Το τέλος μιας μακράς περιόδου εργασιακής ειρήνης στον τραπεζικό κλάδο, προμηνύουν οι εξελίξεις που φέρνουν στις τράπεζες τα “κόκκινα” δάνεια και η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή.
Ο μετασχηματισμός του εγχώριου τραπεζικού συστήματος συνεπεία των αλλαγών που έρχονται από τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και από την επέλαση της τεχνολογίας στις τραπεζικές εργασίες, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των εσόδων για τις τράπεζες, οδηγούν νομοτελειακά σε περαιτέρω δραστική μείωση του κόστους. Η μείωση αυτή θα περάσει μέσα από το κλείσιμο καταστημάτων και την απώλεια θέσεων εργασίας, έτσι ώστε μετά από δύο χρόνια, το δίκτυο της καθεμίας από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να αριθμεί περί τα 300 καταστήματα και το προσωπικό να έχει μειωθεί κατά περίπου 7.000 υπαλλήλους.
Ενόψει αυτών, ο κλάδος των τραπεζοϋπαλλήλων βρίσκεται επί ποδός “πολέμου”, προκηρύσσοντας την πρώτη, ύστερα από πολλά χρόνια, κλαδική απεργία για τις 20 Μαρτίου. Το κλίμα ανησυχίας για τις εξελίξεις που διαφαίνονται στον ορίζοντα βρίσκεται στον μέγιστο βαθμό, σε επίπεδα που ξεπερνούν ακόμη και την εποχή που από τον τραπεζικό χάρτη έσβησαν δώδεκα τράπεζες.
Υπό το κλίμα αυτό, αύριο ή το αργότερο μεθαύριο Τετάρτη, εκπρόσωποι της ομοσπονδίας των τραπεζοϋπαλλήλων συναντώνται εκ νέου με εκπροσώπους των τραπεζών για τη νέα κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας. Η προηγούμενη συλλογική σύμβαση έχει λήξει ήδη από τις 31 Δεκεμβρίου 2018 και οι μέχρι τώρα επαφές των δύο πλευρών έχουν καταλήξει σε αδιέξοδο.
Στις 6 Μαρτίου η ΟΤΟΕ είχε την τρίτη συνάντησή της με τους εκπροσώπους των διοικήσεων των τραπεζών για την υπογραφή της νέας κλαδικής συλλογικής σύμβασης και με αίτημα τη σταδιακή αποκατάσταση των απωλειών που υπέστησαν οι μισθοί των τραπεζοϋπαλλήλων κατά τα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, το ζητούμενο από πλευράς ΟΤΟΕ είναι σταδιακή αποκατάσταση της τάξεως του 6%, καθώς οι μισθοί των τραπεζοϋπαλλήλων έχουν μειωθεί ή βρίσκονται, στην καλύτερη περίπτωση, καθηλωμένοι τα τελευταία 11 χρόνια.
Η συνάντηση, ωστόσο, όχι μόνο δεν είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά έθεσε για πρώτη φορά ανοιχτά το ενδεχόμενο των απολύσεων, κλονίζοντας το πρωταρχικό αίτημα της ΟΤΟΕ – την ρήτρα διασφάλισης της απασχόλησης – το οποίο μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδιαπραγμάτευτο. Σημειώνεται ότι εκτός από την ρήτρα διασφάλισης της απασχόλησης, το έτερο βασικό ζητούμενο της ΟΤΟΕ είναι να υπάρξει φορέας που θα παρακολουθεί την πορεία μετάβασης στην ψηφιακή εποχή και να ληφθούν εγκαίρως μέτρα ώστε να μην υπάρξουν απώλειες στον κλάδο.
Στη συνάντηση της προηγούμενης εβδομάδας, οι εκπρόσωποι των τραπεζών αρνήθηκαν να δεσμευτούν για σταδιακή αποκατάσταση των απωλειών που υπέστησαν οι τραπεζοϋπάλληλοι και αντιπρότειναν αύξηση 2 ευρώ τον μήνα στους εργαζόμενους που βρίσκονται από το 17ο κλιμάκιο και πάνω, τον Ιούλιο του 2020 και 2 ευρώ ακόμα τον Ιούλιο του 2021. Επικαλούμενη το υψηλό λειτουργικό κόστος και τις δεσμεύσεις για τη μείωσή του, η πλευρά των τραπεζών ανέφερε ότι οι προτάσεις τους στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας είναι οι πλέον ενδεδειγμένες για να μην υποχρεωθούν να προχωρήσουν σε απολύσεις.
Η εξέλιξη της συνάντησης με τους εκπροσώπους των τραπεζών οδήγησε στις 7 Μαρτίου το Γενικό Συμβούλιο της ΟΤΟΕ να αποφασίσει ομόφωνα την κήρυξη 24ωρης πανελλαδικής απεργίας στις τράπεζες στις 20 Μαρτίου. Όπως διαφαίνεται, η ΟΤΟΕ είναι έτοιμη να κλιμακώσει τις κινητοποιήσεις της, καλώντας και την κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ανακοίνωση της Ομοσπονδίας.
Η ΟΤΟΕ αρνείται το επιχείρημα των τραπεζών ότι οι τελευταίες αδυνατούν, λόγω κόστους, να ικανοποιήσουν τα “στοιχειώδη, αλλά βασικά” αιτήματα του κλάδου των τραπεζοϋπαλλήλων. Ειδικά, όπως αναφέρει, από τη στιγμή που, μετά το τέλος των μνημονίων, η μεγάλη μείωση του αριθμού των εργαζομένων στις τράπεζες και των εισοδημάτων τους, έχει αποφέρει εξοικονόμηση κόστους 1,5 δις. ευρώ στις τράπεζες. “Αναρωτιόμαστε πώς οι τράπεζες θα παίξουν τον ρόλο τους για τη στήριξη της πραγματικής Οικονομίας και της κοινωνίας όταν, αντί αναπτυξιακών σχεδίων και στόχων που θα φέρουν πραγματικά έσοδα στο τραπεζικό σύστημα, δηλώνουν ότι η επιβίωσή τους στηρίζεται στη συρρίκνωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και στις απειλές για συνεχόμενη μείωση των θέσεων εργασίας”, αναφέρει χαρακτηριστικά η ΟΤΟΕ.
Όπως όλα δείχνουν, το κλίμα ειρήνης στις εργασιακές σχέσεις στις τράπεζες θα είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί εφεξής, με τις ισορροπίες να κρατιούνται σε λεπτή κλωστή και τις εξελίξεις να αναμένονται καταιγιστικές το αμέσως προσεχές διάστημα.