξεών του αλλά και μείωσε, τις συνέπειες της πράξης του, αφού απέκλεισε κάθε δυνατότητα περαιτέρω διακίνησης της εν λόγω ναρκωτικής ουσίας, έστω και μέσω παρένθετου προσώπου.
Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό, καθότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο κατά την δικανική του κρίση δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μετάνιωσε για τις πράξεις του και προσπάθησε να μειώσει τις συνέπειες τους. Περαιτέρω, κατά το Δικαστήριο ουσίας, το γεγονός ότι ο τελευταίος αυτοβούλως οδήγησε τους αστυνομικούς στο διαμέρισμα όπου έκρυβε τα ναρκωτικά, όπου βρέθηκαν τα 21.196 γραμ. ακατέργαστης κάνναβης, ουδόλως συνιστά περιστατικό μεταμελείας, διότι, συνεπεία του ότι ήδη οι αστυνομικές αρχές γνώριζαν την άνω διεύθυνση, ήτο θέμα ολίγου χρόνου να εντοπίσουν το επίδικο διαμέρισμα, γεγονός που το Δικαστήριο μάλιστα έκρινε ότι εν τοις πράγμασι εγνώριζε ο κατηγορούμενος.
Βάσει λοιπόν του ως άνω σκεπτικού του Πενταμελούς Εφετείου, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, καθότι εμπράκτως αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου με απότοκο την απόρριψη του προειρημένου αυτοτελούς ισχυρισμού.
Ωστόσο, η υπό σχολιασμό απόφαση αναιρέθηκε εν μέρει ως προς τη διάταξή της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος από τη χώρα. Ειδικότερα, μετά την κατάργηση του Ν. 3459/2006, εφαρμόζεται πλέον η γενική διάταξη του άρ. 74 του Π.Κ. Κατά δε τη διάταξη του εν λόγω άρθρου 74 παρ. 1 εδ. α’ Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 23 Ν. 4055/2012 και ήδη ισχύει μετά την εκ νέου αντικατάσταση της με το άρθρ. 4 Ν. 4322/2015, ούσα ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από την προϊσχύουσα της μορφή, οπότε και κρίνεται ως εφαρμοστέα κατ’ άρθρ. 2 παρ. 1 Π.Κ, διάταξη πηγάζουσα εκ της γενικότερης αρχής της επιείκειας του Ποινικού Δικαίου, θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις όσον αφορά στην απέλαση του εκάστοτε κατηγορουμένου από την χώρα. Ακολούθως, η προμνημονευόμενη υποχρέωση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αποφάσεων δεν απαιτείται μόνο σε κρίσεις περί ενοχής ή αθώωσης της καθήμενης δικαιοσύνης, τουναντίον σε όλες εν γένει τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν ορίζονται ως οριστικές ή παρεμπίπτουσες. Ως εκ τούτου, το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις περί διάταξης απέλασης, κατ΄εφαρμογή του άρ. 74 Π.Κ. Ο Άρειος Πάγος με την παρούσα έκρινε ότι η ως άνω απορρέουσα εκ του Συντάγματος υποχρέωση δεν τηρήθηκε από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διότι, κατά την δικανική του κρίση, “διατάχθηκε η απέλασή του από τη χώρα μετά την οριστική έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε και η επί δεκαετία απαγόρευση επανεισόδου του στη χώρα, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 74 Π.Κ., όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής (29-3-2016), χωρίς όμως καμία περαιτέρω αιτιολογία”.
Συνεπεία των προειρημένων, στην προσβαλλόμενη απόφαση καταλογίζεται ελλιπής αιτιολογία, καθότι “δεν αναφέρει κανένα άλλο περιστατικό, που να δικαιολογεί την κρίση του για την αναγκαιότητα της απελάσεως, από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρ. 74 παρ. 1 εδ. α’ Π.Κ. και ανάγονται στις συνέπειες της πράξεώς του, στο χρόνο παραμονής του στο ελληνικό έδαφος, στη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του, στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα και γενικότερα στο βαθμό εντάξεως αυτού στην ελληνική κοινωνία, συναρτώμενα, κατά το νόμο, με την κρίση, ότι η παραμονή του στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβιώσεως”.
Για ολόκληρη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Επιμέλεια: Ιωάννης Ε.Σπηλιώτης/Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θέμις
Συνοπτικώς μεν, ουσιαστικώς δε, αφενός το γεγονός της αποκάλυψης του τόπου αποθήκευσης των ναρκωτικών δεν αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος μετάνιωσε πραγματικά για τις πράξεις του και προσπάθησε να άρει τις συνέπειες αυτών, αφετέρου για την εφαρμογή του άρθρου 74 Π.Κ απαιτείται περαιτέρω αιτιολογία που να δικαιολογεί την αναγκαιότητα της απελάσεως του κατηγορουμένου.